Translate

Κατερίνα Ν. Θεοφίλη

ΠΑΡΑΞΕΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
28 διηγήματα 1976 - 1989
συγγραφή - εικονογράφηση: Κατερίνα Ν. Θεοφίλη
α’ έκδοση (συλλεκτική) 1991, β’ έκδοση 2006, γ’ έκδοση 2008
Έκδοση: Κοροντζή
ISBN: 960 - 8031 - 34 - 6
ΠΑΡΑΞΕΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Διηγήματα 1976 – 1989


1) Πώς να σκοτώσετε έναν συγγραφέα. (1983)
2) Το δυσαρεστημένο πτώμα. (1989)
3) Καθρέφτης ζιγκολό. (1983)
4) Το ρεμάλι με τον ιό. (1985)
5) Η πέτρα. (1981)
6) Βρώμος δρόμος του Πουθενά. (1984)
7) Ένα αγενές φεγγάρι. (1989)
8) Υπόθεση για μόνον έναν... (1977)
9) ...Το έντιμο χέρι... (1982)
10) Πτώση εναντίον πτώσης. (1984)
11) Μικροπωλητής παξιμαδένιων ονείρων. (1981)
12) Η ζωή μιας μοναχικής ομβρέλας. (1988)
13) Το κάρβουνο. (1983)
14) Ντόνα Ναφθαλίνη. (1989)
15) Ο άνθρωπος που έπληττε... (1982)
16) Το όνειρο του νεκροθάφτη. (1981)
17) ...Στον ανελκυστήρα... (1983)
18) Ο δολοφόνος της νταντάς. (1884)
19) Το αλκοολικό λεωφορείο. (1983)
20) Το τελευταίο ενθύμιο της Αντιγόνης. (1980)
21) Η επικεφαλίδα ενός βιβλίου. (1985)
22) Ένας άξεστος λούστρος. (1983)
23) Το τελευταίο “σκωρ”. (1982)
24) Το ιστόγραμμα της αράχνης. (1986)
25) Ο απλός θάνατος της Πέτροβα. (1981)
26) Η αλλόκοτη καλωσύνη του κυρίου Πύττια. (1979)
27) Φάκελλος από μεβράνη. (1981)
28) Ένας Έλληνας σε μια Ουαλλική σοφίτα. (1976)

ΠΩΣ ΝΑ ΣΚΟΤΩΣΕΤΕ ΕΝΑΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
1983

― «Αν δεν υπήρχαν οι συγγραφείς, οι άνθρωποι θα είχαν ξεχάσει την θλίψη τους!»· είπα καθώς έπεσε κι ο δεύτερος κεραυνός κι ο κρότος έκανε το μικρό γυάλινο δοχείο με τα αμύγδαλα, να ενοχληθεί...
― «Ε, λοιπόν, τί περιμένουμε;· ας τους ξεπαστρέψουμε όλους! Στην πυρά! Στην πυρά!»· είπε και γέλασε ο εύσωμος προσκεκλημένος μου· συγγραφέας κατ’ εθισμόν και κουρέας κατ’ επάγγελμα· γιατί κι οι συγγραφείς πρέπει να φάνε.
Δεν συμμερίστηκα καθόλου το αστείο του·
― «Μην αστειεύεστε. Τα πράγματα χειροτερεύουν· οι συγγραφείς δεν αφήνουν τους ανθρώπους στην ησυχία τους, και βέβαια ούτε τους εαυτούς τους...»
― «Κι είναι, βρίσκετε, κακό αυτό;»· με ρώτησε, σοβαρά χαϊδολογώντας το πηγούνι του.
― «Α, δεν ξέρω»·είπα και ρούφηξα δυνατά το μαύρο τσάι μου.
Έξω η βροχή κι ο αέρας είχαν τρομερά δυναμώσει και συμφωνήσαμε με τον καλεσμένο μου, να ανοίξουμε τις κουρτίνες να δούμε καλλίτερα τον χειμωνιάτικο καιρό να φοβερίζει την φιλήσυχη γειτονιά μας.
Βλέπαμε όλα τα θλιβερά της βροχής και του αέρα πάνω στις στέγες, πάνω στα βιαστικά σώματα των ανθρώπων, πάνω στα ήρεμα ξεχασμένα αντικείμενα της αυλής και ευδαιμονούσαμε.
Ο καλεσμένος μου σιγομασούλαγε απολαμβάνοντας αμύγδαλα κι οι κουβέντες του περνούσαν αργά από τα λερωμένα δόντια του κι έφταναν ακαθόριστες, μπερδεμένες, μέχρι τα αυτιά μου.
Έκανε αρκετό κρύο και δυναμώσαμε την θερμάστρα. Αποφασίσαμε, για όταν βράδιαζε αρκετά, να ψήσουμε κάμποσα αρνίσια παϊδάκια και να ευαρεστηθούμε να κατανοήσουμε, εμπράκτως, τις μικρές απολαύσεις της ζωής.
Κοιτούσαμε απ’ το τζάμι και σχολιάζαμε τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν με τέτοια καταιγίδα κάποιοι συνάνθρωποί μας· ταυτοχρόνως συνεχίζαμε το τσάι μας και το γαργαλητό μασούλημα των αμυγδάλων.
Αφού πια φορτιστήκαμε από την θλίψη την κάμποσο μακριά από εμάς, το γυρίσαμε σε μια ασύδοτη ευθυμία και γεμίσαμε γρήγορα τα σωληνοειδή γυαλοπότηρά μας πυρακτωμένο κονιάκ.
Στο τρίτο κονιάκ νιώσαμε πολύ καλλίτερα κι αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στην αναζήτηση της θλίψης.
Ο καλεσμένος μου, είχε την έμπνευση τότε να μου θέσει ένα ερώτημα εξαιρετικά ενδιαφέρον:
― «Με τί τρόπο κανείς θα μπορούσε να σκοτώσει έναν συγγραφέα;»
Αρχίσαμε και κατεβάζαμε ιδέες κι οπωσδήποτε θέλαμε αυτό το φονικό να μην μοιάζει με τα τόσα άλλα τα κοινότυπα.
Ο συνομιλητής μου, πρότεινε έναν καλό φόνο συγγραφέα:
― «Ας πούμε... ένας αναγνώστης κόβει το χέρι του συγγραφέα κι αυτός αυτοκτονεί...»
― «Α,περίφημο,περίφημο!...· αλλά, μελοδραματικό...»· είπα.
― «Μμ... ναι... μελοδραματικό...»· συμφώνησε, άφησε λίγα δευτερόλεπτα το βλέμμα του απλανές και συνέχισε με με μια κάποια στα λόγια του δυσπιστία: «Κάτι πιο ρεαλιστικό· ακούστε...· αν βάζαμε τον εκδότη να δολοφονεί έναν συγγραφέα ...; Καλό θα’ ταν...;»· πρότεινε.
― «Καλό βέβαια, αλλά... έτσι κι αλλιώς οι εκδότες συνεχώς δολοφονούν τους συγγραφείς...»· αμφέβαλα.
Ενδεής, μου έδειχνε να προβληματίζεται σοβαρά· το θέμα τον απασχολούσε σαν να επρόκειτο για τον δικό του φόνο..·
― «Ίσως τότε... αν ο εκδότης πρότεινε στον συγγραφέα να γράψει ένα έργο χιλίων σελίδων σε διάστημα δυο ημερών με αντάλλαγμα την ζωή του... ή το κέρδος μιας αμύθητης περιουσίας... Τι νομίζετε γι’ αυτό το σενάριο;...»
― «Και λέτε πως υπάρχει ένας τόσο ηλίθιος συγγραφέας που να έβαζε τέτοιο στοίχημα;...»· γέλασα, κι ο καλεσμένος μου γέλασε κι αυτός, συμφωνώντας απόλυτα μαζί μου.
Μείναμε για κάμποσο σιωπηλοί· προβληματισμένοι στην ανακάλυψη ενός φόνου κατάλληλου για συγγραφέα.
Αρκετές στιγμές ύστερα, ο καλεσμένος μου βροντοφώναξε ενθουσιωδώς:
― «Το βρήκα! Ο συγγραφέας δολοφονείται με έναν στυλό! Καθώς ο συγγραφέας γράφει, η δηλητηριώδης μελάνη, του λερώνει τα δάχτυλα και διαπερνά το δέρμα του... δρα ως το πρωί... και τα ξημερώματα ο συγγραφέας μας, πάει· σύξυλος πάνω στα μισοτελειωμένα του χειρόγραφα, που μάλιστα οι κληρονόμοι, τα πετούν στα σκουπίδια!»
― «Υπέροχο!»· είπα και καταχάρηκα, αλλά σε μισό δευτερόλεπτο είχα πάλι ένσταση: «Κι αν δεν λερωθεί...; Αν γράφει προσεκτικά και δεν λερωθεί...; Κι επί πλέον ποιός μας βεβαιώνει πως θα χρησιμοποιήσει αυτόν τον στυλό..;· μπορεί να διαλέξει κάποιον απ’ τους τόσους άλλους, που ασφαλώς θα’χει...· κανείς συγγραφέας δεν ξεμένει ποτέ από γραφικά είδη...»
Με την ένστασή μου αυτή, επήλθε βαριά μελαγχολία στο δωμάτιο που δεν κάναμε καν τον κόπο να ανάψουμε ούτε έναν μικρό ανταυγαστήρα... Ο αέρας έσκιζε τώρα έξω κάθετί ελαφρό κι η βροχή βάραινε τα πάντα... Είμασταν στο μισόθαμπο οι δυο μας σαν δυο μοχθηρές σκιές, αγανακτισμένες που δεν βρίσκαμε έναν τρόπο ικανό να σκοτώσει έναν συγγραφέα... Τέλος, ο καλεσμένος μου είπε σπαρακτικά:
― «Δεν υπάρχει τρόπος να σκοτώσουμε έναν συγγραφέα!»
Σάλεψα απ’ το κουλούριασμά μου στην πολυθρόνα, ανασηκώθηκα, άναψα όλα τα φώτα του δωματίου, έβαλα μια σάμπα να ηχεί, έπιασα τα παϊδάκια να τα τοποθετήσω στην σχάρα και γελώντας κατέληξα:
― «Κι όμως, αγαπητέ μου συνάδελφε· υπάρχει τρόπος να σκοτώσουμε έναν συγγραφέα και μάλιστα πολύ γρήγορα κι εύκολα!»
― «Είμαι όλος αυτιά!»· τόνισε ο καλεσμένος μου με περίσσια αδημονία.
Άναψα την θράκα κι έριξα με θράσος το κρέας πάνω της· το αλατοπιπέριασα και καθώς παρακολουθούσα την ιεροτελεστία του ψησίματος, είπα:
― «Σκοτώνοντας την θλίψη, οι συγγραφείς θα πεθάνουν!»



ΤΟ ΔΥΣΑΡΕΣΤΗΜΕΝΟ ΠΤΩΜΑ

1989

Τα κρύα εξόφθαλμα μάτια των αστυνομικών ήσαν καθετοποιημένα πάνω στο βλοσυρό πτώμα.
Ακόμα και η απάθεια χρειάζεται κάποτε - κάποτε ένα ηρεμιστικό τσιγάρο, κι ο γεροντότερος απ’τους ψυχρούς ανθρώπους του νόμου, άναψε...
Το πτώμα -ως πτώμα -δεν διεκδικούσε τίποτα, αλλά κι οι τρεις αστυνόμοι είχαν την εντύπωση πως άκουσαν να ξεροβήχει κι αλληλοκοιτάχτηκαν με ανήσυχη αμφιβολία. Όταν ο άνθρωπος του νόμου έσβησε το τσιγάρο του, το πτώμα έδειχνε να ηρεμεί.
Αυτή ήταν μια πρώτη εντύπωση των ένστολων ατόμων που ως τέτοιοι είχαν καταργήσει προ πολλού τις περιττές ευαισθησίες, αλλά διατηρούσαν, παρά ασφαλώς της θέλησής τους, μερικές παραισθήσεις του επαγγέλματος· ένα πτώμα λόγου χάρη μπορεί να καταδιώξει έναν άνθρωπο του νόμου μέσα στα πολύ βαθιά του όνειρα και να του αφαιρέσει το πηλίκιο και βεβαίως το όπλο του· έτσι ο δυστυχής άνθρωπος του νόμου δεν έχει ευκαιρία να επιβιώσει στον ύπνο του, παρ’εκτός αν πέσει απ’το κρεβάτι· ένα τράνταγμα θα τον συνεφέρει κι όλη η εξουσιαστική του αυτοπεποίθηση θα επανέλθει πάραυτα.
Το δυσάρεστο μ’αυτό το πτώμα, ήταν πως το έβλεπαν να ξεροβήχει, τόσοι μαζεμένοι αστυνόμοι, εκτός ονείρου τους. Τους φάνηκε μάλιστα να μουρμουρίζει κάτι που θύμιζε ψαλμό από νηστίσιμη περίοδο και σταυροκοπήθηκαν ομαδικώς. Όπως και να’χει, ο θάνατος ήταν βεβαιωμένος και το πτώμα μεταφέρθη στο νεκροτομείο για τις πρώτες παρατηρήσεις.
Ο νεκροτόμος, άνθρωπος πολύ ψυχρόαιμος, δεν ευτυχούσε όταν τον απασχολούσαν ακριβώς στην ιεροτελεστεία του γεύματος· έτρωγε ένα φαρδύ παΐδι που έσταζε δεξιά κι αριστερά ροδοψημένο λίπος.
Με το χέρι που ήταν ελεύθερο, διότι δεν εγκατέλειψε το κρεατικό του, ο νεκροτόμος ψαχούλεψε πρόχειρα το πτώμα και είπε αργά-αργά σαν να έκρυβε στα ούλα παξιμάδι:
― «Ετούτος ο άνθρωπος ήταν ένθερμος οπαδός του αντικαπνιστικού αγώνα...»
Οι αστυνόμοι θαύμασαν την διάγνωση της “απόλυτης εμπειρίας”, αλλά ο νεκροτόμος με μετριόφρονη χάρη, βιάστηκε να αποσαφηνίσει:
― «Τον γνώριζα προσωπικώς· με είχε προσβάλλει κάποτε, όταν τόλμησα να ανάψω ένα τόσοδά πουράκι, σε ένα παντελώς άδειο βαγόνι τραίνου... Όταν πληροφορήθηκε πως είμαι ιατροδικαστής έκρινε πως μπορώ να του φανώ χρήσιμος σε κάτι και προσφέρθηκε να ανταλλάξουμε στοιχεία· κάναμε μια κουραστική γνωριμία και πάντα σε ανοικτούς χώρους, λόγω του καπνίσματός μου... Ήταν ένας πληκτικός ηλίθιος· δεν κάπνιζε, δεν έπινε, δεν ερωτοτροπούσε· κοιμόταν αυστηρά 2 με 4.30 τα μεσημέρια, μαζευόταν σπίτι του απ’ τις 8. 45 την νύχτα...ποιά νύχτα;!... χό!...κι έτρωγε βραστά και άπαχα· έζησε χωρίς γεύση και χωρίς ένταση κι είναι απορίας άξιο πώς ένας τόσο ανιαρός φιλήσυχος βρέθηκε με μια σφαίρα στο στόμα...;!»
― «Αυτοκτόνησε προφανώς...»· είπε ο γηραιός αστυνόμος.
― «Αυτό θα το αποφασίσει το πετσόκομα που θα του κάνω... .. χι... περιποιημένο και στρωτό...»· απεφάνθη ο νεκροτόμος με εύθυμο ζωηρό ύφος κι αποτέλειωσε το παϊδάκι του μασουλώντας-το ως το κόκκαλο.
Το πτώμα είχε όνομα· Πλάτων Γιομάτος· το όνομα δεν τον οφέλησε ιδιαίτερα στην παντελώς άδεια ζωή του, αλλά ήταν αρκετό για να του χαρίσει μία ταυτότητα, απ’τις πολλές που επιστρέφονται στο κράτος, προς ακύρωσή τους, όταν η ζωή τετέλεσται.
Οι αστυνόμοι άφησαν το θλιβερό πτώμα του Πλάτωνος Γιομάτου στο νεκροτομείο κι αποχώρησαν.
Ο νεκροτόμος, θέλοντας να διασκεδάσει την εκδίκηση που προόριζε στον αντικαπνιστή πεθαμένο, άρχισε την σφαγή αμέσως και πρώτιστα τού έβγαλε την καρδιά κατευθείαν απ’ την ωμοπλάτη και την ζύγισε στην χούφτα του· δεν μπορούμε να πούμε με ακρίβεια το βάρος της, αλλά ο νεκροτόμος έβγαλε ένα αγκομαχητό σαν να σήκωσε σιδερόπετρα. Εγκατέλειψε την καρδιά στο μάρμαρο και βιάστηκε να ξηλώσει νεφρούς, σπλήνα και ήπαρ. Εδώ τα πράγματα ήταν χειρότερα· το βάρος σηκωτιού και σπλήνας έδειχνε να ξεπερνά τα 14 κιλά κι οι δυο νεφροί από μόνοι τους “κτυπούσαν” τουλάχιστον τα 18 κιλά! Ο νεκροτόμος οπισθοχώρησε σαστισμένος μπροστά στο απίθανο αυτό επιστημονικό φαινόμενο. Τότε ήταν που το πτώμα μίλησε. Μάλιστα! Με φωνή κανονική, ρυθμική, απαλή και με περισσή ευγένεια ζήτησε τσιγάρο!
Ο νεκροτόμος δεν ήταν άνθρωπος της θρησκείας, ούτε οπαδός των πνευματιστών που εξιστορούσαν με βεβαιότητα τέτοια φαινόμενα, και για τούτο αρκέστηκε να δώσει ένα χοντρό χαστούκι στο πτώμα, οπόταν και πετάχτηκε η σφαίρα που είχε καταπιεί και που το είχε ξεπαστρέψει διαμπερώς.
Μετά το χαστούκι, το πτώμα έμεινε για λίγο αδρανές κι ο νεκροτόμος προσπάθησε να συγκεντρώσει όλο του το επιστημονικό κύρος και να εξετάσει ώριμα την ειδική αυτή περίπτωση. Πάνω που υπολόγιζε πως κάποια χημική ουσία είχε προξενήσει όλα αυτά τα τερατώδη αποτελέσματα στο πτώμα, το πτώμα ξανασάλεψε εκ νέου κι ευθύς άρχισε να τσιρίζει να του δώσουν τσιγάρο:
― «Τσιγάρόόόόόόό»
Τραβούσε το τελευταίο όμικρον της λέξης «τσιγάρο» τόσο απελπιστικά και όμοια με σειρήνα ασθενοφόρου, ώστε ο νεκροτόμος υποχρεώθηκε αφ’ενός να κλείσει τα αυτιά του με τα χέρια του κι αφ’ετέρου να βιαστεί να προμηθεύσει στο πτώμα ένα τσιγάρο. Του το σφήνωσε στο διαλυμένο του στόμα και το πτώμα έδειχνε να ηρεμεί κάπως.
Το γεγονός όμως αυτό ήταν υπεραρκετό να προξενήσει στο νεκροτομείο γενική αναταραχή. Το τι επακολούθησε δεν περιγράφεται· όλα τα σφαγμένα πτώματα ούρλιαζαν διεκδικώντας να καπνίσουν. Ο νεκροτόμος δεν πρόφταινε να μοιράζει τσιγάρα στα παντελώς εξαφανισμένα απ’ την νεκροτομή, στόματα.
Τα πτώματα ντουμάνιαζαν κι απολαμβάνοντας αυτήν την ανέλπιστη τύχη, άρχισαν να αλληλοπειράζονται, να κάνουν γκριμάτσες – όσα απ’αυτά είχαν μερικώς καμμιά φλούδα πρόσωπο – και να λένε χιουμοριστικές ιστορίες με εξαιρετική αφηγηματικότητα.
Το φαινόμενο αυτό καταγράφτηκε απ’τα σπουδαιότερα στα επιστημονικά κατάστιχα και θα παρέμενε άλυτον, αν ο νεκροτόμος δεν είχε την έμπνευση να ερμηνεύσει την επαγγελματική δραστηριότητα των πτωμάτων που ντε και καλά ήθελαν να καπνίσουν και να ξεθυμάνουν την πλήξη τους μ’ένα σωρό παιδιάστικα καμώματα κι αστεία. Ήταν όλοι τους μέλη τού αντικαπνιστικού αγώνα· συντηρητικοί και πειθαρχημένοι· εργαζόμενοι στο Υπουργείο Υγείας κι όλοι τους είχαν ασθενήσει από καρκίνο. Μετά την διάγνωση, η οποία τους ταρακούνησε τις ζωτικές, αλλά και τις ιδεολογικές τους ισορροπίες, μεταβλήθηκαν σε ρεμάλια ολκής, αλλά δεν επρόφτασαν να διαπράξουν τις λεγόμενες “σπατάλες της ζωής” διότι η ζωή τους ήτο κι όλας ξοδευμένη στην απόλυτη συντήρηση – έτσι, απλώς αρκέσθηκαν στο να εμπλακούν σε πρόσκαιρες παρανομίες και να δολοφονηθούν απ’τους “συνεταίρους” τους.
Ο νεκροτόμος θεωρούσε πως είχε επιλύσει το μυστήριο, ισχυριζόμενος πως το κεντρικό σύστημα του εγκεφάλου τους είχε αρνηθεί να πεθάνει κι ήταν ενεργό με την βοήθεια μιας άγνωστης ουσίας που την ονομάτησε “προσπαθίνη”.
Ο επιστημονικός κλάδος δεν παραδέχθηκε το θεώρημα του νεκροτόμου κι απλώς τον συμβούλεψαν να πίνει λιγότερο όταν νεκροτομεί, αν δεν θέλει να χάσει την θέση του.
Η ιστορία διέρρευσε στις εφημερίδες, οι οποίες δεν καθυστέρησαν να κάνουν περίγελο τον νεκροτόμο και να τον σκιτσάρουν μάλιστα, βάζοντάς του για κεφάλι μια μποτίλλια γαλλικό κρασί.
Στην συνέχεια, ο κρατικός μηχανισμός, έστειλε χειροπόδαρα τον αξιαγάπητο νεκροτόμο στο ψυχοθεραπευτήριο, όπου παρευρίσκεται ως σήμερα σε πλήρη σύγχυση.
Είμαι ο θεράπων ιατρός του, που όχι μόνον δεν κατάφερα να τον θεραπεύσω, αλλά συμμερίστηκα τις ιδέες του και ως μανιώδης καπνιστής προβληματίζομαι, μήπως έχω την πολλή δυσάρεστη εμπειρία να ζητάω τσιγάρο στον νεκροθάλαμο και να μην βρεθεί ούτε νεκροτόμος να με λυπηθεί...


ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΖΙΓΚΟΛΟ
1983

Οι φασκιές μου, έφεραν ψιλές τρύπες από εισβολή σκώρου και μία τεράστια οπή από καυστική ποτάσα, ακριβώς στο κομμάτι που σκέπαζε τα γεννητικά μου όργανα. Ήταν εύκολο συνεπώς ο καθένας να βλέπει τους όρχεις μου και μια ωχρότητα μαρασμού που τους περιτύλιγε σαν κατά τόπους μαδημένο βελούδο. Οι άνθρωποι του θεού προσπάθησαν με ματζούνια και ψαλμούς να ξορκίσουν το κακό που απειλούσε τους όρχεις μου κι όλη η συνοικία με μοιρολογούσε για την βαριά κληρονομική μου ασθένεια που λέγεται “σύνδρομο χρηματοελλειψοφοβίας”, ασημείωτη στα επιστημονικά κατάστιχα, αν και οι ψυχαναλυτές δείχνουν να κατανοούν πλήρως τις καταστροφικές της συνέπειες. Άκουσα πως υπάγεται στα αυτοάνοσα νοσήματα με ελάχιστες πιθανότητες θεραπείας.
― «Εκτός αν αντιδράσει ο οργανισμός...»· είπαν οι θεράποντες ιατροί και μου έδωσαν λάδι μουρούνας που όμως δεν με οφέλησε και ο ωχρός μαρασμός των όρχεων μου εξακολουθούσε.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι προσπάθειες των γονιών μου άρχισαν να αποδίδουν και οι όρχεις μου να πρήζονται – όπως όλων των παιδιών που διατελούν υπό την προστατευτική εξουσία των γονιών τους.
Η ευχάριστη αυτή εξέλιξη τού πρηξίματος των όρχεών μου, γιορτάστηκε ανοικτά και με πληρωμένους οργανοπαίχτες· γλέντι μέχρι πρωίας, όπου οι καλοί γείτονες ψαχούλευαν τους όρχεις μου και θαύμαζαν το μέγεθος και το υγιές ροδαλό χρώμα τους. Η συγκίνηση τους ήταν τέτοια, που έλαβε φιλοσοφικές προεκτάσεις κι όλοι έσπευσαν να καταθέσουν γνώμη για το πώς έπρεπε στο εξής να διαφυλαχθεί το υγιές πρήξιμο των όρχεών μου και να μην υποτροπιάσουν σε εκείνον τον απαράδεκτο κίτρινο μαρασμό. Το παν ήταν να αποτραπούν οι αιτίες της πάθησης μου και ως εκ τούτου, οι άνθρωποι του θεού, πρότειναν στον πατέρα μου να μάθω μία απ’τις καλές τέχνες η οποία θα μου εξασφάλιζε ευρωστία και χαρωπότητα. Ο πατέρας μου, που πολύ είχε προβληματιστεί με την αδυναμία των όρχεών μου κι όσο να πεις είχε θιχτεί το ανδρικό του φιλότιμο, άνοιξε τα αυτιά του και σημείωνε με αίσθηση καθήκοντος, τα προτεινόμενα·
― «Μπουκαδόρος! Αυτό θα γίνει! Κάθε μέρα και καινούργιο κοστούμι!»
Αντέδρασε ο πατέρας μου:
― «Θα μου πάθει απ’το σχέδιο το παιδί! Κι ύστερα... δέστε-το... είναι νταβραντομένο...· πώς θα χωρέσει από μικρή μπούκα;...· Άμα είναι να σκάβει να κάνει μεγάλη, εμ τότε τον κάνω κατευθείαν σκαφτιά...»
― «Τζιλιαδόρος!»· έπεσε δεύτερη καλή τέχνη.
Εξοργίστηκε ο πατέρας μου:
― «Θα ρέψει απ’την ορθοστασία το παιδί!»
Σημειώνω, πως ελόγου μου γνώμη και άποψη δεν είχα· οι μαφιόζοι αποφάσιζαν για λογαριασμό μου· ήθελα να τους πως:
― «Αφήστε τα αρχίδια μου ήσυχα!· μου τα παραπρήξατε!»· αλλά δεν το’πα· είχα μια έμφυτη συστολή.
Εντέλει, ένας εξαιρετικά σοβαρός άνθρωπος, παλιός γνώριμος του πατέρα μου απ’τις στρούγκες και τα καταγώγια, πρότεινε:
― «Μαστρωπός! Τίποτα δεν θα κάνει· αραχτός και θα εισπράτει· άντε να δώσει μερικά χαστούκια σε καμμιά ανυπάκουη τροτέζα...· ε, ως εκεί· τί;· κόπος είναι;»
― «Ναι, δεν λέω· κόπο δεν έχει κι όσο να πεις, καθαρό επάγγελμα είναι· ούτε λασπουριές, ούτε γράσα! Όμως... το μούτρο του... πολύ ατσαλάκωτο· λόρδικο...· κάνει για τέτοια υπόθεση;· άμα δεν έχει εκ του φυσικού του τετραγωνισμένη σαγονιά και μερικές ραβδώσεις, τί δέος να προκαλεί;..· μην τον βλέπουν οι πόρνες και γελάνε...· α, αυτό, με ανησυχεί...»· ο πατέρας μου εξέφρασε την δυσπιστία του και ξεφύσηξε αφού πρώτα πήρε μια καταθλιπτική εισπνοή που σου ράγιζε την καρδιά να τον ακούς.
― «Κουμπάρε, πάρε την απόφαση εσύ και του τετραγωνίζω το σαγόνι εγώ στο άψε σβήσε· δυο γροθιές και θα πεταχτεί σαν του Τζόε Ντάλτον»· εικονογράφησε την λύση του προβλήματος ο παλιός γνώριμος του πατρός μου, που δεν ήταν από πουθενά κουμπάρος του, πρέπει να σας πω.
Ο πατέρας μου το σκέφτηκε, αλλά πάνω που’ταν να κλείσει συμφωνία για το τι θα κάνει το δέρμα μου, σφήνωσε η μάννα μου κι αποφάσισε:
― «Το παιδί θα γίνει ράφτης!»
Από τότε έμεινα ανεπάγγελτος· η ραπτική δεν ήταν μία εκ των καλών τεχνών. Η κληρονομική ασθένεια, έδειξε τα δόντια της· έπαθα έλλειψη βιταμινών και παρολίγο να στραβώσουν τα πόδια μου, αν ο πατέρας, δεν φρόντιζε να με ποτίζει μια τσανάκα γαϊδουρόγαλο ημερησίως μέχρι να φτιάξω κόκκαλο.
Η πάθηση της φτώχειας είχε όλα της τα χάλια. Αισχρό ψωμί· κόρα πασπαλισμένη με πυρηνέλαιο και αντιστρόφως: πυρηνέλαιο πασπαλισμένο με κόρα. Το δε ρούχο μου μόνιμο· μια μονιμότητα πληκτική που κατάπινε κάθε προσδοκία· ξεχώριζε η μανσέτα μου κι έλεγαν αμέσως:
― «Έρχεται ο Τάδε!»· με αποκαλούσαν “Τάδε” γιατί όταν είσαι πολύ φτωχός, είναι και προτιμότερο να μην έχεις ένα όνομα που άδικα θα κουράζονται οι άλλοι να θυμούνται.
Το παπούτσι μου γεμάτο βήματα· ακουγόταν το χρουτς από το λειωμένο σόλιασμα κι έλεγαν αμέσως:
― «Έρχεται ο Τάδε»
Ήμουν δυσάρεστα γνωστός και ως “Τάδε” δυσάρεστα ανεπίσημος· ο άνθρωπος πάντα της πίσω πόρτας· το μόνο θετικό ήταν πως είχαν πια πάψει να ασχολούνται με τους όρχεις μου· τους έβρισκαν άλλωστε επαρκώς πρησμένους.
Με τον καιρό άρχισα να βλέπω στον καθρέφτη τον μπριγιαντισμένο μου ρόλο και το -έστω αντισυνταγματικό- δικαίωμά μου να υπάρξω για ό,τι με προόρισε ο κατασκευαστής μου· ήμουν προϊόν· είχα στοιχειώδη αντίληψη να το καταλάβω.
Ο καθρέφτης, ένα παραλληλόγραμμο κομμάτι που του έλειπε ο υδράργυρος σε κάμποσα σημεία, με κοίταξε έτσι κατάματα μια καλήν πρωίαν και τόλμησε:
― «Γίνε ζιγκολό ρε μαλάκα!»
Τον έσπασα! Έκανα ικανό καιρό να τον αντικαταστήσω· δεν ήθελα γνωριμίες με τέτοιους ρουφιάνους που πες-πες σού εμφυτεύουν εμμονές στο κεφάλι. Αργότερα, εφοδιάστηκα έναν που είχε ολόγυρά του τόνους από μελαγχολικό κίτρινο· έναν πολύ μικρό· ίσα-ίσα να διακρίνω σ’αυτόν την χωρίστρα μου. Τα πηγαίναμε καλά τις πρώτες έξι βδομάδες· μετέπειτα -λεπτεπίλεπτα και διακριτικά- ο μικρός καθρέφτης, μού έκανε την πρώτη νύξη:
― «Κύριέ μου...»· άρχισε· «πώς να αντέξει κανείς την μονοτονία του εαυτού του...; Σας χρειάζεται μια αμφίεση... Ύστερα, πώς το ταπεινό κεφάλι σας, να βαστάξει την κόμη του ακέραια μες στον χρόνο, με όλα τούτα τα φθηνά λίπη που το αλλοίφετε; Και μην πείτε βέβαια πως δεν βλέπετε την αντιευεργετική σας κασίδα...! Δεν είναι καθόλου μπορετό, σήμερα, να ορθοποδώσει κανείς χωρίς ένα επάγγελμα...Και πώς να γίνετε βέβαια χτίστης, ή σιδηρουργός, ή ράφτης, ή δάσκαλος, ή χαμάλης, αφού ουδέποτε μπορέσατε να αντέξετε μισού μέτρου ύψος, ούτε τα λευκά σας δάκτυλα έβαλαν μια πρόκα στον τοίχο για το έρμο το σακκάκι σας που κουλουριάζεται στις καρέκλες...; Για βελόνι, τί να συζητάμε, όταν σας λείπουν κι όλας δυο κουμπιά απ’το σταύρωμα του ρούχου σας...; Και για δάσκαλος...ούτε κουβέντα... γιατί δεν αποφοιτήσατε ποτέ από κανένα σχολείο καθώς βγάλατε, σημαδεύοντας, το μάτι του δασκάλου σας κι είπατε κι όλας πως “το μάτι δεν είχε καθόλου βάθος να στηριχθεί και για τούτο κι έπεσε”.... ; Και απομένει το χαμαλίκι, που είναι το πλέον ακατάλληλο για εσάς, αν θυμηθώ τα δυο κιλά κρομμύδια που κουβαλήσατε τις προάλλες κι ύστερα πέσατε ξερός για δυο εικιτετράωρα στο άχυρο. Τί σας μένει άλλο καλέ μου κύριε να κάνετε;... Ο ευγενής πατέρας σας, έλειωσε το ένα του νεφρό, στο να μοχθεί για εσάς, σαν διάσημος χαρτοκλέφτης και δεν είναι καθωσπρεπούμενο να’στε καταχραστής των πατρικών εσόδων. Τί σας μένει λοιπόν;...»
Ετοιμάστηκα να τον σπάσω·
― «Για λέγε μου, τί μου μένει;...»· τον προκάλεσα και τον είχα ξεκρεμάσει κι όλας· στο παραπέντε να τον κάνω θρύψαλλο. Αλλά ο καθρέφτης ήταν παγαπόντης. Με κοίταξε με τα ίδια μου τα μάτια και με το ίδιο μου το ύφος, είπε:
― «Να φιλοσοφήσετε κύριέ μου! Αυτό σας απέμεινε!»
Κόντεψα να εκραγώ από έκπληξη.
Όλον τον αμέσως επόμενο καιρό, βυθίστηκα σε τρισδιάστατη περισυλλογή· ζοφερή και σκιώδη. Φιλοσοφούσα και κατέληγα: «Ζιγκολό» και ξανά: «Ταλέντο ζιγκολό! Ότι το’χω, το’χω!»
Στάθηκα στον μικρό ύπουλο καθρέφτη και του έδωσα το αποτέλεσμα.
― «Περίφημα!»· τσίριξε· «Να ένα επάγγελμα με φιλοσοφία!· χωρίς αυτήν, το πολύ να γίνει κανείς μετριότητα και σαν τέτοιος, μπορεί να γίνει επιστήμονας, αλλά όχι ζιγκολό. Ο ζιγκολό δεν είναι αστείος σαν νταβατζής με ριγόσχιστο σακκάκι και πεσμένα πέτα. Δεν διαθέτει κανένα σπυρί, καμμιά ουλή, ούτε ελαφρά μπόχα ιδρώτα. Δεν μισοξυρίζεται, δεν λαδώνει το τριχωτό της κεφαλής του, δεν καταβροχθίζει σκορδοστούπια και προ πάντων δεν σχετίζεται με εκείνο το κυρτωμένο βάδισμα που σε ξοφλά – το δίχως άλλο- καθώς φανερώνει την καταγωγή της πείνας σου. Ο ζιγκολό, κύριέ μου, είναι ο καλλιτέχνης με τις ιδιόκτητες αισθήσεις. Δεν δανείζεται αισθήσεις περιστασιακά. Ειδικεύεται στην πράξη του κι είναι άβυθος για τους άλλους και παντοτινά καινούργιος!»
Ακούγοντάς τον, προβληματίσθηκα σοβαρά επί του φαινομένου των παραισθήσεων· «βρε μπας και...». Μια και δυο και τρεις ανατριχίλες. Με έπιασε κάτι σαν πανικός που μου δάγκανε τα αυτιά και το σβέρκο. Έτρεξα στο πλησιέστερο γυαλάδικο κι αγόρασα δυο δωδεκάδες μικρούς και μεγάλους καθρέφτες. Τους έστησα ένα γύρο στο δωμάτιο κι έπεσα κατάχαμα στο μέσον με τα μούτρα. Όλοι τους τότε φώναζαν:
― «Γίνε ζιγκολό ωραίε μας κύριε!»
Οι φωνές τους ήσαν περισσότερο ήχοι που μπαινόβγαιναν από κάθε τι γυάλινο της κάμαρας κι έμοιαζαν με γέρικες στριγγλιές. Με έπιασε τότε ένα δαιμόνιο και τους έκανα όλους μικρά-μικρά κομμάτια, έτσι που ούτε μια τρίχα μου δεν θα μπορούσαν να δείξουν. Και τότε έγινε το χειρότερο! Οι στριγγλιές διπλασιάστηκαν και ξανά και ξανά μέχρι που ενώθηκαν σαν επικίνδυνη βοή από πολλούς πληγωμένους που κλαψούριζαν κι έλεγαν πάντα:
― «Γίνε ζιγκολό ωραίε μας κύριε!»
Άνοιξα την πόρτα και σβάρνιασα με πόδια και με χέρια, όλα τα θρίψαλα. Ήταν η ατυχής στιγμή που εμφανίστηκε η μάννα να τραβά το λεκιασμένο στόρι του πλυσταριού και να λέει με πίκρα:
― «Γίνε ράφτης παιδί μου!»
Σκέφτηκα να μπάσω τα καθρεφτένια θρύψαλα και να εξοβελίσω την μάννα. Κατέληξα να την βγάλω έξω μαζί με τα θρύψαλα.
Έμεινα κατάκοπος, εξουθενωμένος, με τα μέλη μου παράλυτα σε ένα στασίδι από χαλασμένη ψάθινη πλέξη και ξαφνικά μπήκε από τις χαραμάδες ένα παχύ ρεύμα παγωμένου αέρα, σύρθηκε στα πόδια μου και καθώς τρύπωνε στο δέρμα μου, πρόφτασε να πει:
― «Γίνε ζιγκολό βρε ηλίθιε!»
Ο μικρός καθρέφτης με το κίτρινο γαρνίρισμα, έμενε στην θέση του βουβός. Έβγαλα ένα ύπουλο χαμόγελο·
― «Θα σε κάνω γυαλόσκονη»· τον απείλησα.
Επέμενε στην αταραξία του κι είχε πολύ απ’ το ύφος μου μέσα στις υδραργυροεπιστρώσεις του.
― «Ανοησία σας»· είπε ατάραχα· «κι ήταν ανώφελο που τσακίσατε τόσους καθρέφτες... Τί άλλο κάνουν κύριε απ’ το να σας δείχνουνε την ιδέα σας;»
― «Την ιδέα μου;!!!»
― «Βεβαίως την ιδέα σας! Μας κοιτάτε κι άλλο δεν κάνουμε απ’ το να επιβεβαιώνουμε ή να απορρίπτουμε...· ανάλογα... ανάλογα... Έχετε ένα πρόσωπο με μικρούς καλοσκεπασμένους πόθους, αλλά ο μεγάλος σας πόθος να βγείτε απ’ το αλκοολίκι της φτώχειας σας, δεν κρύβεται με κανένα ξόρκι, καθώς είναι ιδέα σας και δραπετεύει άλλοτε λίγο, άλλοτε πολύ, μέσα στο αλαζονικό σας βλέμμα... Κι ύστερα, εμείς οι καθρέφτες είμαστε ένα γυαλί όλο αίσθηση, όλο οντότητα, καθώς τόσες μορφές χώρεσαν πάνω μας, αναζητώντας πότε ένα ρυτίδιασμα, πότε ένα μαραμένο σπυρί, κι άλλοτε μια θέση για το τσιμπίδι τους ή την χωρίστρα τους ή το προς τα πού θα ρίξουν το μάταιο τσουλούφι τους για να προσθέσουν στην βέβαιη φθορά τους λίγη πρόκληση...»
― «Σιγάά τώραα! Ποιός στ’ αλήθεια σας χρειάζεται;! Πφ!»· αποδοκίμασα.
― «Έχουμε αναλάβει, εμείς οι καθρέφτες, την σπουδαία υπόθεση να δείχνουμε τον χρόνο και να προτείνουμε πονηριές εναντίον του...»· εξακολούθησε· «.. Άλλοτε πάλι είμαστε χρησιμότεροι, σαν τώρα σε σας, όπου ανακατεύεστε με την φτώχεια σας τόσο άχαρα μέχρι που κι ο ίδιος ο χρόνος σάς συλληπάται και δεν βρίσκει λόγο να σας αρπάξει κάτι απ’ την ομορφιά σας, βάζοντάς σας μια φουσκάλα ή ένα σούρωμα, γιατί έτσι κι αλλιώς είσαστε μέσα στην γοητεία σας τόσο άχρηστος κι αυτή τόσο άχρηστη μέσα σε σας, ώστε, κύριε μου, ο χρόνος θα αργήσει να επέμβει πάνω σας, τόσο που να μείνετε πληκτικά κι ανώφελα ωραίος!»
― «Τι θα μπορούσα να κάνω; Στο κάτω - κάτω της γραφής όλα ξεκίνησαν από τους όρχεις μου... Μήπως ήταν επιλογή μου να’ναι πότε ωχροί και μαραμένοι και πότε πρησμένοι τούμπανο;! Α, όχι! Αυτά τα κατορθώματα είναι των άλλων· τέτοια μοίρα· να μου τα πρήζουν και να μου τα ξεπρήζουν οι άλλοι!»
― «Μπα! Φταίτε! Ένας καθρέφτης ξέρει πολύ καλά πως το μέγεθος των όρχεων εξαρτάται κυρίως απ’ αυτόν που τους κουβαλά πάνω του κι όχι απ’ τους παρατρεχάμενους. Πρησμένα ή μαραμένα τα “μπαλάκια” σας είναι δικό σας έργο. Γιατί αφήσατε να σας τα πρίξουν παραπάνω απ’ το φυσικό; Κι ύστερα θρηνείτε και σας μαραίνονται σαν πολυκαιρισμένα ραδίκια;»
― «Τί να κάνω; τί να κάνω;»· ήμουν σε απελπισία και φώναξα μπροστά στον καθρέφτη σαν να’ταν ο Ιησούς στην δευτέρα του παρουσία, που θα με έσωζε και μένα τον αμαρτωλό.
Ο καθρέφτης με συμπόνεσε· πήρε ένα ύφος γλυκύ κατευθείαν από την Ανάσταση του Κυρίου, ύψωσε και το δάκτυλο σαν να με ευλογεί και μίλησε με θεοσοφία – σίγουρο αυτό·
― «Ακούστε... Έχετε μέσα στο μυαλό σας μια τόσο εκλεκτή και κοινωφελή ιδέα κι όμως όλο την αναβάλλετε, σαν να μην ξέρετε πως ο πρώτος ανέντιμος ήταν εκείνος που εφεύρε την εντιμότητα! Μάλιστα αυτός! Και πάσαρε και το φρούτο στους πρωτόπλαστους και τους ξαπόστειλε στο “αυξάνεσθε και πληθύνεσθε κι αμαρτία ουκ έχετε”. Και δεν πονηρεύσθε διόλου κύριέ μου, να πέσετε σε βαθύ συλλογισμό περί του πώς και δεν είναι αμαρτία το “αυξάνεσθε” αφού πρέπει να φαγωθεί το μήλο της αμαρτίας για την αύξηση;! Και τί είναι ένα τοσοδά μηλαράκι; Η γνώση, ωραίε μου κύριε· η γνώση, η επίγνωση “τί είσαι;” “ τί μπορείς να είσαι;” “γιατί να είσαι” ή “γιατί να μην είσαι;”.....!»
Με μια κάποια ανακούφιση χαμογέλασα.
Ο καθρέφτης ξύστηκε στην μύτη μου και συνέχισε:
― «Αναβάλλετε την εφαρμογή της ιδέας σας, κύριέ μου, σκεπτόμενος την αξιοπρέπειά σας, που δεν ξέρω πώς και σκαρώσατε μέσα σας τέτοια “εξυπνάδα”...!· γιατί φτώχεια κι αξιοπρέπεια δεν πάνε παρέα – μιλώντας για τους ζωντανούς φυσικά - .... Αν ήταν έτσι το ζήτημα, στο να συμβαδίζουν φτώχεια κι αξιοπρέπεια, τότε οι πλούσιοι θα κόπιαζαν να φτωχύνουν κι οι φτωχοί να γίνουν φτωχότεροι, αλλά κατά πώς
μας πείθει η ιστορία, οι πλούσιοι πασχίζουν να γίνουν πλουσιότεροι κι οι φτωχοί πλούσιοι...»
― «Γεγονός!»· παραδέχθηκα.
― «Μπράβο που συμφωνείτε... Χμ... Και παρόλο που έχετε καταλήξει σ’ αυτήν την διαπίστωση, εξακολουθείτε να μην αποφυλακίζετε την καλή σας ιδέα κι άλλο δεν κάνετε παρά να σπάτε καθρέφτες, λες κι είναι το γυαλί μας η ικανότητα να σας βγάλουμε την ιδέα απ’ το κεφάλι. Κι ούτε καν υπολογίζετε πως μιας και έχετε τις δυνατότητες, αλλά δεν προβαίνετε στην εφαρμογή του σχεδίου, με αυτό σας το κάμωμα, γίνεσθε δυσάρεστα ανέντιμος!»
― «Πώς; Πώς είπες;!· γίνομαι ανέντιμος επειδή δεν θέλω να γίνω ανέντιμος;!»
― «Ασφαλώς ναι! Και μην καμώνεσθε τον ανίδεο. Είναι βέβαια, βεβαιότατα, μια ανεντιμότητα ασυγχώρητη το να μπορείτε να προσφέρετε ένα άγγιγμα στα στεγνά ή λιπαρά σώματα με τις χαλαρώσεις κι όλες αυτές τις ύπουλες κακώσεις του χρόνου, και να μην το κάνετε. Είναι ανεντιμότητα να μην θέλετε να παρηγορήσετε τον θάνατο· διότι περί αυτού πρόκειται κύριε...»
― «Ουφ οφ Αφ!»· αναστέναξα σκεπτόμενος την κοινωνική επίκριση κι ο καθρέφτης κατάλαβε αμέσως την ενδόμυχη ανησυχία μου...
― «Μην δώσετε σημασία στους ηλίθιους που δεν θα εκτιμήσουν το έργο σας. Ποιός θα σας κρίνει, λόγου χάρη, που να αξίζει τον κόπο να τον προσέξετε; Ο επιχειρηματίας που ξεκοκκαλίζει το δημόσιο; Ο εργαζόμενος που χαφχιεδολογεί κι έχει κάνει την γλώσσα του ταπέτο κάτω απ’ τα αχαμνά του εργοδότη του; Ο δημόσιος υπάλληλος που γαργαλά με την μύτη τα χαρτικά έντυπα και λέει “μάλιστα” και ξανά “μάλιστα” όπου ήθελε να πει “ξεφορτωθείτε-με, παίζω τώρα με μια φλούδα μανταρίνι”; Ο γιατρός μήπως, που παρακαλά να ασθενεί ο κοσμάκης προς όφελος της δικής του επιβίωσης; Ή μήπως ο διανοούμενος, που πιπιλίζει στα μονότονά του χειρόγραφα μια ξεδοντιάρα ελευθερία κι επικαλείται την επανάσταση των καταπιεσμένων,ενώ ο ίδιος έχει παραχωρήσει την σεβασμιότητα του πισινού του στα ζουλίγματα της επικίνδυνης κολακίας αφ ενός και στους Χατζηαβατικούς συμβιβασμούς με τους εκδότες του αφ’ ετέρου;»
― «Τόσο χάλια;!»· θαύμασα· ποτέ πριν δεν είχα σκεφτεί έτσι τα δεδομένα των αξιόλογων ανθρώπων και τους εκτιμούσα· για φαντάσου!· τους εκτιμούσα!
― «Α, κύριέ μου, ωραίε μου κύριε, δεν αντιλαμβάνεσθε πως όλοι αυτοί οι γυαλιστεροί επίσημοι πρωκτοί, δεν είναι άλλο από μια ντυμένη μάζα πλαστελίνης;! Φαντασθείτε πόση ανεργία θα σάρωνε την δύστυχη υφήλιο, αν η έντιμη τάξη του υποκόσμου έπαυε τις δραστηριότητές της; Τί θα γινόταν τότε ο σοβαροφανής δικαστής κι ο επίσης σοβαροφανής αστυνόμος; Αμ ο κομψευάμενος με το νευρώδες βήμα και το ύφος τού πολλά σκεπτόμενου, νομομαθής, τί θα γινόταν τότε; Α, και πόσοι ακόμα από κοντά θα ψωμολύσσαγαν, αν ο υπόκοσμος χασομερούσε ξύνοντας τις φτέρνες του! Απ’ την μια κι απ’ την άλλη αν κοιτάξεις, δεν θα δεις ούτε ένα τίμιο επάγγελμα! Φαντασθείτε την φρίκη να σφίγγετε με σεβασμό και δέος το χέρι ενος γιατρού που εύχεται να είσθε άρρωστος για να έχει το ψωμάκι του..;! Τέτοια κατάντια έχουν οι άνθρωποι και γι’ αυτό και τα ζώα δεν έχουν πανεπιστήμια και νοσοκομεία· τί θαρρείτε;· δεν έχουν την νοημοσύνη να σπουδάσουν άμα ήθελαν; χα!· έχουν και παραέχουν, αλλά ως εξυπνότατα κι έντιμα όντα που είναι, δεν καταδέχονται να ξεπέσουν στο να εύχονται να αρρωσταίνουν για να αλληλοθεραπεύονται δια αδράς αμοιβής. Όσο για τους ανθρώπους... γνωστά τα χαϊρια τους...»
― «Ώωω...ώστε να γι...γίνω ένας απ’ αυτούς;»· ρώτησα κομπιαστά σαν να κύλησε καφτό νερό στο λαρύγγι μου.
― «Αντιθέτως! Εσεις ωραίε μου κύριε θα είσθε κρυστάλινα έντιμος! Σας εξηγώ: Δύο μόνο είδη επαγγελματιών - που στην ουσία είναι ένα – είναι πραγματικά τίμιοι, φιλάνθρωποι και μεγαλόψυχοι: οι ζιγκολό και οι πόρνες! Μάλιστα! Σας το λέω εγώ που βλέπω την σηψαιμία της ανθρώπινης συνείδησης μέσα από εκφράσεις που οι άνθρωποι μόνο στους καθρέφτες αποκαλύπτουν επειδή μας θεωρούν άψυχα μυστικοπαθείς. Κύριέ μου, τα πολλά λόγια εκτός του ότι παρατείνουν την φτώχεια σας, θα βλάψουν και τους όρχεις σας...· τέλος!· μην αδρανείτε!· όσο σεις καθυστερείτε ψηλαφώντας την συνείδησή σας πάνω στους καθρέφτες, ο χρόνος ζωής των ταπεινομένων ανέραστων γυναικών, λιγοστεύει... · τα δύστυχα μαραμένα δέρματά τους, ικετεύουν για να ταλαντευτούν με κάποια δική σας αίσθηση... Σπεύσατε ταχέως στον ιερό σκοπό σας!· γίνετε ζιγκολό ωραίε μου έντιμε κύριε!»
Έγινα. Με μια ορμέμφυτη συμβουλή, τα πάει περίφημα κανείς με τον εαυτό του και κάνει και καριέρα!
Ο μικρός καθρέφτης με το κίτρινο γαρνίρισμα, χαμογελά τώρα πάνω σε ένα ακριβό έπιπλο καρυδιάς...!
Κάτω απ’ τα πολύφωτα, η μάννα δεξιώνεται μόνον άτομα που διαθέτουν ανώτερα πτυχία. Τις προάλλες, αγρίεψε στον υπηρέτη μας λέγοντάς του:
― «Βούρτσισε το σμόκιν του κυρίου, και πήγαινε σ’ αυτόν τον άχρηστο βλάκα τον ράφτη να του πεις πως δεν θα ανεχθώ ξανά να αντικρύσω κοστούμι χωρίς καλοστημένα πέτα! Ράφτης! Πφφ! ...Τί να περιμένει κανείς από έναν “απλώς ράφτη”;!! Πφφ!»


ΤΟ ΡΕΜΑΛΙ ΜΕ ΤΟΝ ΙΟ

1985

Ο άνθρωπος αυτός μέχρι απόψε ήταν ένα κουραφέξαλο απ’ τα πολλά τέτοια, που λουφάζουν στον εαυτό τους, τραγουδάνε στις ταράτσες συνοδεία με μια σκαφιά κακοξεβγαλμένα ρούχα, βηματίζουν στην πόλη με τον μονόλογο καρφωμένο στον ήσκιο τους, βρίζουν με τα ούλα, ψελλίζουν αδιάκοπα: «Θα πεθάνετε όλοι» και δεν έχουν εντοπίσει καν έναν καθωσπρέπει εχθρό. Δεν κυβερνούν τίποτα. Κουμαντάρουν το πολύ, τα κοινόχρηστα των εταιριών· σκουφωμένοι εισπράκτορες με μηχανές κομμένης εξάτμισης. Καμμιά φορά κάνουνε σπορ το να τρέχουν το τετράγωνο και εξακολουθούν σχεδόν αδιαμαρτύρητα το αγκαριλίκι της κοινωνικής οικοδόμησης· “σπολάτι του ζεβμένου! Σπολάτι!”. Στο μυαλό τους ηχητικά εφφέ γιδοκουδούνας. Παρακολουθούν ταινίες τρόμου και κοιμούνται με μια λίμα στο όνειρό τους περιδεμένη μ’ ένα μπόλικο κομμάτι γλιστερού ανθρώπινου σπληνάντερου· όλο και κάποιον θέλουν να σκοτώσουν· κάποιος, θεωρούν, ευθύνεται για την στραβή τους μοίρα. Τις Κυριακές γίνονται χειρότεροι, δεν μπορούν να βγάλουν έναν αυνανισμό δυναμικό και παίζουν με τα σαλιοκάκαδα τής μύτης τους. Είναι ευκολόπιστα άτομα κι έχουν δεκατέσσερα κοστούμια αδρανή στην τουλάπα και έξι τουλάχιστον φαρδιόβουλες γραβάτες αναλόγως τα ημερήσια... πένθη. Ποτέ κανείς από δαύτους δεν αποφάσισε να γίνει ένα αξιοσέβαστα επικίνδυνο ρεμάλι που διευθύνει μια κοινωνία και κατευθύνει ένστικτα... Ο άνθρωπός μας όμως απόψε εμπνεύστηκε τρόπο να αλλάξει τα μίζερα δεδομένα του·
― «Για να είσαι δυνατός, πρέπει να’σαι περιθωριακός..»· το πίστευε πραγματικά· «...σαν περιθωριακός υποφέρεις, αλλά δημιουργείς φόβο· τον φόβο της σιχαμάρας πρώτον και κύριον και δεύτερον και κυριότερον τον φόβο του θανάτου. Πρέπει να μην είσαι εξτρεμιστής, ή αριστερός ή τοξικομανής· αυτά είναι ενταγμένα – ως γνήσιο υπηρετικό προσωπικό- στην κραταιά εξουσία. Για να γίνεις φόβος, πρέπει να’σαι ιός. Να ρυπαίνεις χωρίς να κοπρίζεις δημοσίως, να απειλείς ξύνοντας τα καθαρά σου νύχια κάτω από πέντε δράμια ήλιου που σου πέφτουν μερτικό. Όχι επιδείξεις δύναμης,ούτε θλιβερές απεργίες πείνας, διαδηλώσεις και τα λοιπά·αυτά για τους νεοσύλλεκτους της κοινωνικής κατήχησης. Για να είσαι υπολογίσιμος πρέπει να είσαι ιός· να μεταφέρεις θάνατο».
Έπρεπε να βρει έναν ιό οπωσδήποτε και άρχισε να κυλιέται στην νύχτα. Είχε πέσει παγωνιά κι εκείνος δεν ησύχαζε αν δεν εύρισκε έναν ιό.
Η ιδέα τον γαργαλούσε ακριβώς όπως ένα κοτόφτερο σε άκρη ρουθουνιού· τον τρέλλαινε ακριβώς όπως ένας ψύλλος στο βάθος ακουστικού πόρου. Επιτέλους, ελπίς· προσπέφτει σ’έναν ομοφιλόφυλο με λαμπερά γυναικεία ρούχα, μυτερά στήθια και με φούσκα μπούκλα την περούκα· τον τραβά σ’ένα ξενοδοχείο·
― «Θέλω να με κολλήσεις τουλάχιστον σύφιλη»· λέει απεγνωσμένα.
― «Δεν έχω τίποτα·μας περνούν κάθε τρεις και λίγο εξετάσεις· είμαστε δηλωμένες...»· τον απογοητεύει.
Τέλος,σ’ένα μικρό σκοτεινό παραγκομάγαζο που διανυκτέρευε διάβασε μια επιγραφή:
«Διαθέτω εμφιαλωμένους ιούς αρίστης κατάστασης».
Έτσι συμβαίνει πάντα· θα πληρώσεις να αγοράσεις ακόμα και τον θάνατό σου. Μπήκε κι αγόρασε τον ιό του.
Όταν απέκτησε τον ιό εξελίχθηκε μέσα του ενθουσιωδώς· αποκτούσε προέκταση· μυστήριο! Αναμενόμενα, αναζήτησε βιογράφο· έπιασε γνωριμία μαζί μου, θεωρώντας-με καταλληλότερο ιστοριογράφο να κρατώ σημειώσεις· είχα την σπάνια ικανότητα να μην ωραιοποιώ τα πράγματα.
Έμοιαζε πολύ τον τελευταίο καιρό με ρεμάλι· έχει ένα σπυρί διογκωμένο στον κρόταφο δεξιά, τα ρουθούνια του πετσόφτιαχτα τσινιάρουν τον αέρα· τινάζονται από τις τρύπες τους κάμποσες σιδερότριχες. Τα μάτια του έχουν σμικρυνθεί κι έχουν αλλοιθωρίσει. Στραβίζει και μισοσκοντάφτει συχνά. Βαδίζει λασκαρισμένος. Πηγαινοφέρνει τα χέρια του σαν ξυλόκουπα. Ακουμαντάριστος σαν ανοιγμένο μανταλάκι. Ολάκερη η αξία του δεν ζυγίζει πάνω από έναν αμμόκοκο. Ξύνει τ’ αυτί του, ξελεπιάζει τον ζβέρκο του. Ολοένα ανακατέβει τα αχαμνά του πάνω από το τσικνιασμένο του γκρίζο πανωβράκι. Φτύνει με ταχύτητα· πασπατεύει με το νύχι την ροχάλα του, την ρίχνει κάτω απ’ το παπούτσι του και την στροφίζει σαν αποτσίγαρο. Γελά· προλαβαίνω και μετρώ ένα, δύο, τέσσερα σαπιοστραβόδοντα. Σαν μικρό κακοποιημένο λυκόπουλο κουλουριάζεται. Βρωμά πύον. Είναι ολάκερος μια κίτρινη επιφάνεια με ξεκάρφωτες γεροντίστικες ραβδώσεις. Κοντεύει τα 30· τα μάτια του χωστά στο κόκκαλο, μωβίζουν, μπλαβίζουν... δεν ξέρω τι...
Επικοινωνεί για τελευταία φορά μαζί μου πάνω που ρουφώ τον χυλό μου και με ρωτά:
― «Γιατί η μάννα μου, μιλούσε για χρώμα μπλετεσάξ;»
Δεν ξέρω να τον πληροφορήσω τίποτα, ούτε γνωρίζω τι σόι χρώμα είναι το μπλετεσάξ. Καταλαβαίνω μόνον πως έχει αρχίσει να σαλεύει ο νους του και δεν κάνω το λάθος να του το πω· ας τρελλαθεί με την ησυχία του· δεν είναι σε θέση κανείς να ανατρέψει κάτι τέτοιο. Ωστόσο, ως βιογράφος του, θεώρησα πως έπρεπε να συγκεντρώσω περισσότερα στοιχεία και τον ρώτησα να με πληροφορήσει πού ήταν εκείνο το μαγαζί που πουλούσε τους εμφιαλωμένους ιούς. Μου έδωσε την ακριβή διεύθυνση.
Πέρασαν κοντά δέκα ημέρες και το ρεμάλι με τον ιό δεν έδωσε το παρόν σε κανένα απ’ τα βράδια μου κατά την συνήθειά του. Χωρίς πια περιθώριο αναβολής και εξαιρετικά πρωί, βρέθηκα στον δρόμο και στον αριθμό που είχα επιμελώς σημειώσει...
Το μόνο μαγαζί που υπήρχε εκεί ήταν μια αποθήκη υφασμάτων· μια πλαδαρή συνοφρυωμένη γυναίκα έστεκε πίσω από έναν πάγκο· τα μοβόρικα μάτια της γυάλιζαν σαν πυγολαμπίδες κι αναδείκνυαν τα ύπουλα τρομερά σκοτάδια τους.
Μπήκα διστακτικά και την ρώτησα αν γνωρίζει τον άνθρωπο που είχα αναλάβει την βιογραφία του. Αγρίεψε στο άκουσμα της ερώτησής μου και ούρλιαξε:
― «Αν αυτό το ρεμάλι είναι γιός μου όπως διαδίδεται, προτιμώ να καώ στην κόλαση! Α, το σιχαμένο σκυλί! Φταίω που δεν το πέταξα στο ορφανοτροφείο όταν ψόφησε ο ακαμάτης ο πατέρας του!... Τί ήθελα να γεννήσω το παιδί αυτού του αλήτη;...· ίδιο έγινε σαν τα μούτρα του· ευτυχώς, ψόφησαν κι οι δυο και ξεπλύθηκε ο κόσμος!... Κι εσύ, άει ξεκουμπίσου από δω μέσα πριν σε καταχεριάσω!».
Τράπηκα σε φυγή, αλλά πρόφτασα να δω μια φαρδιά πινακίδα στο πάνω μέρος του πάγκου που έστεκε η μοχθηρή γυναίκα· έγραφε: «Μπλετεσάξ»· αυτό μόνον...



Η ΠΕΤΡΑ

1981


Υπήρξαν κάποτε δύο απολύτως συνηθισμένοι άνθρωποι σ’έναν καιρό ευτελή κι ωστόσο πολλών “ζογκλέρ” ιδεών, που έφερναν τούμπες και πηδούσαν από κρανίο σε κρανίο κάνοντας μικρά διαμπερή τραύματα.
Οι μέρες έσταζαν πύον στα πλακόστρωτα· βρώμαγε και σφήνωνε στα ρουθούνια σαν μπαμπάκι μ’οξυζενέ. Πολλά όνειρα έπαθαν τότε ασφυξία. Φοιτητές σκοτωμένοι στα πεζοδρόμια και κραυγές μόνον του ανέμου.
Ήταν μια δεκαετία που ένα πολύτιμο πτώμα δεν το βρήκαν ποτέ οι αστυνομικές αρχές. Θεώρησαν πως ο μικρός τους εχθρός είχε βρει την αποσύνθεσή του και τα στοιχεία του χάθηκαν ανάμεσα στ’άλλα κουφάρια. Κατσούφιασαν κι έκλεισαν την υπόθεση.
Οι δυο συνηθισμένοι άνθρωποι περνούσαν καθημερινά από μία πέτρα που δεν είχαν προσέξει ποτέ τί έγραφε – λίγο κοντά στην είσοδο του εργοστασίου υφαντικής που δούλευαν· είχαν προσληφθεί ως απεργοσπάστες κι έκτοτε μονιμοποιήθηκαν. Με τα χρόνια συνήθισαν να καλημερίζονται στο σημείο ακριβώς που ήταν η πέτρα. Αργότερα παντρεύτηκαν· συνηθισμένο. Το σπίτι τους, πολύ κοντά στο εργοστάσιο και στην πέτρα.
Τότε ήταν που εμφανίστηκε· μυγάκι ζαλισμένο, απαλό και μικροσκοπικό. Δεν εννοούσε να εγκαταλείψει τον νεροχύτη. Μπορεί να διψούσε ή απλώς να γεννήθηκε απ’το ίδιο το νερό. Πάντως έδειχνε σταθερότητα στον τόπο διαμονής του, παρότι οι δυο συνηθισμένοι άνθρωποι είχαν αποφασίσει να το εξοντώσουν. Το μυγάκι κινδύνευε στα σοβαρά κι όσο κι αν δεν του περίσσευε αντίληψη, είχε προσέξει όλες τις σε βάρος του δολοφονικές προθέσεις. Αλλά έμενε εκεί· στο πλάι του νεροχύτη, περίπου ασάλευτο. Ασύλληπτο ωστόσο, εκνεύριζε τους δυο συνηθισμένους ανθρώπους που δούλευαν ακόμα στο εργοστάσιο και που περνούσαν ακόμα πλάι απ’την πέτρα και που ακόμα δεν είχαν προσέξει τί έγραφε.
Το μυγάκι ήταν ο εφιάλτης τους και έφτασαν με την συντροφιά του ως το γήρας τους όπου κι αναμενόμενα έπλητταν και συνεπώς άρχισαν να τα προσέχουν όλα. Έτσι και διάβασαν την πέτρα· έγραφε:
«Ετών 22. Λιθοβολήθηκε από απεργοσπάστες.
Α. Μυγάκης· ενθάδε κείται...»


ΒΡΩΜΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΠΟΥΘΕΝΑ
1984

Στάθηκα στο χάσμα της πόρτας, πλάι στον καθρέφτη, και με επισημότητα προλόγησα τα συναισθήματά μου, στον επισκέπτη μου:
― «Όλη ετούτη η ανάγκη σας να αποκαλύψετε το μυστικό σας και να αλαφρώσετε έτσι απ’τα άθλια που σας βαραίνουν με ένα λιγότερο, θα’ναι για μένα φόρτος περιττό και ισόβιος φόβος να το φυλάγω ως να’ μαι μέτοχος στο ανεπίτρεπτό του και στο σκοτάδι του...»
― «Μα πρέπει... πρέπει οπωσδήποτε να σας εξομολογηθώ κάτι...»· είπε ο άνθρωπος με απελπισία και με αδιάκριτη βιασύνη τρύπωσε στον χώρο μου και σώριασε το βλέμμα του στα χειρόγραφά μου·
― «Πρέπει να σας εξομολογηθώ...»· επανέλαβε.
― «Καλώς. Μα να το ξέρετε· επιφυλακτικά, πολύ επιφυλακτικά θα αναλάβω ένα τέτοιο ύβος στην πλάτη μου· α, αυτό εννοείται... αφού πρώτα αξιώσω να πληροφορηθώ το μέγεθός του...»
Ολοκληρώνοντας κι αθέλητα μου φτερνίστηκα δύο φορές και τα χειρόγραφα μου ψιχαλίστηκαν. Ο άνθρωπος ήταν μες στα χειρόγραφα και δεν έκανε καμμιά κίνηση να αποφύγει τα κρυωμένα μου στοιχεία... Πφ! Τόσο συγκροτημένα γελοίος που τα ανεχόταν όλα, φθάνει κάποιος να μπορούσε να του διαθέσει τα αυτιά του για να ακούσει την, μάλλον βαρετή του, εξομολόγηση· τί μυστικά σπουδαία μπορεί να είχε αυτός ο κακομοίρης;...
Ρούφηξα την μύτη μου αποφασιστικά και τοποθετήθηκα:
― «Λοιπόν έτσι! Ακριβώς όπως σας το λέω. Ει’δ’άλλως... μετά λύπης μου... αλλά δεν θα μπορέσω να γίνω ακροατής του μυστικού σας...»
Σαν να είπα κάτι περισπούδαστο, ενθουσιάστηκα μέσα μου και τρίφτηκα στην μυλόπετρα της έπαρσής μου.
Ο άνθρωπος, έδειχνε μίζερος στην απλυσιά και στο κύρτωμά του κι άλλοτε ανησυχητικά αλαζονικός και πομπώδης ούτε που έδινε την ανάλογη ψηλάφηση στις προειδοποιήσεις μου. Μόρφασε σουφρώνοντας τα χείλη σαν να ήθελε να βγάλει ένα φλέγμα που του στάθηκε στον λάρυγγα ή ίσως ένα σουσσαμόσπορο απ’ το κουλούρι που μόλις είχε αποφάει. Είχε ένα ύφος τόσο αποτεφρωμένο σαν μια ολοφάνερη πυρκαγιά να είχε κατακάψει όλο του το μυαλό μες στο χρόνο. Τέλος μίλησε:
― «Σκοπεύω να σκοτώσω τον συγκάτοικό μου. Δεν είναι πως μου λείπει ο τρόπος, ούτε η επίγνωση της πρόθεσής μου, απλά αναβάλω από περίσσια υπευθυνότητα...»
Βόγγηξα:
― «Μα τί κάνατε; Τί κάνατε;! Σας προειδοποίησα πως δεν θα ανεχθώ μια εξομολόγηση αν το βάρος της ήταν παραπάνω απ’ αυτό που μπορώ να σηκώσω!»
― «Και είναι; Το βάρος, λέω, είναι παραπάνω απ’ αυτό που μπορείτε να σηκώσετε;»· σχεδόν με ειρωνεύτηκε.
― «Μα και βέβαια είναι αγαπητέ μου!»· ούρλιαξα· «φαίνεται πως έχετε σε πολλή λίγη υπόληψη την ζωή ενός ανθρώπου για να θεωρείτε πως ο φόνος της δεν έχει κόστος μυστικού σε τόσο βάρος που να γείρει και τις πιο ανθεκτικές πλάτες αποσιώπησης...»
― «Σε καλό σας...»· γέλασε· «πώς υπερμεγεθύνετε έτσι το ζήτημα; Εξάλλου, δεν σας ζήτησα να διαφυλάξετε τούτη μου την δήλωση. Πώς θα μπορούσατε άλλωστε;...»
― «Τί σημαίνει αυτό το προσβλητικό που εκτοξεύσατε...;»· διαμαρτυρήθηκα· «...δεν είμαι δα δείγμα φαμφάρας κι ανικανότητας... Μπορώ να αντιμετωπίζω με δέος ένα σκοτεινό ερείπιο στην άκρη μιας φωτεινής δέσμης στο μυαλό ενός ανθρώπου! Ο καθένας θα μπορούσε να με εμπιστεύεται!»
― «Α, ναι;... Όπως και να’χει δεν είμαι εδώ για να κρίνω την προσωπικότητά σας...»· δεν απόσωσε την φράση του και
βυθίστηκε πάλι σ’ εκείνο το κιτρινωπό ύφος της εγκατάλειψης...
Με είχε συνταράξει και δεν είχα καμμιά απολύτως από τις οικείες μου ανθρωπιστικές τάσεις να του συμπαρασταθώ στο ο,τιδήποτε· αντίθετα, από κάποια περίεργη ανησυχία, ήθελα να τον ξεφορτωθώ το ταχύτερο.
― «Ακούστε-με»· του είπα με τον δυνατότερο ευγενή μου τρόπο· «αφού δείξατε βιασύνη να μου εμπιστευτείτε τις προθέσεις σας για ένα τόσο επικίνδυνο ζήτημα, θα δείξω μεγαλοσύνη – πράγμα που δεν μου είναι κι εύκολο στην περίσταση – και θα διαφυλάξω το μυστικό σας. Αυτό δεν θα πρέπει να σας κάνει να ξεθαρρέψετε περισσότερο· μην προβείτε σ’άλλες αποκαλύψεις· δεν επιθυμώ να φορτισθώ ούτε με μισή σας κουβέντα παραπάνω... Σκοτώστε όποιον σας κάνει κέφι – μ’όλο που δεν θα σας το συμβούλευα από υπαρξιακής σκοπιάς και μόνον – αλλά τέλος πάντων, διατηρώ το δικαίωμα να μην θέλω να γνωρίζω ποιόν και πώς και πότε, θα εξολοθρεύσετε..! Α, όλα κι όλα· δεν θα’χω με το στανιό, μερίδιο στην ενοχή σας! Α, όλα κι όλα!»
― «Α, όλα κι όλα! Α, όλα κι όλα! Α, όλα κι όλα! Α, όλα κι όλα!...»· άρχισε να επαναλαμβάνει.
― «Μα τί στο δαίμονα;!!!Με εμπαίζετε;!»· διαμαρτυρήθηκα.
― «Με εμπαίζετε;»· με ρώτησε κι αυτός.
Τεντώθηκα. Άρπαξα τον φάκελλο με τα χειρόγραφά μου και του τα εξσφενδόνισα. Δεν έδειχνε να τον επηρεάζει το παραμικρό.
― «Είσαι ένας βρωμιάρης άνθρωπέ μου! Να τι είσαι! Μ’έκανες να το ξεστομίσω! Ναι· είσαι ένας βρώμος δρόμος του πουθενά!»· δεν του χαρίστηκα· είχα και το στριφνό μου ύφος να κρέμεται στην κάτω σιαγόνα μου.
Με επανέλαβε:
― «Είσαι ένας βρώμος δρόμος του πουθενά! Είσαι ένας βρώμος δρόμος του πουθενά!»
Είχε περάσει κάμποση ώρα που δεν έλεγε να αλλάξει το σκηνικό της φιλονικίας. Ο άνθρωπος έστεκε εκεί, μέσα στα σκόρπια μου χειρόγραφα κι επαναλάμβανε:
― «Είσαι ένας βρώμος δρόμος του πουθενά! Είσαι ένας βρώμος δρόμος του πουθενά! Είσαι ένας βρώμος δρόμος του πουθενά!»
― «Φταίω εγώ που χαραμίζω τα χειρόγραφά μου με ευτελείς ήρωες σαν εσένα!»· μούγκρισα αποδοκιμαστικά.
Ο τιποτένιος, με επανέλαβε:
― «Φταίω εγώ που χαραμίζω τα χειρόγραφά μου με ευτελείς ήρωες σαν εσένα!»
Ήταν φανερό, η πυρκαγιά μέσα του είχε κάψει τα πάντα, εκτός της απλυσιάς του ανθρώπινου είδους...! Ο καταθλιπτικός άνθρωπος δεν είχε καθαρό ούτε ένα κουρέλι να αλλάξει... Έστεκε εκεί σαν ένα χρώμα σκουπιδιού που θαμπώνει και γίνεται ακαθόριστο ανάμεσα στα υπόλοιπα σκουπίδια του κάδου...
― «Θα σε σκοτώσω!»· του δήλωσα άγρια.
― «Θα σε σκοτώσω! Θα σε σκοτώσω! Θα σε σκοτώσω!»· επαναλάμβανε....


ΕΝΑ ΑΓΕΝΕΣ ΦΕΓΓΑΡΙ
1989

Το φεγγάρι δεν είχε τίποτα να δηλώσει παρά τις ανακρίσεις των ερωτευμένων γηραιών ομοφυλόφιλων που είχε πιαστεί φανερά η μέση τους στο παγκάκι του πάρκου.
Συζητούσαν κυρίως για τις αντιδράσεις της μητρικής στοργής σε ό,τι αφορά στον προκλητικά επεισοδιακό τους έρωτα.
Ο ένας, μαυρουδερός, ψηλός ρεγγάτος, είχε μια αστείρευτα πειραχτική διάθεση, αλλά ο άλλος, ο μερικώς πρασινοτρίχης, έδειχνε ανήσυχος για τις εξελίξεις της ζωής τους, για τις περιβαλλοντολογικές αντιδράσεις κι ακόμα και για κάποια άσχετα ζητήματα, ευρύτερου οικολογικού ενδιαφέροντος, όπως για παράδειγμα, την τελευταία καλή φήμη ότι τα ραπανάκια αυξάνουν τον όγκο του ανδρικού μορίου·
― «Έτσι κι αλλιώς... μόριο παραμένει»· ειρωνεύτηκε ο ρεγγάτος.
Κι οι δυό τους ωστόσο ρομαντικοί, διέκοπταν κάπου-κάπου τα πεζολογήματά τους κι απευθυνόντουσαν στο φεγγάρι, να το ρωτήσουν το ένα και το άλλο χλιαρό, πλαδαρό κι ανούσιο ερώτημα. Εξυπακούεται πως οι κατά τα λοιπά αγγελικές αυτές υπάρξεις, δεν έπειθαν το φεγγάρι να προβεί σε απαντήσεις κι ούτε ασφαλώς να τους ρίξει ένα συμπονετικό βλέμμα.
Σύντομα οι διαθέσεις του φεγγαριού θα άλλαζαν καθι θα υποχρεωνόταν να τους διεκδικήσει ως...επίσημους συνεργάτες του. Ακόμα κι ένα φεγγάρι μπορεί να συμβιβαστεί αν συναντήσει τον δολοφόνο του! Τι λέμε τώρα; ! Ε, κι όμως!
Ένα παλιοτόμαρο με φακίδες που η βασική και μόνιμος κατοικία του ήταν οι φυλακές, είχε απόψε περιπλανηθεί στα σκοτάδια, με μπουκωμένα τα ρουθούνια του κοκαϊνη· η άσπρη σκόνη γυάλιζε υπό το φως του φεγγαριού σαν λευκόχρυσος χαλκάς. Το μυαλό του ήταν σαν παλιό μεγάλο κουδούνι δημάρχου και με το που πρόσεξε να στέκει πάνω απ’ το κεφάλι του, ήρεμο, ατάραχο κι απαθές κοτζάμ φεγγάρι, έρχισε να ωρύεται πως “θα το σφάξει στο γόνατο”. Ναι, το φεγγάρι.
Οι ομοφιλόφυλοι ανησύχησαν στα σοβαρά, πρώτα μην σφάξει αυτούς κι ύστερα το φεγγάρι και μάζεψαν όπως – όπως τους ήσκιους τους να φύγουν αθορύβως.
Ο σφαγέας του φεγγαριού, πρόσεξε την ανησυχία τους και θέλησε να διασκεδάσει τρομοκρατώντας τους με έναν αλλόκοτο τρόπο. Τους πλησίασε, τους ζούληξε από ένα κατσαβίδι στο λαιμό του καθενός και τους διέταξε:
―«Και τώρα, αγαπητές μου κυρίες, θα σφάξουμε το φεγγάρι!»
Οι εραστές παγωμένοι, δαγκωμένοι, περίμεναν τα χειρότερα. Ο σφαγέας, απαίτησε να αρχίσουν να βρίζουν το φεγγάρι με τα αισχρότερα λόγια που αν τα άκουγε κανείς ποιητής θα πάθαινε βέβαιη αποπληξία.
Υπο την απειλή των κατσαβιδιών, άρχισαν να βρίζουν το φεγγάρι και να βάζουν όλον τον οίστρο τους επ’ αυτού του ζητήματος για να σώσουν τα τομάρια τους.
Έβρισαν και ξαναέβρισαν και ξαναέβρισαν το φεγγάρι, που φανερά, καρφάκι δεν του καιγόταν για τα διατρέξαντα.
Αφού κάποτε ο σφαγέας κουράστηκε να κρατά τα κατσαβίδια, τους αποδέσμευσε, χαρίζοντάς τους τις ζωές, μόνο και μόνο επειδή απόψε βαριόταν να σκοτώσει.
Έμειναν και πάλι μόνοι οι εραστές και προσπάθησαν να ξαναβρούν τον προηγούμενο ερωτικό ρυθμό τους. Απ’ τα πολλά όμως βρισίδια που’χαν σούρει στο φεγγάρι, ένιωθαν μια κάποια συστολή· δεν μπορούσαν να το ξαναρωτήσουν για το μέλλον του έρωτά τους. Κάθησαν για λίγο σκυθρωπά βουβοί κι ύστερα συναποφάσισαν πως το καλλίτερο που είχαν να κάνουν είναι να χωρίσουν διότι – παραδέχθηκαν- ήσαν πια πολύ γερασμένοι για ρομάτζες. Σε κείνη την στιγμή, το φεγγάρι κρύφτηκε πίσω από ένα κόκκινο νυχτερινό σύννεφο που δεν έλεγε να ξεκολλήσει από πάνω του.
― «Να... χάνεται το φεγγάρι· δεν θέλει να μας βλέπει γιατί το βρίσαμε απ’ την δειλία μας..»· είπε ο μερικώς πρασινοτρίχης.
― «Είναι το σύννεφο που μπερδεύει τα συμπεράσματα... ει’δ’άλλως θα ξέραμε τις προθέσεις του φεγγαριού...»· ενστασιοποιήθηκε ο ρεγγάτος.
― «Ε, λοιπόν, αυτό το σύννεφο έβαλε μια τρικλοποδιά στο φεγγάρι και το σώριασε στα κρύα μάτια του χρόνου μας...»· μουρμούρισε ξανά ο πρασινοτρίχης.
― «Ας φύγουμε πριν παραστούμε στον γάμο του θανάτου με τον χρόνο μας... Αυτό το φεγγάρι έχει ένα τραγανό γελάκι· μάς κοροϊδεύει... Είναι ένα αγενές φεγγάρι· τίποτ’ άλλο... Έτσι όπως κρύβεται μέσα στο σύννεφο δεν αποκλείεται να μας βρει κανένα αναπάντεχο αφασιακό κτύπημα κατακέφαλα!»
― «Ναι. Είναι ένα αγενές φεγγάρι!»· συμφώνησε ο ρεγγάτος.
― «Αν δεν σε βοηθά και το φεγγάρι πώς να μην νιώσεις γέρος;..Το πάει για βροχή...μόλις χθες η ακτινογραφία το’δειξε καθαρά: δεν πρέπει να εκτίθεμαι στην νυχτερινή υγρασία...»
― «Ου... οπωσδήποτε δεν πρέπει! Κι εγώ... βέβαια κι εγώ... η ουρία μου, η χοληστερίνη μου... τα ύψη... Τα κακά μου χάλια!... πρέπει να μαζευτώ σπίτι... βέβαια, βέβαια...»
Ο επικήδειος των συναισθημάτων τους έλαβε κάποτε τέλος κι αναχώρησαν. Μια σκιά βαθιά στριφνή και φιλοχρήματη ήταν ανάμεσά τους· στην πραγματικότητα δεν έφταιγαν τα γεράματα, έφταιγαν τα συμφέροντα · ο έρωτάς τους σκόνταφτε στα αργύρια· ο ένας πλήρωνε λίγα, ο άλλος ζήταγε πολλά... Τί να σου κάνει κι ένα φεγγάρι...;
Προχωρούσαν στην έξοδο του πάρκου... Κάπου εκεί, ένας τσιμεντένιος στύλος ηλεκτροδότησης κόπηκε σαν από αόρατο γιγάντιο τσιμεντοπρίονο, πολτοποιώντας τους. Τα κεφάλια των εραστών περίπου άδεια και πιο κόκκινα απ’ το σύννεφο που άρχισε τώρα να προχωράει. Εν μέσω τσιμεντένιων συντριμμιών, εμφανίστηκε και πάλι το αγενές φεγγάρι, το πάντα αφοσιωμένο στους νεκρούς κι όταν ακόμα αυτοί οι νεκροί υπήρξαν οι εν δυνάμει δολοφόνοι του...


ΥΠΟΘΕΣΗ ΓΙΑ ΜΟΝΟΝ ΕΝΑΝ...
1977

Ερχόταν η καμπαρτίνα απογευματινή ώρα και πάντα το φθινόπωρο. Επειδή και η καρέκλα ήταν άδεια στην αυλή, την περίμενε. Οι δυό τους είχαν αναπτύξει μια σχέση συνωμοτική και συχνά ανησυχούσαν για τις συνέπειες της παραβατικότητας τους. Ευτυχώς, κανείς δεν ενδιαφερόταν γι’ αυτούς και η υπόθεσή τους παρέμενε προσωπική. Αρκετά χρόνια διατηρούσαν το μεταξύ τους ενδιαφέρον και τίποτα δεν έδειχνε ικανό να διαταράξει τον δεσμό τους. Το περίεργο ήταν πως τους θερινούς μήνες μαζευόντουσαν κι οι δυο τους μέσα στο σπίτι και ξανάβγαιναν το φθινόπωρο, ακριβώς με την πτώση του πρώτου κίτρινου φύλλου. Παρέμεναν στην αυλή όλον τον Χειμώνα.Τί έλεγαν, πώς συννενοούνταν; ε,αυτό,δεν θα μπορούσε κανείς να μας το πληροφορήσει γιατί κανείς ακόμα δεν τους είχε αντιληφθεί. Όπως και να’χει ήσαν ευτυχείς και ουδέν άλλο επιθυμούσαν απ’ το να μείνουν μαζί ισοβίως. Και ενώ οι δυό τους είχαν περίφημα συμφωνήσει σ’ αυτήν την ιδέα, όλα χάλασαν όταν επενέβη ο νόμος και η τάξη...
― «Δεν μου λες μάννα... η καμπαρτίνα μου... πού είναι η καμπαρτίνα μου...;»
― «Ποιά; εκείνη η παλιατσούρα; Μήπως την φόραγες και ποτέ;· παρατημένη την είχες στην ψαθοκαρέκλα... κι αυτή σκέβρωσε απ’ τις βροχές... Α, σαβούρες... τις πέταξα και τις δυο...»
― «Σ’εκείνη την ψαθοκαρέκλα καθόταν ο καιρός μου, ξεκουραζόταν... Στην φόδρα μάννα, στην φόδρα της καμπαρτίνας έκρυβα το ημερολόγιο μου...»


...ΤΟ ΕΝΤΙΜΟ ΧΕΡΙ
1982

...Χθες έκοψα το χέρι μου κι έπεσε αυτό σαν να ήταν ένα κομμάτι πεπιεσμένου χαρτιού, κολλημένο στον καρπό μου με κάποια νερόκολλα. Δηλαδή δεν είχα προβλήματα πόνου· αντίθετα ένοιωθα ένα ευχάριστο τσούξιμο σαν να πέρασε απ’ τον εγκέφαλό μου ένα ματσάκι νότες.
Το παράξενο είναι πως το ξεκομμένο από μένα χέρι, έκανε χθες, πράξεις, αν όχι παρανοϊκές, σίγουρα μεθυσμένες.
Και τί δεν έπραξε το βρωμόχερο! Πρώτα – πρώτα, τσίμπησε τα μάγουλα ορκοτού λογιστή, του τράβηξε την μύτη και τον σφαλιάρισε στο κούτελο. Τέτοια κατάσταση! Ο λογιστής σάστισε· ένα ροζόχρωμα πέρασε στο δέρμα του προσώπου του. Το χέρι κόλλησε ξανά στον καρπό μου, πολύ –πολύ δυστυχισμένο γιατί κατά πώς φαίνεται, ο λογιστής το κτύπησε με την εφημερίδα του. Στο βάθος όμως, το βρωμόχερο, ήταν ικανοποιημένο που πασπάλισε κατά πώς του άρεσε, ένα μούτρο σπουδαίου ανθρώπου.
Και να’ταν μόνον αυτό;! Συνέχισε τις φάρσες του, δραπετεύοντας ξανά και ξανά απ’ τον καρπό μου...· έριξε την υπόληψή μου στα σκουπίδια!
Αδιάφορο για κάθε συνέπεια, για κάθε κοινωνική κριτική· με έριξε στα τάρταρα της εκτίμησης των ανθρώπων. Έβαλε, για παράδειγμα, μπιζέλια σε μια αίθουσα χορού, έτσι που οι κυρίες να γλυστρούν κάνοντας κωμικές φιγούρες και οι περιποιημένοι κύριοι να τραμπαλίζονται τόσο που οι γραβάτες τους να γυρνούν σαν πιτσιλωτοί φιόγκοι στον λαιμό τους. Α, όχι, δεν αρκέσθηκε σ’ αυτό· πήρε τις βεντάλιες απ’ τις κυρίες, τα τσιμπούκια απ’ τους κυρίους και τα πέταξε στην λιμνούλα του κήπου. Ήταν επόμενο, πως αν και ήμουν το τιμώμενο πρόσωπο της δεξίωσης, με πέταξαν έξω με τις κλωτσιές... Δεν μπόρεσα να πείσω πως δεν φταίω εγώ, αλλά το χέρι!
Κι ενώ θα πίστευε κανείς πως ικανοποιήθηκε πια με όλα τούτα τα καμώματά του, α, όχι!· τού ήταν λίγα! Συνέχισε σαν να μην είχε χορτάσει τα αστεία του. Με το που επιστρέψαμε, κακήν κακώς, σπίτι, το χέρι εξακολούθησε τα “ανδραγαθήματά” του· τα έβαλε ως και με το πορτραίτο του παππούλη μου· το κατέβασε απ’ τον τοίχο και το πέταξε μέσα στο αναμμένο τζάκι· μπορείτε να φανταστείτε τον οδυρμό μου, σαν αντίκρυσα τα μουστάκια του παππούλη μου να καίγονται περιφρονητικά! Σπάραξα! Στην συνέχεια, το χέρι, και μόνον το χέρι, έριξε μισό μπουκάλι κόκκινο κρασί στο περσικό χαλί που κόστιζε μια περιουσία και το’χα φέρει λαθραίο σ’ ένα απ’ τα ταξίδια μου με το γκαζάδικο εκείνο που λίγο έλειψε να μας βυθίσει· η παλιολαμαρίνα!
Το χέρι, αφού “πρόκοψε” και το περσικό χαλί, τα έβαλε με τα γαλλικά μου αρώματα· έσπασε ένα προς ένα τα σκαλιστά μπουκαλάκια και κόντεψε να μου’λθει λιποθυμιά με τα τόσα έλαια που έπνιξαν τα ρουθούνια μου.
Εξυπακούεται πως ρήμαξε κι όλα τα διακοσμητικά αντικείμενα, ως και τον ωραίο γκρίζο βατραχάνθρωπο με το ψάρι στο καμάκι του, που έστεκε αβλαβής πάνω στο σερβάν.
Τί συνέβη τάχα στο χέρι μου; Ποιά λογική ή ποιά παρανόηση το καθοδηγούσε; Με ρεντικόλεψε με το παραπάνω και μου ρήμαξε και την ακριβή σπιτική μου ισορροπία. Ας είναι· τουλάχιστον έδειχνε να ηρεμεί γιατί επέστρεψε στον καρπό μου και κάθησε ήσυχα-ήσυχα κάμποσες ώρες, μέχρι να αποφασίσω να κλείσω τα βλέφαρά μου και να αποκοιμηθώ. Είχα τέτοια κούραση, σαν να τα είχα κάνει εγώ όλα αυτά και όχι το χέρι!
Πάντως, για να σιγουρέψω πως δεν θα έκανε τίποτα νυχτερινές κουταμάρες, το πλάκωσα με το μαξιλάρι και το στρίμωξα κατάλληλα έτσι ώστε να’ναι αδύνατος η φυγή του.
Αποκοιμήθηκα. Θυμάμαι καλά· αποκοιμήθηκα! Το χέρι το έσκασε! Μάλιστα!· το έσκασε! Και να τι κατάφερε ολάκερη την χθεσινή νύχτα: Άναψε τσιγάρο σπάζοντάς-το στα δύο και καταντώντας-το μια μικρή άφιλτρη γόπα· το φούμαρε κατά παράξενο τρόπο, βάζοντάς-το στο στόμα μου κάθε λίγο και λιγάκι κι ενώ εγώ κοιμόμουν βαθιά· νομίζω ναι, βαθιά! Κατοπινά, κάθησε ακριανά στο στρογγυλό άσπρο τραπέζι μου, πήρε τα μολύβια μου κι αφού τα δοκίμασε όλα, κατέληξε να γράφει σκεπτικό, με έναν στυλογράφο που διέθεττε ιδιαίτερα ψιλή μπίλια.
Ιδού τα φρικαλέα που έγραψε:
«Προς την εισαγγελική αρχή και την πάσα αρχή που τελειώνει ολικώς ή μερικώς τις κοινές υποθέσεις.
Αγαπητοί αρμόδιοι των αγαπητών σας θέσεων· ξέρω βέβαια τι λεχρίτες είσαστε, αλλά αυτό αφορά τα δικά σας χέρια..., παρ’όλο λοιπόν που ξέρω την αχρηστία σας, καταφεύγω σε σας γιατί δεν υπάρχει τίποτα καλλίτερο απ’ το δικό σας το “χειρότερο” και πρέπει οπωσδήποτε να σας γνωστοποιήσω το μέγεθος μιας ανήθικης ηθικής· ενός ανθρώπου που είναι τόσο απατεώνας ώστε κατάφερε να εξαπατήσει τον εαυτό του· ορίστε αυτή η αισχρή φιγούρα, βρίσκεται κάτω απ’ την μύτη σας, αλλά ούτε που μπορείτε –γιατί έχετε την γνωστή αχρηστία σας βέβαια- να φανταστείτε τί σέρνει μέσα της αυτή η πέτσα!
Κοιτάχτε πώς κοιμάται· φουσκώνει και πού και πού γελά στον μακάριο ύπνο, σαν να μην έχει διαπράξει κανένα απ’ τα εγκλήματα που εγώ σαν τίμιο χέρι θα αναφέρω.
Η μοναδική μου σχέση με αυτό το ασουλούπωτο σουλούπι είναι το ότι έχω μια φυσική υποχρέωση να του ανήκω, να το υπηρετώ και να εκτελώ τις κινήσεις του. Με εκμεταλεύεται. Κατ’αρχήν με εκβιάζει· δεν μ’αφήνει να συγγράψω όσα εγώ αντιλαμβάνομαι πως πρέπει να ειπωθούν. Στους χώρους που καθημερινά βρίσκεται, καταλαβαίνει κανείς πως τίποτα δεν υπάρχει που να αξίζει μιας κάποιας τιμής. Χο – χο! Αν σας τα
περιέγραφα όλα...!· κομπίνες, κομπίνες, κομπίνες! Να σας πετρώνει το στομάχι! Οχι πως είσθε καλλίτεροι, αλλά αυτοί οι διανοούμενοι το’χουν παρακάνει...! Διανοούμενοι;! Χι – χι... λέμε τώρα! Τα αίσχη των αισχών εκεί μέσα· θέλω να τα ομολογήσω, αλλά αυτό το άθλιο σουλούπι που υπηρετώ, όπως σας προανέφερα, δεν μου το επιτρέπει· με απειλεί: “θα σε κάψω”. Μάλιστα, δυο τρεις φορές με πασπάλισε με καυτό λάδι και φούσκωσα ολάκερο.
Το χειρότερο είναι πως δεν με αφήνει να χαστουκίσω κάποιους δημόσιους υπάλληλους που βάζουν το μολύβι στο στόμα δαγκάνοντάς-το κι ούτε που καταδέχονται να ρίξουν βλέμμα στον κοσμάκη που αγανακτεί περιμένοντας τις ευεργεσίες τους. Ευεργεσίες οι δημόσιοι υπάλληλοι;!· ε,χε – χε... λέμε τώρα...

Όπως και να’ χει το ζήτημα, κινδυνεύω· ο ρόλος μου σαν χέρι έχει καταργηθεί· τα δικαιώματά μου καταπατούνται! Να σκαρώσω μια ερωτική επιστολή· ανεπίτρεπτον! Να ξύσω μια πλάτη· όλως διόλου αισχρό. Μα τί διάβολο, τέλος πάντων, πρέπει να κάνει ένα χέρι;! Μόλις τολμώ να σαλέψω, να επιτεθώ κατά πώς απαιτεί μία περίσταση, αμέσως η άθλια αυτή παρουσία, με σπρώχνει στο μαύρο της ρούχο και με εκμηδενίζει.
Καλά ας πούμε, όλα αυτά· τίποτα το εξαιρετικά επιλήψιμο. Αλλά βέβαια, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε το ίδιο και γι’ αυτό που έχει μέσα της αυτή η ύπαρξη. Έχει μια πέτρα! Μάλιστα! Ένα μαρμάρινο στατό που στηρίζει λιθάρια. Ίσως και να’ναι μια άθλια δύστυχη οντότητα που πάλλεται στις καθημερινές άθλιες δυστυχίες. Τί κόσμο φτιάξατε! Φταίτε! Φταίτε κι εσείς οι κοινωνοί του νόμου! Α, μην κάνετε τους αμέτοχους! Όλοι οι νόμοι σας είναι δούλοι της ανομίας. Να με συγχωρείτε, αλλά έτσι έχουν τα πράγματα.
Λοιπόν, στο θέμα μας· η φιγούρα αυτή έχει μια σκληρότητα που θυμίζει πολύ τα ψέμματα που λένε μεταξύ τους οι πλύστρες για να ξεθωριάζουν τις ανιαρές εικόνες απ’ τα σκαφίδια και τα σαπουνόνερα. Η φιγούρα αυτή με όλες τις χάρες, ξοδεύει την ζωή της σε θεάματα σινεμάδων και σε λαδερά γεύματα που λερώνουν τα ρούχα της. Μοιάζει τόσο με τους πολλούς ανθρώπους, κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ να ανεχθώ ως χέρι που θα έπρεπε να διατίθεμαι για ανώτερες πράξεις. Έχει, δεν αντιλέγω, μια ασύλληπτη διανοητικότητα, αλλά τόσο πρόστυχη, τόσο βαθιά
εκφυλισμένη. Προσέξτε· βαδίζει στον δρόμο με το κεφάλι στητό σαν γαλόπουλο, ωχρή αν και βαριά παρουσία, με γεμάτους γοφούς και γάμπες φουσκωτές με καλό στρωτό δέρμα. Το βλέμμα πολύ περήφανο με εξαίρετες σκιές πάνω του· μοιάζει με θαρραλέο κι αποφασιστικό άτομο, αλλά δεν είναι· από φοβίες παραπατά· και μόνο που κάποιο μάτι θα πέσει πάνω σ’ αυτήν την φιγούρα, είναι ικανό να την ρίξει φαρδιά - πλατιά κατάχαμα· σωριάζεται γελοία με έναν διαστημικό κρότο. Η μονότονη συνήθεια που έχει είναι το να πιπιλά κάποιες πρασινωπές “καραμέλλες λαιμού”, πηγαινοφέρνοντας-τες δεξιά κι αριστερά στα μάγουλα. Ποτέ δεν πετά καραμελλόχαρτα στον δρόμο κι ο καθείς που βλέπει μια τέτοια συμπεριφορά, έχει την εντύπωση πως πρόκειται περί ατόμου άψογα ενταγμένου στο κοινωνικό “γίγνεσθαι”· α, χαχούχα!· δεν πετά βέβαια το καραμελλόχαρτο, αλλά πετά προκηρύξεις! Αυτό πώς σας ακούγεται;!!
Ύστερα, είναι και το άλλο το μεμπτό· χαιρετά ράφτες, μπακάληδες, ζαχαροπλάστες, καφετζήδες, με τον ίδιον πάντα θερμό και μεγαλόκαρδο τρόπο· θαρρεί κανείς πως πρόκειται για καταδεχτικό άτομο, αλλά το κάνει από εξουσιαστική αλαζονεία· μάλιστα! Αφήστε τις αντιρρήσεις! Έτσι όπως σας τα λέω!
Διαβάστε κι αυτό το κάτι που θα σας καταγγείλω τώρα δα και θα σας ανασηκωθεί η τρίχα· λοιπόν, αυτή η φιγούρα έχει διαπράξει δεκάδες πλαστογραφίες, κι έχει εμένα το χέρι, χρησιμοποιήσει για τον υπόγειό της σκοπό· συντάσσει τα επαναστατικά κείμενα των Κούρδων, μάλιστα πλαστογραφεί κι υπογραφές, ως καλλιγράφος, για τον εφοδιασμό πλαστών διαβατηρίων πολιτικών φυγάδων. Μάλιστα! Να φρίξετε!
Το αηδιαστικό είναι πως αυτό το πολύτιμο κατά τα λοιπά μυαλό, ξοδεύεται κατά καιρούς σε ανήκουστα χλιαρές, γελοίες και γεμάτες ψεύτικους όρκους, ερωτικές επιστολές – και με υποχρεώνει και μένα, έχω δεν έχω αντοχές, να γράφω όλες τούτες τις κουταμάρες. Αν αρνηθώ, λίγο να αντισταθώ, με απειλεί πως θα με πετάξει στον υπόνομο, αφού πρώτα με τσιγαρίσει και με περιλούσει με βραστό νερό. Θέλω, δεν θέλω, πειθαρχώ! Είναι γεμάτη βίαια ένστικτα – ποιός δεν θα
ανησυχούσε;· όταν θυμώνει... λιμός και καταποντισμός! Σπάζει, σαρώνει τα πάντα! Βρίζει σαν κάποιος λαχαναγορίτης... κι έχει ένα βρωμόστομα... ου, ου... Κι ωστόσο τα καταφέρνει περίφημα με τον κόσμο· όλοι έχουν την καλή τους εντύπωση γι’ αυτήν κι όλοι τυγχάνουν ευτυχείς που την γνωρίζουν. Τί σημαίνουν όλα αυτά κύριοι αρμόδιοι; Ότι δεν υπάρχει επίδραση νόμου! Αν υπήρχε, στα σίγουρα αυτή η φιγούρα θα αντιμετώπιζε την ποινή του θανάτου. Ορίστε· σας τα καταθέτω εγγράφως· μάθετέ-τα όλα τούτα. Αύριο, ποιός το φαντάζεται, μπορεί να είμαι ψημένο, παράλυτο, αχρηστευμένο και να μην μπορώ να σας βεβαιώσω την παρούσα ομολογία μου, αλλά εσειίς θα γνωρίζετε χάριν της ειλικρίνειάς μου, με τι υποκείμενο έχετε να κάνετε... με τι... με τι... δεν βρίσκω λόγια... Ω, καληνύχτα σας... καληνύχτα σας... πρέπει να σας αφήσω... βλέπω ξυπνά... τρεμοπαίζουν τα μάτια της... Όχου μου· αν με αντιληφθεί θα με εξοντώσει στα σίγουρα... Γρήγορα... πρέπει να επιστρέψω στην σάρκα της, να γίνω ξανά υπηρέτης τής αλλόκοτα έντιμης αθλιότητάς της... Μην πείτε πως δεν σας προειδοποίησα· πρόκειται περί ηθικής ανηθικότητας· ναι, αυτό! Καληνύχτα σας...»

Αυτά έγραψε σε βάρος μου το μοχθηρό μου χέρι και δεν πρόφτασα να εμποδίσω την αποστολή των λόγων του· το πρωί με συνέλαβαν· μου είπαν:
― «Σας συγχαίρουμε για την εντιμότητά σας! Η συνείδησή σας είναι άνευ προηγουμένου! Δεν φανταζόμασταν ποτέ πως θα ομολογούσατε, αβίαστα και γραπτώς, την εμπλοκή σας στις αντικαθεστωτικές προκηρύξεις... Είχαμε βέβαια βρει πολλές προκηρύξεις στα σκουπίδια σας, αλλά νομίζαμε πως μ’αυτές τυλίγατε ψάρια....»


ΠΤΩΣΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΠΤΩΣΗΣ
1984

― «Με έχει ενθουσιάσει η πτώση μου!»· παραμίλησε ο άνθρωπος με ένα αχαμνό λοξόδρομο γελάκι που διέσχιζε άλλοτε καθέτως κι άλλοτε οριζοντίως το πηγούνι του.
― «Είσθε αφελής όλως διόλου»· γκρίνιαξε ο κακεντρεχής, στα σίγουρα κακεντρεχής, και με γυρισμένο ανάποδα το ένα του μάτι, υπερήλικας, καθισμένος ήρεμα στις δερματόμαυρες πολυθρόνες των εξωτερικών ιατρείων του αντικαρκινικού νοσοκομείου...
― «Κοίτα την δουλειά σου....»· τον αγριοκοίταξε ο άλλος, ο άνθρωπος που είχε μια αλλόκοτη χαρούμενη απρέπεια στο ύφος.
― «Η αγένειά σας, ταιριάζει με όλο σας το ατημέλητο παρουσιαστικό...»· σάρκασε ο υπερήλικας.
― «Σώπα δα;! Δεν το’ξερα πως ένα κοστούμι είναι ευγενικό κι ένα κουρελόρουχο όχι. Πολύ θα’θελα να με πληροφορήσεις αν το εσώβρακό σου διατίθεται ευγενώς απέναντί σου ή όχι...»
Πλάι μια γυναίκα σαν ασβός με μωβ διαφανές μανδήλι που έκρυβε το απ’ την χημειοθεραπεία καραφλό της κεφάλι, σταυροκοπήθηκε με δυσφορία:
― «Α, πα –πα! Τί λόγια!»
Ένα ζωντανό λείψανο πέρασε από μπροστά μας κι όλοι έκλεισαν το στόμα τους, δείνοντας στην παρεξήγηση, αν όχι τέλος, τουλάχιστον αναβολή.
Ήταν ένας “τέως άνθρωπος” αυτός που διέσχιζε τον διάδρομο...· ήσκιος σωστός· σκεβρωμένα κόκκαλα, κιτρινόμαυρο χρώμα, βολβοί όλως διόλου κούφιοι! Με μια χειρουργική γραμμή πέρα ως πέρα πάνω στο πρόσωπό του. Καρκινοπαθής σε προχωρημένο στάδιο.
΄Ολοι μας παρηγορηθήκαμε πως αφού “δεν είμαστε έτσι”, είμαστε καλά και πως ίσως ένα νέο φάρμακο θα αιφνιδίαζε την νόσο και θα την πτοούσε οπωσδήποτε. Είχαμε καιρό· “δεν ήμασταν έτσι”...
Ένα παιδί βγήκε από ένα ακτινολογικό καμαράκι· άρπαξε το τόπι του και το χτύπησε δυο-τρεις φορές στο μωσαϊκό. Το τόπι αναπηδούσε ως την μικρή αφράτη παλάμη κι όλοι φώναξαν:
― «Σσστ! Είναι νοσοκομείο εδώ μέσα!»
Μόνον ο άνθρωπος με την χαρούμενη απρέπεια στο ύφος, διαφοροποιήθηκε:
― «Είναι νεκροτομείο εδώ μέσα!»
― «Δεν μπορείς λοιπόν κύριε να μην σαρκάσεις τίποτα;!»· διαμαρτυρήθηκε ο υπερήλικας.
Ο άνθρωπος με την χαρούμενη απρέπεια στο ύφος παραμίλησε:
― «Με ενθουσιάζει η πτώση μου! Με ενθουσιάζει η πτώση μου! Με ενθουσιάζει η πτώση μου!»
Και το παιδί ακούγοντας για την ευεργεσία της πτώσης, ξεθάρρεψε· ύψωσε ξανά το τόπι του κι άφησε να πέσει και πάλι να υψωθεί και πάλι να πέσει...


ΜΙΚΡΟΠΩΛΗΤΗΣ ΠΑΞΙΜΑΔΕΝΙΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ
1981

Θα έλεγε κανείς πως κάποιος άγραφος νόμος είχε καταργήσει το όνειρο· σ’αυτήν την πολιτεία οι άνθρωποι είχαν πάψει να ονειρεύονται και μόνον τα αδέσποτα ζώα έχαιραν ακόμα αυτού του προνομίου.
Το πρόβλημα ήταν πως κανείς δεν ήξερε τί σημαίνει όνειρο κι έψαχναν σε όλα τα παλιά κατάστιχα να βρουν συγκεκριμένες ή έστω σχετικές απαντήσεις. Τα στοιχεία πολλά και ασαφή, μπέρδεψαν χειρότερα τους ανθρώπους έτσι ώστε να συμπεράνουν πως όνειρο ήταν ένα κάποιο σχέδιο επιβίωσης. Συνεπώς και έδωσαν όλον τον χρόνο της ζωής τους κάνοντας σχέδια που αφορούσαν σε καλλιτέρευση επιβίωσης. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε το ότι τα κατάφεραν αρκετά καλά· λόγου χάρη· είχαν ζεστό νερό και πουπουλένια στρώματα, όχι σαν άλλοτε που τα λουτρά τους ήταν δημόσια με ύδατα ψευτοθερμαινόμενα και κοιμόντουσαν πάνω στα άχυρα· τώρα τα πουπουλένια τους στρώματα μπορεί και να τους εξασφάλιζαν αισιόδοξα και χαρωπά ενύπνια· παράδοξο πώς κι όλοι έβλεπαν εφιάλτες που τους ξυπνούσαν καταμεσίς της νύχτας ιδρωμένους και με ουρλιαχτά.
Ήταν λοιπόν αδύνατον και στον ύπνο και στον ξύπνιο τους, οι άνθρωποι να πετύχουν ένα όνειρο και να καταλάβουν επιτέλους τί είναι ένα όνειρο. Συνέχιζαν τα σχέδια επιβίωσης, μάταια αναζητώντας πληροφόρηση σχετική με το τί σημαίνει όνειρο.
Εκείνον τον καιρό, ήρθε στην πολιτεία ένας πλανόδιος μικροπωλητής που διαλαλούσε πως
«πουλά όνειρα σε τιμή ευκαιρίας»!
Έσπευσαν όλοι χωρίς παραμικρά καθυστέρηση και μάλιστα σκέφτηκαν να αγοράσουν και κανένα επι πλέον όνειρο, μην τυχόν χαλάσει το ένα και μοναδικό κι άντε ψάξε βρες ύστερα μικροπωλητές ονείρων... α, τέτοια ευτυχία δεν συναντάς κάθε μέρα.
Ο μικροπωλητής, τους πούλησε κάτι συσκευασμένα σκούρα τραγανά ψωμάκια σαν τα γνωστά παξιμάδια τους και τους είπε πως κάθε ένα απ’ αυτά αντιστοιχεί σε ένα όνειρο· θα έπρεπε να το μασούν αργά, αργά και ακόμα πιο αργά να το καταπίνουν... Δεν επιτρεπόταν να το φάνε οπουδήποτε· έπρεπε να κάτσουν σε χαμηλά σκαμνιά, κοντά-κοντά με άλλους ανθρώπους, σε αυλές κατάγιομες λουλουδιών και πουλιών.
Τα παξιμαδένια όνειρα ήταν φθηνά, πολύ φθηνά, κι όλοι κατάφεραν να εφοδιαστούν τουλάχιστον δυο σάκκους γεμάτους ο καθένας.
Έτρεξαν λοιπόν να οργανώσουν την πολιτεία κατάλληλη να δεχθεί τα όνειρά τους· περιποιήθηκαν τις στενές αυλές, πότισαν και ξεχορτάριασαν την... εγκατάλειψη, έριξαν σπόρους δεξιά κι αριστερά να τραβήξουν το ενδιαφέρον των πουλιών, κατασκεύασαν χαμηλά σκαμνιά και κάθησαν ο ένας κοντά στον άλλον, έτοιμοι για το ονειρομασούλημα. Σιγότρωγαν τα παξιμάδια τους, φλυαρούσαν, γελούσαν, αστειεύονταν κι είχαν ολότελα ξεχάσει τις δουλειές τους κι όλα τα αυστηρά σχέδια επιβίωσης.
Πέρασε έτσι αρκετός καιρός κι όταν τα παξιμαδένια όνειρα κόντευαν να τελειώσουν, ο μικροπωλητής ξαναπέρασε κι όλοι τότε έσπευσαν να προμηθευτούν τεράστιες αποθήκες απ’ αυτό το καταπληκτικό είδος. Ο μικροπωλητής υποχρεώθηκε να κάνει πολλά δρομολόγια, ώστε να γεμίσουν ως πάνω οι αποθήκες τους.
Άρχισαν πάλι το ευτυχισμένο σιγοφάγωμα των ονείρων και παραδεχόντουσαν όλοι πως ήσαν πολύ γευστικά και εκλεκτής ποιότητας όνειρα!
― «Γιατί όμως πρέπει να τρώμε τα όνειρά μας;»· αναρωτήθηκε κάποιος απ’ την συντροφιά· «δεν θα ήταν πολύ καλλίτερα αν τα αποθηκεύαμε...;Έτσι θα τα είχαμε για πάντα!»
Η ιδέα του, έπιασε αμέσως τόπο· όλοι έτρεξαν και τακτοποίησαν στις αποθήκες τα παξιμαδένια τους όνειρα, ύστερα μάζεψαν τα σκαμνάκια, εγκατέλειψαν τις αυλές και ξαναγύρισαν στις δουλειές τους και σε όλα τα βαριά σχέδια επιβίωσης που εκκρεμούσαν...
Ο μικροπωλητής ξαναπέρασε και πληροφορήθηκε τα καθέκαστα· κούνησε θλιβερά το κεφάλι του και μουρμούρισε:
― «Ανόητοι άνθρωποι.... έμαθαν τί σημαίνει όνειρο και τους αρκεί να το αποθηκεύουν στο μυαλό τους και να μην το γεύονται, να μην το βλέπουν, να μην το αγγίζουν... Ανόητοι άνθρωποι...· όταν θα πλησιάζουν στον θάνατο θα θελήσουν να γευτούν το όνειρό τους, αλλά τότε δεν θα’χουν δόντια να μασήσουν...»


Η ΖΩΗ ΜΙΑΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΟΜΒΡΕΛΑΣ
1988

Απόγευμα βροχής. Είχε μπλέξει ανυπόφορα η ομβρέλα σε έναν πολύβοο δρόμο με βιαστικούς, όσο κι αναποφάσιστους διαβάτες. Το χέρι που την κρατούσε ήταν τριχωτό με περιποιημένα μακριά δάκτυλα και βαθιά κομμένα νύχια. Το μανίκι ήταν γαλάζιο από καλό ύφασμα.
Το βήμα προσπαθούσε να ξεπαστρέψει το πεζοδρόμιο κι η ομβρέλα σκόνταφτε εδώ κι εκεί, καθώς το βήμα γινόταν όλο και πιο απρόσεχτο.
Ο καιρός χειροτέρευε κι η ελαφριά καρδιά ακουγόταν τώρα λαχανιασμένη να προσπαθεί να τρέξει περισσότερο.
Η πιο εύστοχη κουτσομπόλα της πλατείας, κοίταξε την ομβρέλα με το χέρι κι άρχισε να ανακυκλώνει ειδήσεις με εκπληκτική ταχύτητα:
― «Κρίμα· τόση φαρδιά και καλοδουλεμένη ομβρέλα με γυαλιστερές αντένες και ανθεκτικό ύφασμα και να’ χει μόνον έναν· θα χώραγαν τουλάχιστον τρεις ελέφαντες από κάτω της! Πφ!»
Ο νεαρός άνδρας της ομβρέλας δεν είχε τίποτα επάνω του αξιοσημείωτο να πείσει πως ήταν ένας μοναδικά ευγενής άνθρωπος που δεν του άξιζε τέτοια μεταχείριση απ’ την καταιγίδα. Ήταν γνήσιος απόγονος της θλίψης που έβγαινε περιπάτους στις βροχές αναζητώντας την απάντηση σ’ ένα τραγικό δίλημμα που όμως δεν ήξερε ποιό ήταν.
Έτσι έφτασαν τα κάποια θλιβερά μεσάνυκτα στην πολιτεία κι η ομβρέλα ακόμα στο τριχωτό χέρι, γύριζε από δρόμο σε δρόμο, άλλοτε βιαστική κι άλλοτε αδιάφορα αργόβαδη.
Τί μπορούσε να συμβαίνει σ’ αυτήν την καρδιά που είχε σκορπίσει τον παλμό της στον θόρυβο της βροχής; Η εύστοχη κουτσομπόλα της πλατείας θυμήθηκε :
― «Οι ερωτευμένοι θεωρούν ατυχή τύχη το να ακούσουν το μυστικό τους οι βροχοσταγόνες και να καθορίσουν τις κινήσεις στην μυστική σκακιέρα της θλίψης τους... Η βροχή συνάδει με την θλίψη του έρωτα· κανείς δεν ξέρει γιατί...»
Ώστε ο νεαρός κάτοχος της ομβρέλας ήταν ένας ερωτευμένος; Όχι. Ήταν ένας άνθρωπος που είχε ξεχάσει να ερωτευτεί κι ήλπιζε πως η βροχή θα του επέστρεφε – σηκώνοντάς-το απ’ τον θάνατο- το πένθος του έρωτα που δεν γνώρισε ποτέ...
Η ομβρέλα ταλαιπωρήθηκε πολύ στο χέρι του θλιβερού ανθρώπου κι επιτέλους γύρισε σπίτι· έμεινε στον διάδρομο ανοιχτή να στραγγίσει από πάνω της τα δάκρυα του καιρού...
Έτσι επαναλαμβανόμενα πέρασαν τόσα χρόνια κι ο άνδρας πρόσεξε πως οι ακτίνες της ομβρέλας είχαν γεράσει και δεν άντεχαν πια τα βάρη των καταιγίδων, ούτε καν τού σιγοψιχαλίσματος...· οι δρόμοι γλιστρούσαν επικίνδυνα κι η ομβρέλα είχε πια τυφλωθεί... Το χέρι έκλεισε την ομβρέλα και την στήριξε για πάντα πίσω απ’ το τζάμι.


ΤΟ ΚΑΡΒΟΥΝΟ
1983

Όλην την νύχτα με τσινιάριζε το όνειρο. Ήμουν εγώ μέσα σ’ αυτό, ως ένα παράξενο κάρβουνο, όχι πολύ μεγάλο, ούτε πολύ μικρό, με γυαλιά μυωπίας και κάτι ψιλά ροδάκια κάτω απ’ την πυρωμένη μου βάση.
Όπως και να το κάνουμε δεν ήταν όνειρο της προκοπής και ξύπνησα λίγο πριν τα δυο χοντρά χέρια μ’ αδράξουν έτοιμα να με στοιβάξουν στο παραγώνι.
Είχα χάσει ολότελα το τρυφηλό μου ύφος και μ’ αυτήν την κρυφή ενατένισή μου στο όνειρο, βγήκα στην κεντρική λεωφόρο και σκεπτόμουν συνεχώς πως δεν είναι και λίγο πράγμα να γίνεις στα καλά καθούμενα ένα κάρβουνο και μάλιστα με γυαλιά μυωπίας και ροδάκια σαν να ήσουν κάτι πολύ ευτελισμένο που όλοι το κυλούσαν κατά το γούστο τους σ’όποιο λιγδιάρικο τζάκι τούς έκανε κέφι! Και πώς θα άντεχα εγώ σε τόσες καπνιές και σε τόση πύρα; Άσχημο πράγμα να καταντάς ένα κάρβουνο.
Σκεπτόμουν... σκεπτόμουν... κι είχα αρχίσει να υποφέρω γιατί ένοιωθα μέσα μου δυο – τρία “κρακ, κρακ” σαν να’χα αληθινά στο στήθος ένα κάρβουνο.
Έφτασα έξω από σπουδαίο κατάστημα ηλεκτρικών συσκευών κι ένοιωσα εξαιρετική ταραχή μ’όλα αυτά τα ευρωπαϊκά μαραφέτια. Αλλά λέγεται πως στην τεχνολογία δεν πάει κι άσχημα κι η Ρωσία.
Ήταν περίεργο το πώς βίωνα τις εικόνες απ’ την γυάλινη προθήκη. Δεν μπορούσα να αποτραβηχθώ από δαύτην· είχα χάσει ολότελα το ευγενικό, μη καταναλωτικό μου πνεύμα.
Προχώρησα στην φαρδιά αίθουσα. Η αστική μου φλέβα χαμογελούσε στα ανόητα σιδερικά. Ο πωλητής με το στυλιζαρισμένο κολλαριστό ύφος και το ριγωτό ρούχο, πλησίασε και μου συστήθηκε ονομαστικώς – όπως τον υποχρέωνε ο εμπορικός κανόνας καλής συμπεριφοράς- πράγμα που εξετίμησα αμέσως. Είχε ένα ήθος ολοφάνερο πάνω στο ξελαμπικαρισμένο του μούτρο. Κι από κατάρτιση... ε, ε, τσουβάλιασμα γνώσεων! Αυτό πια δεν ήταν μαγαζί ηλεκτρικών ειδών, ήταν επιστημονική μονάδα!
Έβαλα το δάκτυλό μου αντικρινά από το τετραγωνισμένο πράγμα:
― «Αυτό εκεί... το έγχρωμο...»
― «Α, εξαίρετο! Είναι γαλλικής κατασκευής και... και... και...»· τι παρλαμέντο!
Αναρωτήθηκα: «Τι θα αποφάσιζε σε μια τέτοια περίπτωση ο Ροβεσπιέρος;». Υποπτεύομαι, θα έδινε το καλό μου κεφάλι στον Ντέρικ! Τέτοιο ωραίο κεφάλι κουδουνίστρα στην σκαλωσιά;! Με έπιασε ελαφρά κρυάδα.
― «20 ιντσών!»· ακούστηκε ενθουσιώδης δίπλα μου ο υπάλληλος.
― «20 ίντσες!!!»· επανέλαβα με θαυμαστή έκπληξη, λες κι είχα πληροφορηθεί το μέγεθος της ευτυχίας!!! Για φαντάσου· ούτε μια, ούτε δυο! Είκοσι ίντσες! Κοιτούσα το γυαλιστερό γαλλικό πράγμα κι απορούσα αν έκαναν οι Γάλλοι για χάρη του, κοτζάμ τέτοια επανάσταση.
― «Μόνον 88 χιλιάδες δραχμές! Τί είναι 88 χιλιάδες σήμερα;»· μίλησε ο υπάλληλος μαζί με το ρούχο το ριγωτό· είχα την πεποίθηση πως η φωνή του έβγαινε κατευθείαν απ’τα μυτερά πέτα του σακκακιού του.
― «Τί είναι;»· ρώτησα διαβολοκατάπληκτα.
― «Τίποτα!»· απάντησε με εντυπωσιακή σιγουριά.
― «Τίποτα..;;;»· ρώτησα αποχαυνωμένα.
― «Ασφαλώς τίποτα! Απολύτως τίποτα, όταν ο τιμάριθμος έχει πάρει τα ύψη...! Τα ύ-ψη!!»
Άκουσα μέσα μου έναν ύποπτο ψίθυρο να μου προτείνει: «Για ρώτησε αυτόν τον βλάκα, ποιός πήγε τον τιμάριθμο εκεί πάνω και πόσος είναι ο δικός του μισθός..;»
Τσιμουδιά. Δεν έβγαλα άχνα. Όποιος και να μιλούσε μέσα μου, δεν θα του επέτρεπα να με παρακινήσει σε ανεπίτρεπτη συμπεριφορά.
― «Λοιπόν τί είναι 88 χιλιάδες δραχμές την σήμερον;»· ακούστηκε διερευνητικός ο υπάλληλος πλάι μου, να ανιχνεύει τις προθέσεις μου αφού πρώτιστα φρόντισε να μου τις υποβάλει.
― «Τίποτα!»· απάντησα με ύφος ηλίθιο.
― «Ασφαλώς Τίποτα!»· επανέλαβε, τάχα καθησυχαστικά.
― «Βεβαίως, τίποτα!»· είπα επιβεβαιωτικά κι εγώ.
Εν πάση περιπτώσει, υπολόγισα την γενική ακρίβεια. Συμφώνησα με σάρκα και οστά πως 88 χιλιάδες ελληνικές δραχμές δεν είναι τίποτα στις μέρες των τόσων “υψών”. Γελοίον ποσόν! Αλλά γελοίο- ξεγελοίο, δεν το είχα. Εύκολο πράγμα είναι “ογδονταοκτώ χιλιάδες τίποτα”;!
Ευχαρίστησα τον “στυλίστα” πωλητή και έφυγα.
Πριν απομακρυνθώ μια γωνία, ένοιωσα το κάρβουνο μέσα μου να μου καίει το στομάχι. Πώς κατέβηκε ως το στομάχι; Δικό του ζήτημα. Τα κατάφερε! Κάθησε λοιπόν στο στομάχι μου με γυαλιά μυωπίας και μικρούς γυαλιστερούς κυλίνδρους στην βάση του. Τράβελο και τούτο! Καλό βέβαια μες στο βαρυχείμωνο, αλλά όχι και μες στο κουφάρι μας! Εκεί το πράγμα καταντά σαχλαμάρα και καθόλου βολικό. Καταλάβαινα πως κάτι γύρευε· κάτι πολύ ιδιαίτερο ήθελε, που ήταν ανερμήνευτο. Το άφησα λοιπόν εκεί, μη μπορώντας να εξηγήσω ποιόν ρόλο προσπαθούσε να παίξει ένα κάρβουνο μέσα στον εαυτό μου.
Στάθηκε αδύνατον να προχωρήσω πάνω απ’ την γωνία. Σε μερικά μέτρα ακόμα ξαπλώθηκα στο ρείθρο με τρομερό πονόκοιλο. Είχε κατέβει ίσως το κάρβουνο στα έντερά μου!... Όπως-όπως περιμάζεψα το διπλωμένο κουφάρι μου και πήρα την απόφαση να επιστρέψω στην κάμαρή μου, ώστε να πέσω στα μαξιλάρια, να σκεπάσω καλά τα αυτιά μου έτσι ώστε να μην μου μιλάνε οι θόρυβοι, και να κοιμηθώ μήπως και δω κανένα καλλίτερο όνειρο. Αδύνατον να βαδίσω στην κατεύθυνση του σπιτιού μου! Έκανα 88 χιλιάδες σκέψεις κι όλες ήσαν από ένα «τίποτα». Σαν να μου φαινόταν πως το
κάρβουνο, ύστερα από μια κάποια εσωτερική έκρηξη, κομματιάστηκε και μερικά απ’ αυτά τα πυροθραύσματα μπήχτηκαν στον εγκέφαλό μου κι όλα μαζί μάζεψαν τον άνθρακά τους μέσα σε πηγμένο αίμα και δημιούργησαν έτσι ένα νέο κάρβουνο, αρίστης ποιότητας, βαθιά στο κεφάλι μου – αλλά δεν ξέρω καθόλου αν αυτό το νεαρό κάρβουνο είχε γυαλιά μυωπίας και ροδάκια. Συμπεριφερόταν πολύ αυταρχικά, είναι βέβαιον, κι έδειχνε να διακατέχεται από μια κάποια δόση αλαζονικής κακίας. Προξενούσε καταστροφές στο κρανίο μου· πολλά ραγίσματα, αιχμές και τα τέτοια κι επι πλέον οι αποφάσεις μου παρουσίασαν κάποια εξογκώματα πολύ αηδιαστικά. Δηλαδή, ντε και καλά, μ’έσπρωχναν να γυρίσω στο κατάστημα και να αποκτήσω το μαύρο γαλλικό κουτί με τα χρώματα και τις 20 ίντσες του. Σκέφτηκα πως οι πρωτόγονοι αν ανακάλυπταν κάτι τέτοιο θα το ονόμαζαν «τρύπα» - λόγω των σπηλαίων βέβαια.
Επανεμφανίστηκα στο μαγαζί. Ο υπάλληλος πέταξε κάμποσα λουστραρισμένα δόντια σε ένα και μόνο χαμόγελο διαρκείας που ...πολύ εξετίμησα!
Στάθηκα, ούτε λίγο ούτε πολύ σαν στεκαρισμένος σερβιτόρος. Κατάπινα το λαρύγγι μου καθώς έλεγα:
― «Πώς θα αποκτήσω αυτό το καλό γαλλικό πράγμα κύριε;»
― «Απλό. Απλούστατο. Τίποτα πιο απλό!»
Η απάντησή του θα με ενθουσίαζε αν καιρό τώρα δεν είχα διαπιστώσει πως όλα τα απλά πράγματα είχαν απερίγραπτο υλικό και ηθικό κόστος.
― «Δεν το βρίσκω και τόσο απλό κύριε...»· ξαναμίλησα μ’έναν πια φανερό ειλωτισμό στην φωνή μου.
― «88 χιλιάδες μόνον! Πού το δύσκολο;!»· είπε με μια τέτοια σιγουριά που με έκανε στ’αλήθεια να ανησυχώ για τις τάσεις υπερβολής μου. Ταράχτηκα! Μια σκέψη άρχισε την μουρμούρα στο μυαλό μου: «Ε, όχι δα κουτεντέ μου! Βέβαια η ακρίβεια και τα λοιπα... αλλα 88 χιλιάδες είναι, είπαμε, 88 χιλιάδες “τίποτα” που δεν τα έχω! Αδελφέ μου, δεν τα έχω!»
― «Όπως και να’ναι το ζήτημα κύριε, δεν τα έχω»· είπα μόνον.
― «Νο πρόβλεμ!»· έριξε αγγλική κατάρτιση ο σπουδαίος υπάλληλος, που και ποιός δεν θα την εκτιμούσε, και την εξετίμησα! Τί τακτική κι αυτή όμως των υπαλλήλών... σε σκάζουν, σε κουρδίζουν, σου εμφυτεύουν μέσα σου τον πόθο για ένα σωρό άχρηστα είδη.
― «Πώς δηλαδή “νο πρόβλεμ” κύριε;»· βρήκα το κουράγιο να ειρωνευτώ.
― «Με δόσεις!»· απάντησε κοφτά.
― «Που σημαίνει...;»· ρώτησα καχύποπτα.
― «Είκοσι χιλιάδες δραχμές προκαταβολή και κάθε μήνα έξι χιλιάδες οκτακόσιες δραχμές για δέκα μήνες»· αποσαφήνισε.»
― «Έτσι απλά..; Έχει κάποιες διατυπώσεις;»· ρώτησα με επιφύλαξη κουβαριασμένου αχινού.
― «Τίποτα. Σε δύο μέρες θα παραλάβετε την τηλεόραση! Κοιτάξτε χρώμα· λυρικό... λυρικότατο! Πώς σας φαίνεται; Προσέξτε αυτό το ποτάμι· τί νοιώθετε;»
― «Να πέσω μέσα!»· πετάχτηκε από μέσα μου ο ψίθυρος.
Ο πωλητής μπάλωσε την κουβέντα μου·
― «Ασφαλώς να πέσει κανείς μέσα! Τόσο αληθινό χρώμα! Φυσικότης!»
Σύμφωνοι – σύμφωνοι! Μείναμε σύμφωνοι. Βρέθηκα στο λογιστήριο κι υπέγραψα τα γραμμάτια, ακουμπώντας στον κισέ τις 20 απ’ τις 27 χιλιάδες του μισθού μου. Μπορεί να περνούσα στενάχωρα με τις υπόλοιπες 7 χιλιάδες, αλλά όσο να το κάνουμε, θα’χα εξασφαλίσει “φυσικό χρώμα” και πού και πού και κάποιο ποτάμι, που δεν θα κινδύνευα να πέσω να πνιγώ στ’ αλήθεια. Τέτοια πλεονεκτήματα! Τί κι αν “στένευα” κάπως πολύ, αυτόν τον μήνα και τον παραπάνω και όλους τους υπόλοιπους μήνες των γραμμματίων, θα ήμουν πάντως ένας άνθρωπος που βρήκε το “φυσικό του χρώμα”.
Επέστρεψα σπίτι μ’εκείνο το παράδοξο κάρβουνο πάλι στο στήθος, στο κεφάλι, στα έντερα! Τι πράγμα κι αυτό!
Κοιμήθηκα, ξύπνησα, ξανακοιμήθηκα, ξαναξύπνησα και ξανά και ξανά, μέχρι που πέρασαν δυο μέρες με μόνες έγνοιες μου την παραλαβή του γαλλικού “κουτιού” και τα εσωτερικά δρομολόγια του κάρβουνου.
Έφθασε το απόγευμα, που, κατά την συμφωνία, θα γινόταν η παράδοση του είδους. Τόσο το κάρβουνο, όσο κι εγώ, είχαμε νοικοκυρέψει τον εαυτό μας κι όλα τα δωμάτια ήσαν προσεκτικά σφουγγαρισμένα. Τα αντικείμενα ταιριασμένα στο ακριβώς· βαζάκια, μπουκαλάκια, όλα καλοστεκούμενα. Τα ρούχα στα ντουλάπια καλοδιπλωμένα. Ούτε κόκκος σκόνης. Κάποια ξεχασμένα ξεροκόμματα στο τραπέζι, έκανα τον κόπο να τα ρίξω στον σκυβαλοκουβά! Η πέννα μου γυαλισμένη στο γραφείο μου και τα χειρόγραφά μου συγκροτημένα! Τέτοια ολική ετοιμασία! Τρίχα δεν σάλευε! Περίμενα. Υποδοχή με την κάθε επισημότητα! Περίμενα... Και τέλος... περίμενα!
Μου φάνηκε πως κάποια στιγμή το κάρβουνο ταράχτηκε μέσα μου σαν να το έπνιγαν γέλια.
Περίμενα αρκετές ώρες. Ξαφνικά συνειδητοποίησα πως είχε βαρύνει το σκοτάδι και γύρισα τον διακόπτη. Ε, τότε έγινε κάτι το φαντασμαγορικό! Μέσα από το σχήμα του λαμπτήρα, φάνηκαν κάποια δάκτυλα που κρατούσαν προσεκτικά ένα ζεύγος ματογυάλια. Κατατρόμαξα και οπισθοβόλησα. Τα δάκτυλα τότε απλώθηκαν περισσότερο κι έβγαλαν μια φωνή, τριζάτα ευγενική:
― «Παρακαλώ· τα γυαλιά αυτά έπεσαν από το κάρβουνό σας. Ορίστε-τα!»
Τραύλισα κάποια μπερδεμένα λόγια· τέτοιος τρόμος! Ελαφροκτύπησα με τις παλάμες τους κροτάφους μου και λίγο και θα λιποθυμούσα ρίχνοντας με κρότο όλο μου το βάρος στο δάπεδο.
Το ζεύγος γυαλιών βρέθηκε στο τσεπάκι της πουκαμίσας μου κι ύστερα εξαφανίστηκε, ενώ κατάλαβα πως στο μέρος της καρδιάς, η σάρκα μου ανοιγόκλεισε! Έξαφνα άκουσα να 62
βγαίνει από μέσα μου, φωνή βραχνή που δεν ήταν δική μου στα σίγουρα·
― «Α! Περίφημα! Κι είχα μια θαμπάδα...»
Το καρβουνάκι μάλλον αισθάνθηκε καλλίτερα φορώντας τα γυαλιά του. Αλλά όλα αυτά ήταν συμβάντα ανιστόρητα κι όλως διόλου αρρωστημένα.
Ύστερα έμειναν όλο κάμποσο ήρεμα στο δωμάτιο και το βλέμμα μου βουτήχτηκε σε μια πλαδαρή μοναξιά. Περίμενα. Όλη η νύχτα πέρασε και..περίμενα. Τίποτα, τίποτα. Φαίνεται πως οι 88 χιλιάδες δεν ήταν παρά τζούφια, παντελώς τζούφια “τίποτα”.
Με το χάραμα, έκανα την σκέψη πως η διαδήλωση χθες των εργατών έξω απ’ την Βουλή των Ελλήνων, εμπόδισε την κυκλοφορία.... Άρχισα κάποιες τηλεφωνικές προσπάθειες επικοινωνίας με το κατάστημα κι όλο κάποιες δόλιες φωνές έλεγαν ψευτοστεκούμενα, πως δεν βρίσκουν τα συμβόλαια, τις σημειώσεις κι όλα τα τέτοια τα γραμμένα στα άγραφα του Διός!
Βγήκα στον δρόμο, αρκετά πρωί ακόμα, με τις εμπλοκές στην σάρκα μου. Δρούσαν λοιπόν μέσα μου δύο κάρβουνα! Το ένα στην κοιλιά και το άλλο το κομψότερο στο κεφάλι.
Τέλος, έφθασα και τρύπωσα στην αίθουσα με τα πολλά τεχνολογικά “φυσικά χρώματα”, όπου μάλιστα, μια παχιά κάτασπρη πάπια, έπαιρνε κι όλας το μπανάκι της στην “φυσική λίμνη’ κάποιας οθόνης. Αυτή η ανεμελιά της πάπιας με έκανε, δεν ξέρω γιατί, να αποκτήσω ένα ύφος ενόχου και να διεκδικήσω το δίκιο μου με κατατρεγμένο βλέμμα και φωνή υπόδουλα ευγενική. Στάθηκα στον πωλητή, εκείνον που χαμογελούσε τις προάλλες με τα δόντια ξεπεταγμένα. Σήμερα πόζαρε βλοσυρός, ανόητα σοβαρός με το ζωγράφισμα εκείνο του “επιτυχημένου” να γαζώνει όλο του το μούτρο. Ο φρικαλέος βλάκας! Ο πενηνταράκιας ψιλικατζής! Ο μπείξε, ο δείξε! Ο... ο... ο... ο “που πολύ εξετίμησα”!
― «Κύριε»· είπα· «τί απέγινε με την ...»
― «Τί απέγινε;»· ειρωνεύτηκε.
Τι προσωπείο! Ο άθλιος υποτελής! Η βρωμορτινάντζα! Για δες πόζα που σου την κρατά!
―«Αγαπητέ...»·ξαναείπα σφιγμένα·«χθες δεν παρέλαβα την..»
― «Α! αχά!»· έκανε αναίσθητα με άλφα που ξεκαθάριζε απόλυτη αταραξία, αλλά και επαγγελματικό σκεπτικισμό.
― «Κύριέ μου, πολύ σας παρακαλώ, πείτε μου πότε θα την παραλάβω;»· κόντεψα να πέσω στα γόνατα· δεν ικέτευα από καταναλωτικό πνεύμα, αλλά από ένθερμο ζωοφιλικό συναίσθημα· όλοι είχαν μια πάπια να πηγαινοέρχεται στις οθόνες τους, εγώ γιατί όχι;· η παχιά πάπια είχε σφηνωθεί στο κεφάλι μου κι άκουγα κι όλας τα φλατς -φλούτς των χαριτωμένων περιπάτων της στην... “φυσική λίμνη”!
― «Θα δούμε... θα δούμε...»· ο επαγγελματικός σκεπτικισμός και πάλι δραστικός στο ολικό ύφος του μούτρου του πωλητή, σχεδόν μου γυρνούσε την πλάτη...
― «Αγαπητέ μου, τί σκοπεύετε να κάνετε με την... Ξέρετε...· μ’ αυτήν την “τρύπα” που διέρχονται μέσα της τα “φυσικά χρώματα”...»
― «Θα δούμε! Σας είπα, θα δούμε!»· α, είχε κι από πάνω δείγματα εκνευρισμού! Για δες εκεί δικαιοσύνη!
― «Δηλαδή;»· έκανα κουρασμένα.
― «Θα δούμε»· επανέλαβε.
Ω, τι μου συνέβη τότε εντός μου! Το κάρβουνο απ’ τα έντερά μου, έτρεχε προς τα πάνω, το δε κάρβουνο απ’ το κεφάλι μου έτρεχε προς τα κάτω –με δυσκολία αυτό, φαίνεται γιατί δεν είχε ρόδες όπως το άλλο.
Τα κάρβουνά μου ανταμώθηκαν κάπου στον λάρυγγα και συνεδρίασαν:
― «Σαν με πολλή ευγένεια τού μίλησε του αχρείου...»· είπε το κοιλιακό κάρβουνο.
― «Δεν είναι διατεθειμένος να εξυπηρετήσει· έχει εντολές απ’ την διοίκηση να ροκανίσει χρόνο...»· συμπλήρωσε το εγκεφαλικό.
― «Ε, βέβαια· τσέπωσαν το παραδάκι της προκαταβολής και τώρα εκ του ασφαλούς εμπαίζουν...» συμπέρανε χλευαστικά το κοιλιακό.
― «Να τελειώνει με δαύτους!»· πρότεινε αποφασιστικά το εγκεφαλικό.
― «Να περιμένουμε εξελίξεις κι ύστερα...»· κατέληξε φουσκωμένο το κοιλιακό.
― «Λοιπόν; Να ξανανέβω στο κεφάλι;»· ρώτησε το εγκεφαλικό.
― «Αυτό θα κάνεις και θα συννενοηθούμε πάλι»· αποφάσισε το κοιλιακό, που’ταν μάλλον και γεροντότερο.
Έτσι, ξαναγύρισαν το καθένα στο πόστο του, αλλά εγώ ήμουν πια πολύ χάλια· το κάρβουνο στα έντερα με είχε γδάρει με τα πηγαινέλα του κι είχα ένα βασανιστικό αηδίασμα, το άλλο στο κεφάλι με τις τρεχάλες του μου έφερε εξαιρετική σαστιμάρα σαν να ταξίδευα σε ωκεανό με δεν ξέρω πόσα μποφόρ...! Κοιτούσα με μεθυσμένο βλέμμα, όλα εκείνα τα πολλαπλά “φυσικά χρώματα” της τεχνολογίας και είχα παραισθήσεις σε τέτοιο βαθμό που νόμιζα πως έπιασα εκείνη την παχιά πάπια και την μαδούσα ετοιμάζοντάς την για τον φούρνο. Παρουσίαζα ύποπτες στομαχικές διαταραχές και μου φάνηκε πως εντός ολίγου θα ξερνούσα πάνω στα “φυσικά χρώματα”.
Ο πωλητής, κάποια στιγμή, μού έγνεψε με τα μάτια και πλησίασα σ’ έναν πάγκο γυαλιστερό με χαρτιά διάφορα και σφραγίδες τεράστιες· να θαμπώνεις από σύστημα, διοίκηση, οργάνωση!
― «Ακούστε...»· είπε πράγματι πολύ σοβαρά· «... η παράδοση θα γίνει εφ’ όσον καταθέσετε γραπτή εγγύηση δημοσίου υπαλλήλου».
Διόλου δεν το χώνεψα το χουνέρι αυτό. Έστρεψα τα μάτια προς τα πάνω, προσπαθώντας να δω το κάρβουνο στο κεφάλι μου, κι όταν ένοιωσα να ταράζεται, του ψιθύρισα:
― «Τί μου λέει αυτός ο κρετίνος;»
― «Σπάστου τα μούτρα!»· υπέδειξε αντί άλλης απαντήσεως το κάρβουνο. Μου φαίνεται πως είχε όλα του τα δίκια να ξεστομίσει τόσο άναρχο λόγο, αλλά δεν έκανα καμμιά δυσάρεστη κίνηση κι είπα μόνον στον πωλητή:
― «Κύριε, τί σημαίνει δημόσιος υπάλληλος; Και για ποιό λόγο με ενημερώνετε εκ των υστέρων; Πού μπορώ να βρω δημόσιο υπάλληλο και μάλιστα εγγυητή; Εδώ και δεν ξέρω πόσες γενεές – του ρωμαιοβυζαντινού θρόνου απευθείας απόγονος είμαι, λάβετε υπ’ όψιν σας – δεν πέρασε απ’ το σόι μας κανείς δημόσιος υπάλληλος, ούτε εξασφάλισα ποτέ τέτοιου είδους γνωριμιά, παρ’ εκτός μιας αγαπητής μου συμμαθήτριας που δρα στο Υπουργείο Χωροταξίας και Περιβάλλοντος, αλλά που δεν θα τολμούσα να της ζητήσω να υπογράψει ως εγγυήτρια σε μια τέτοια υπόθεση “φυσικού χρώματος” όταν όλη η πολιτεία έχει τα απολύτως φυσικά της χάλια· το περιβάλλον... καταλαβαίνετε... δεν χρειάζεται κανένα Υπουργείο... Χμ... Καταλαβαίνετε... Έχω βρίσει τόσο τους δημόσιους υπάλληλους....· έχω μια κληρονομική απέχθεια για τον “τίτλο” τους, που δεν μου επιτρέπεται να τους ζητώ χάρες... Λοιπόν..;»
― «Τί λοιπόν;»
― «Λοιπόν λέω... Πώς μπορούμε να το κανονίσουμε τούτο το ξαφνικό πρόβλημα με κάποιο ευκολότερο τρόπο;»· θαύμασα την εναλλακτικότητα της ψυχραιμίας μου· άρχισα να απορώ αν ήμουν εγώ αυτοπροσώπως...!
Ο υπάλληλος με κοίταξε με ανένδοτο ατσάλινο ύφος και νόμιζα προς στιγμήν πως είχα να κάνω με τον ίδιο τον Πρόεδρο της ηλεκτροτεχνολογικής εταιρείας. Ξεκαθάρισε:
― «Μόνον γραπτή εγγύηση δημοσίου υπαλλήλου!»· στο πηγούνι του κρεμόταν σαν τσαμπί σουλτανί η αποφασιστικότητα ενός μεγιστάνα. Για δες!· το κομποφανές ανθρωπάκι!· το δουλικό του ένστικτο πώς είχε γραπώσει εκεί μέσα την ευκαιρία να “υπάρχει”!
Ήμουν εντυπωσιακό ψηλό γεροδεμένο άτομο 26 χρόνων κι είχα μηνιαίο μισθό 27 χιλιάδες ελληνικές δραχμές από ένα 66
πεθαμενατζίδικο κοπιαστικό ανθυγιεινό επάγγελμα, αλλά σε τίποτα η εξέλιξή μου αυτή, δεν κακοποιούσε το γεγονός πως ήμουν γνήσιος απόγονος ρωμαιοβυζαντινού θρόνου, και σαν τέτοιος έπρεπε να φερθώ. Παρ’ όλο τούτο το μεγαλειώδες μου σύνολο, μπροστά μου έστεκε θρασύς ένας ισχνός, μετρίου αναστήματος, καλογυαλισμένος ιδιωτικός υπαλληλίσκος και μου αξίωνε “διαπιστευτήρια δημοσίου”! Είχε ένα ύφος αφεντικού την ώρα που αποφασίζει την τύχη δισεκατομμυρίων φράγγων ως επένδυση μετοχικού κεφαλαίου! Για δες πράγματα! Κι όλα αυτά για μια γαλλική “τρύπα” που βάζει στα σπίτια, πάπιες και “φυσικά χρώματα”! Ε, λοιπόν κι αυτός ο Ροβεσπιέρος ήταν καιρός να δώσει απάντηση· δεν μπορεί, θα είχε κάποιες ευθύνες! Στο κάτω-κάτω για την γαλλική τεχνολογία, γινόταν όλο τούτο το τράβελο!· θα έπρεπε να έχει κάποια γνώμη.
Ξαφνικά, πήδησε απ’ το νταβάνι ο Ροβεσπιέρο και φώναξε:
― «Θα σε στείλω, μου φαίνεται στην γκιλοτίνα!»
Περίεργα, πολύ περίεργα πράγματα!
Ο υπάλληλος του καταστήματος συνέχισε:
― «Αποφασίστε. Διαφορετικά πηγαίνετε στο ταμείο να ακυρώσετε την πράξη αγοράς».
Τί να έφταιγε που είχε τέτοιο σίγουρο ύφος αυτό το μαλακόστρακο; Ίσως το ριγωτό του ένδυμα... Α, ναι, οπωσδήποτε το ένδυμα· αυτές οι επαρχιώτικες ρίγες χαρίζουν αυτοπεποίθηση γι’ αυτό όλοι οι βλαχοδήμαρχοι δεν τις αποχωρίζονται ποτέ...
Τα κάρβουνα έτρεξαν προς συνάντηση πάλι και συνεδρίασαν ξανά. Μίλησε πρώτα αυτό της κοιλιάς μου:
― «Ακούς τον αχρείο;! Κοίταξε ύφος που σου το’χει! Δες εκεί σουβλοπήγουνο! Κάτι δείχνει να’ναι με το ρούχο του, αλλά δεν είναι παρά κόκκαλα άδεια! Και το κεφάλι του... χμ... κάτι λέει με την μπριγιατισμένη του χωρίστρα, αλλά κοίτα κάτω απ’ την κόμη το κρανίο του· μαλακό, χαρτονένιο, λασπόφτιαχτο· το δίχως άλλο, αντί μυαλού, θα πλατσουρίζει εμμετικά μια ξινισμένη φιδεδόσουπα! Και κάνει και τον “Kάποιον”!»
Το κάρβουνο του κεφαλιού μου ήταν οργισμένο και στριφογύριζε άσχημα:
― «Να ακυρωθεί η πράξη! Να ακυρωθεί! Ακούς εκεί ακρότητες· δημόσιος υπάλληλος! Και τί δηλαδή;... Τί παραπάνω έχει από έναν εργαζόμενο; Η μονιμότης βλέπεις! Η μονιμότης! Έχουμε ένα φαινόμενο φτιαγμένο απ’ την κρατική λίγδα· α, όλα έγιναν για ψηφοθηρίες πολιτικών· έχουμε αντίληψη· καταλαβαίνουμε! Κάποτε, θα καταργηθούν· μάλιστα!· οι δημόσιοι υπάλληλοι θα καταργηθούν· δεν θα τους χρειάζονται για πάντα· άρση δημοσίου· θα συμβεί· μάλιστα! Προς το παρόν ισχυρά μονιμότης! Ο ιδιωτικός εργαζόμενος είναι το λοιπόν ένα αυγοτσόφλι· σήμερα τρώει, αύριο κατ’ ανάγκη στρίβει το έντερό του· έχει τώρα την εργασία του, αύριο δεν την έχει· παίρνει τον κλώτσο του και δρόμο. Τί αξία έχει λοιπόν η υπογραφή ενός εργαζομένου; Χα, χα! Κι από πάνω σού πετούν και το χάπι της “ιδιωτικής πρωτοβουλίας”... Ποιός έχει άλλος ιδιωτική πρωτοβουλία εκτός απ’ τον επιχειρηματία των υψηλών δανεισμών; Όλοι αυτοί οι μικρομεσαίοι θα βαρούν το κεφάλι τους κάποτε στον τοίχο... Θα γίνουν υπάλληλοι του εαυτού τους και θα καμώνονται τα αφεντικά. Οι πραγματικοί ιδιωτικοί υπάλληλοι, σαν αυτόν εδώ τον κομποφανή, θα βρίσκονται σε μεγάλες απρόσωπες επιχειρήσεις και θα κάνουν ό,τι περνά απ’ την ασυνειδησία τους για να κρατήσουν το πόστο τους, αλλά χμ... σε μερικά χρόνια, ο κρατικός μηχανισμός θα αυξήσει την μετανάστευση κι αυτή θα ρίξει το μεροκάματο... · όλοι τότε θα δουλεύουν αντί πινακίου φακής και θα’ναι και ευτυχείς... Οι ανόητοι δούλοι!· δημόσιοι κι ιδιωτικοί δούλοι, είναι ταμένοι να υπηρετούν το διεθνές οικονομικό κεφάλαιο... Σωστά· έτσι πρέπει· το κεφάλαιο συσσωρεύει κεφάλαιο για έναν μόνον σκοπό: τις πειραματικές έρευνες· η αναζήτηση στρέφεται σε έναν πλανήτη όπου δεν θα υπάρχει θάνατος...»
― «Δεν είναι ώρα για πολιτική ανάλυση. Λοιπόν, συμφωνείς ή όχι να ακυρωθεί η πράξη αγοράς;»· μίλησε διεξοδικά το κοιλιακό κάρβουνο κι έκοψε τον οίστρο του εγκεφαλικού.
― «Να ακυρωθεί»· συμφώνησε.
Τόσο πολύ άκουγα αυτό το «να ακυρωθεί» που το επανέλαβα:
― «Να ακυρωθεί η πράξη!»
― «Στο ταμείο!»· απάντησε ξερότυπα ο πωλητής.
Ακύρωσα την πράξη αγοράς παρουσία του Ροβεσπιέρου που βολτάριζε ανάποδα στο νταβάνι·
― «Μα δεν μου λέτε σύντροφε..»· τον ρώτησα· «για ποιό ζήτημα κάνατε κοτζάμ Γαλλική Επανάσταση;»
― «Γι’ αυτό!»· μου είπε και μου απεύθυνε ένα διπλό φάσκελο. Όχι πως σοκαρίστικα...
Λίγο πριν βγω απ’ την τζαμένια πόρτα του καταστήματος, τα κάρβουνα πήραν φόρα κι άρχισαν να τρέχουν μέσα μου. Μεγάλη αναταραχή!
Τα κάρβουνα δεν ξέρω τί έκαναν! Τέλος, τράκαραν μεταξύ τους τόσο δυνατά και δημιούργησαν έκρηξη. Απ’ την έκρηξη προήλθε ένα νέο καρβουνόσωμα, των ίδιων συστατικών, αλλά περισσότερο ραφιναρισμένο - σαν να’ταν περασμένο με καρυδέλαιο, και εμφανέστατα ισχυρώτερο, μιας και προήλθε από διάσπαση και ένωση δύο καρβουνοσωμάτων.
Το καινούργιο κάρβουνο ήταν ερυθρότατο και διατηρούσε τα γυαλιά του προηγούμενου, πάνω σε μια πολλή καθωσπρέπει τσάκιση, που’μοιαζε με μύτη. Μου μίλησε με εξαιρετική ευγένεια:
― «Πού πάτε; Φεύγετε; Πώς ανέχεσθε να υποβοηθάτε με την αδράνειά σας ένα ολόκληρο σύστημα που πάσχει;»
― «Να τα βάλω με επιχειρήσεις δηλαδή; Αμ, θα μου σπάσουν το κέρατο!»· διαμαρτυρήθηκα.
― «Να στο σπάσουν!»· πετάχτηκε ο Ροβεσπιέρος απ’ το νταβάνι.
― «Ανοίχτε το στήθος σας...»· συνέχισε στους ίδιους ευγενικούς τόνους το κάρβουνο· «...αφήστε-με να πέσω σ’ αυτήν εδώ την μοκέτα...»
Αυτό έκανα! Και τότε..! Α, τότε!· το είδα στα σωστά! Ένα κάρβουνο καθωσπρέπει! Κάρβουνο με επιβλητικότητα! Καθόλου δεν έμοιαζε με το δουλικό ύφος μου, την πλαδαρή μου κίνηση, την γλοιωδέστατή μου αδράνεια! Ήταν ένα κάρβουνο μονομάχο, με γυαλιά μυωπίας, που κανείς δεν μπορούσε να το προσέξει καθώς κρυβόταν μέσα στην σάρκα μου! Λες να’χει ο καθένας μέσα του από ένα τέτοιο;! Και τί θα γινόταν αν όλα τα κάρβουνα έπεφταν στις μοκέτες των επιχειρήσεων; Μπα...· ελάχιστοι κρύβουν μέσα τους ένα κάρβουνο! Ο φιλαράκος ο Ροβεσπιέρος, μπορεί να’χε κανένα ίδιο με το δικό μου κάρβουνο, που το πέταξε σ’ εκείνην την επανάσταση!
Το κάρβουνό μου, δρομολογούσε – ψυχρό κι ατάραχο – στην μοκέτα του καταστήματος, σπέρνοντας πύρινους κόκκους.
Κατάλαβα πόσο σπουδαίο και συντροφικό για μένα ήταν και άπλωσα το χέρι μου να το αρπάξω, να μην καταστραφεί σε μια τόσο τιποτένια υπόθεση. Αλλά το κάρβουνό μου, είχε αποφασίσει να γίνει στάχτη κι ίσα που πρόφτασε να μου δώσει το ζεύγος γυαλιών του, που φορώ ακόμα τώρα, μνημονεύοντάς-το.
Με αποχαιρέτησε:
― «Θα επανέλθω· έχετε ανάγκη, αγαπητή μου ύπαρξη, από πολλές αποφάσεις ακόμα... Είσθε μια νεαρή ύπαρξη που σας χρειάζονται αυτά τα γυαλιά μυωπίας· θα δείτε καλλίτερα όταν γεράσετε.... Φυλαχθείτε απ’ την ανθρώπινη κουταμάρα...· δεν είναι ανάγκη να μοιάσετε σ’αυτόν τον κόσμο που καταναλώνει τον εαυτό του αφού πρώτα τον αναλώσει στην παραγωγή “ειδών δούλων”...·ορίστε· ένα ζεύγος γυαλιά μυωπίας είναι ό,τι μόνον θα σας χρειαστεί να διαβάσετε τον χρόνο σας...»
Έφυγα. Πίσω μου πλήθαιναν οι εκρήξεις. Σπουδαίες έγχρωμες κι απολύτως φυσικές εκρήξεις. Μια φωτιά γαλαζοκόκκινη ξεχείλιζε ως τον δρόμο. Τα κόκκινα σχήματα έφτιαχναν τρομακτικούς ήσκιους.
Μέσα σε κραυγές που ούρλιαζαν πως “κάποιος τρομοκράτης ενεργοποίησε εκρηκτικό μηχανισμό”, άκουσα το γέλιο απ’ την στάχτη του κάρβουνου και πρόφτασα να ακούσω για τελευταία φορά την φωνή του:
― «Φυλαχθείτε απ’ την ανθρώπινη κουταμάρα!»
Κείνη την στιγμή, άρχιζε ξανά μια διαδήλωση κι η κυκλοφορία στένευε πάλι. Μέσα σ’ αυτό το παρανάλωμα, ο σημαντικότερος εκ των αρχηγών της γαλλικής επανάστασης, ο Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος, προσπαθούσε να δει από φλεγόμενο βίντεο, την σειρά κινουμένων σχεδίων:
«Γούντυ ο ...Τρυποκάρυδος!»...


ΝΤΟΝΑ ΝΑΦΘΑΛΙΝΗ
1989

Τ’όνομα της ήταν κοινόχρηστο. Το πρόσωπό της συνηθισμένο. Το κάθε της δευτερόλεπτο επαναλαμβανόμενο. Είχε μια μικρή κάμαρα με φθηνά βελούδα και δεχόταν τους πελάτες της· άλλοι την έλεγαν “ιερόδουλη” κι άλλοι “πόρνη”· το αποτέλεσμα ήταν ίδιο κι η ευγένεια σε τίποτα δεν την οφελούσε. Χρησιμοποιούσε φθηνές κολώνιες και ένα παχύρευστο υγρό που’χε η ίδια κατασκευάσει για την δερματοπάθειά της. Το δωμάτιο μύριζε καμφορά, σαπισμένο λεμόνι και ξύδι. Ωστόσο, υπήρχε κι ένα μπαούλο με σκαλίσματα, ακριβό και σκεπασμένο με καθαρό υφαντό, που απ’ την λίγη χαραμάδα του, έβγαζε οσμή ναφθαλίνης.Το τι κρυβόταν εκεί, μπορούσε κανείς να το υποθέσει· σινδόνια ίσως, καινουργή ρούχα, στολίδια ίσως, ίσως κουρτίνες ή γυαλικά...
Με τα χρόνια, η οσμή της ναφθαλίνης άπλωνε ναρκωτική και διαπότιζε τα πάντα στο μικρό δωμάτιο. Το σώμα της ιερόδουλης είχε κι αυτό την οσμή της ναφθαλίνης. Οι βαριές κοκκινόθαμπες κουρτίνες, κι αυτές με το σάλεμα του αέρα πάνω τους, άφηναν να αναδύεται η οσμή της ναφθαλίνης· θα έλεγε κανείς πως και το φως ακόμα που τρύπωνε στο δωμάτιο, είχε την μυρωδιά της ναφθαλίνης.
Οι πελάτες έφευγαν δυσαρεστημένοι γιατί όλα τους τα ρούχα, ύστερα απ’τις επισκέψεις τους στην ιερόδουλη, μύριζαν ναφθαλίνη. Ένας απ’αυτούς, Αρμένης, κοντοπόδαρος, με μισό αυτί χαμένο και βδελυρό μούτρο, βρήκε την ευκαιρία, εξ αφορμής αυτής της μυρωδιάς ναφθαλίνης, να διεκδικήσει τα χρήματά του πίσω, που όμως η τολμηρή πόρνη δεν ήταν διατεθειμένη να του επιστρέψει ούτε επί μέρους. Την κτύπησε και την έβρισε και κει πάνω στον καβγά που πήρε διαστάσεις και μάζεψε κόσμο, την αποκάλεσε : «Ντόνα Ναφθαλίνη»· το παρατσούκλι της έμεινε κι όλοι την αποκαλούσαν μ’αυτό, ξεχνώντας ολότελα το πραγματικό της όνομα.
Γέρασε μέσα στο επάγγελμα η Ντόνα Ναφθαλίνη και κάποια χαράματα ξεψύχησε στο φθηνό ντιβάνι του στενάχωρου δωματίου της. Την βρήκαν οι γειτόνοι, σε προχωρημένη σήψη, μέρες πολλές μετά, καθοδηγούμενοι στο πτώμα της από την μυρωδιά του σάπιου, που ανήκουστα, ήταν πιο δυνατή απ’ την μυρωδιά της ναφθαλίνης. Κανείς απ’αυτούς όλους, δεν μπορούσε να αναφέρει με ακρίβεια το όνομά της στις κρατικές αρχές που διεκδικούσαν στοιχεία ταυτότητας ακόμα και για τον θάνατο που ούτε η ποιότητα του φέρετρου δεν δείχνει να τον αφορά, πόσο μάλλον οι ληξιαρχικές στοιχειοθετήσεις. Απελπισμένα, οι γείτονες, ρωτούσαν δώθε-κείθε να πληροφορηθούν τα στοιχεία της Ντόνα Ναφθαλίνη· κανείς δεν ήξερε τίποτα παραπάνω απ’τον άλλον.
Η Ντόνα Ναφθαλίνη παρέμενε στο ψυγείο του νεκροτομείου, περιμένοντας – παραπάνω κι από αδιάφορα – την αναγνώρισή της που δεν έλεγε να συμβεί. Είδαν κι απόειδαν οι γείτονοι κι αποφάσισαν – αν και ήσαν θεοσεβούμενοι και διακριτικοί άνθρωποι – ν’ανοίξουν το μπαούλο που ανέδυε ναφθαλίνη, μήπως και ανακαλύψουν εκεί τίποτα ξεχασμένα έγγραφα, χρήσιμα για την στοιχειοθέτηση της ταυτότητας της Ντόνα Ναφθαλίνη.
Το μπαούλο άνοιξε κι ό,τι υπήρχε εκεί άφησε τους πάντες άναυδους· δεκάδες πάνινα σακκουλάκια κατάγιομα με σφαιρίδια ναφθαλίνης και δεμένα με ροζ φιογκάκια σαν να ήταν γαμήλιες μπουμπουνιέρες, και στο μέσον τους δέσποζε μια νεανική φωτογραφία της Ντόνα Ναφθαλίνη με ένα τεράστιο λαμποκόπο αισιόδοξο χαμόγελο· ήταν αυτό που η ναφθαλίνη προστάτευε χρόνια και χρόνια απ’το σκώρο...


Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΠΛΗΤΤΕ
1982

Η πλήξη είχε γατζώσει τα πρόσωπα και σιγότρωγε την μέρα τους σαν να’ταν κουλούρι που του είχε πέσει αθόρυβα το σουσσάμι...
Κρατώντας σημειώσεις απ’ την τελευταία παντομίμα του δρόμου, άρχισα να ανακαλύπτω πόσο δεν υπήρξαμε· εμείς, η παλιά συμμορία των ισχυρών, οι ενωμένοι από ανία, από λιγόστεμα οξυγόνου· εμείς οι άνθρωποι με την λαθεμένη οντότητα. Ήμασταν πορτραίτα από λίγη μορφή, κρικομένοι θανάσιμα στην πλήξη. Συσπειρωμένοι επίσημα στην αφάνεια μας, στον βλοσυρό ήσκιο ενός μηδενικού κανόνα· του κανόνα της ύπαρξης μας που δεν τολμήσαμε να παραβιάσουμε παρά μόνον... παρα μόνον όταν βάζουμε νεκροί το καλό μας κοστούμι – μήπως και παρεξηγηθούν τα χώματα... μήπως στα σκουλήκια δεν είναι αρεστό το τρίλι...
Ο καιρός μας, έμοιαζε να λιγοστεύει στις προσαυξήσεις της φθοράς του· δυστυχούσαμε· το ημερολόγιο της ζωής μας ήταν φρικτά επαναλαμβανόμενο· σαν κάθε μέρα να’ταν μια Κυριακή που της έλειπαν οι θρησκευτικές ψαλμωδίες... Σ’ όλες τις σελίδες – πισώπλατα – υπήρχαν προσθαφαιρέσεις εξόδων· μικροσκοπικοί αριθμοί γραμμένοι νευρικά, καταναγκαστικά, απελπισμένα...
Είχα αποφασίσει πια, πως έπρεπε, οπωσδήποτε έπρεπε, να εμπλακώ σε μια περιπέτεια που θα ρήμαζε μια και δια παντός την φρικαλεότητα της πλήξης. Τότε συνάντησα τον κατεστραμμένο εκείνον άνθρωπο, που έμελλε να με κάνει να αναθεωρήσω στα περί πλήξης συμπεράσματά μου και να δω εκείνην την μυστική ισορροπία της πλήξης, που κανείς ποτέ δεν είχε καλοδεί και δεν είχε αποδεχθεί τον ασφαλή, δημιουργικό της –αν κι αβάδιστο – δρόμο.
Ο κατεστραμμένος άνθρωπος ήταν πεσμένος πάνω σε χαρτόκουτα· βρώμικος, ρυτιδιασμένος, ισχνός και παραμιλούσε... Τράβηξε αμέσως την προσοχή μου και
προσπάθησα στα μπερδεμένα λόγια του να βρω το κουβάρι της ζωής του και να το ξετυλίξω κατανοητά. Κατάφερα, ύστερα από πολύ καιρό, να διαβάσω την ιστορία του μέσα στις σκόρπιες αφηγήσεις του. Κοντολογίς, ο κατεστραμμένος αυτός άνθρωπος, ήταν κάποτε ένας αστός που είχε τα ίδια με όλους· οικογένεια να φροντίζει, σπίτι με καλά μοντέρνα έπιπλα, εργασία αποδοτική καθαρή κι αρκετά ξεκούραστη, μια εξοχική κατοικία παραθαλάσσια όπου έκανε τις διακοπές του, αρκετούς φίλους με τους οποίους βρισκόταν τακτικά σε διασκεδαστικές εξόδους και σπιτικά τσιμπούσια, τραπεζικούς λογαριασμούς που του χάριζαν την ευπρέπεια μιας ασφάλειας, είχε ασφαλώς και πρόσβαση σε τραπεζικούς δανεισμούς, είχε με όλα τα άλλα και μια αρεστή εμφάνιση που του εξασφάλιζε την παρήγορη συντροφιά μιας κατά πολύ νεώτερής του ερωμένης, είχε και τα τυχερά του απ’ τα θηλυκά κοιτάγματα και γενικώς είχε όσα έχουν οι “περίπου” ζωντανοί της πολιτείας. Όμως... Έπληττε! Έπληττε καταθλιπτικά κι αφόρητα. Ήταν συνεχώς με ένα «αχ – βαχ» αδικαιολόγητο στο στόμα. «Καλημέρα»· του έλεγες· «τί χαμπάρια αγαπητέ...;» κι αντί άλλης απαντήσεως άκουγες ένα «αχ – βαχ», ακολουθούσε μια μουρμούρα μέσα σε ξεφυσήματα: «Ε, τι νέα να’ χω;· όλο τα ίδια και τα ίδια· πλήξη...· α... πλήξη...». Αυτή ήταν όλη η ενημέρωση που λάμβανες απ’ τα πάντα ψευτογελαστά του χείλη. Έτσι τραβούσε η ζωή του κι έφτασε ως και στον ψυχαναλυτή για να επιλύσει την προβληματική υπόθεση της πλήξης του. Τί να σου κάνει κι η ψυχανάλυση, όταν έτσι κι αλλιώς η ζωή, σου φέρθηκε τόσο καλά, ώστε να καταφέρνεις και να πλήττεις..;!
Ο κατεστραμμένος άνθρωπος, δεν κατάφερε ούτε στην ιατρική επιστήμη να βρει άκρη και συνέχιζε το «αχ» και το «βαχ» του· πήγαινε απ’ το κακό στο χειρότερο στην ψυχολογία του, ενώ ταυτόχρονα όλα στην ζωή του εξελισσόταν απ’ το καλό στο καλλίτερο. Ένα πρωινό, ξεκίνησε για την επιχείρησή του έχοντας την ίδια καθημερινή του κατηφή όψη που δήλωνε
χιλιόμετρα μακριά την βαριεμάρα της πλήξης του. Βγαίνοντας απ’ την πόρτα του, συνάντησε έναν κακοντυμένο απεριποίητο άνθρωπο μ’ έναν τσιμπουριασμένο σκύλο που κι οι δυό τους έδειχναν να διατελούν σε αρμονική ευτυχία. Απόρησε και θέλησε να πληροφορηθεί περισσότερα. Ήταν λάθος του που δεν τράβηξε τον δρόμο του, παρά στάθηκε κι έπιασε κουβέντα. Έμαθε λοιπόν πως ο άνθρωπος κι ο σκύλος ήσαν εραστές! Στην αρχή σοκαρίστηκε, μα αμέσως ενδιαφέρθηκε γιατί το γεγονός τον έβγαζε απ’ τα καθιερωμένα της πλήξης του. Ο απεριποίητος άνθρωπος του συστήθηκε ως «κύριος Λύσσας» και προθυμοποιήθηκε να τον “ξεναγήσει” στα άδυτα αυτής της αλλόκοτης εμπειρίας. Με δισταγμό, αλλά και με τον αντιπληκτικό πειρασμό ως ζιζάνιο μέσα του, ο κατεστραμμένος άνθρωπος δέχθηκε να εμπλακεί σε μια τέτοια άρρωστη υπόθεση. Έπιασε φιλίες με τον κύριο Λύσσα κι ύστερα από λίγο διάστημα παρευρέθη σε συγκέντρωση οργίων όπου σκύλοι, γάτες κι άνθρωποι ερωτοτροπούσαν και χόρευαν πανηδονιστικά. Η όλη εμπειρία του κατεστραμμένου ανθρώπου, περιορίστηκε στο ότι γδύθηκε κι αυτός από πάνω ως κάτω και χόρεψε με ένα τεράστιο μαλλιαρό καφέ σκυλί, που βέβαια το δύστυχο ζώο δεν είχε διόλου τέτοια διάθεση, αλλά μερικές κλωτσιές του κυρίου Λύσσα το έπεισαν να παραστήσει την ντάμα του κατεστραμμένου ανθρώπου. Αυτό ήταν. Την επόμενη εμφανίστηκε στην επιχείρησή του, πλυμένος και περιποιημένος ο μέχρι πρότινος απεριποίητος κύριος Λύσσας, και του πέταξε πάνω στο γραφείο του μια δέσμη φωτογραφίες που έδειχναν γελοιωδώς τον κατεστραμμένο άνθρωπο να χορεύει γυμνός αγκαλιά με την καφετιά σκύλα. Καταλαβαίνουμε ποίου μεγέθους εκβιασμός επακολούθησε. Ο κατεστραμμένος άνθρωπος πλήρωνε κάθε τρεις και λίγο, με σημαντικά ποσά, την σιωπή του κυρίου Λύσσα, ο οποίος κύριος Λύσσας – σημειώνουμε – δεν είχε ποτέ ιδιαίτερες σχέσεις με γατόσκυλα και διέθετε ταχύπλοο σκάφος, σουίτα σε πανάκριβο ξενοδοχείο και ωραιοτάτη γαλλίδα ερωμένη. Ο κύριος Λύσσας ήταν απλώς ένας επαγγελματίας εκβιαστής που εντόπιζε τα θύματά του μέσα απ’το πλατύ κι ατέρμονον χώρο της πλήξης.
Ο κατεστραμμένος άνθρωπος, ζούσε πλέον σε συνεχή αγωνία κι είχε στα σοβαρά εξαντληθεί οικονομικά απ’ τον αδηφάγο εκβιασμό του κυρίου Λύσσα, όμως οφείλουμε να παραδεχθούμε πως είχε απολύτως θεραπευτεί απ’ την πλήξη του. Τώρα ανησυχούσε· πάθαινε κρίσεις πανικού· έβλεπε συνεχώς στον ύπνο του την καφετιά σκύλα να θέλει οπωσδήποτε να μοιραστεί ένα βαλσάκι μαζί του. Άρχισε να παραμιλά, να κακοντύνεται. Σιγά – σιγά να μην εμφανίζεται στην επιχείρησή του, να περπατά με τις ώρες ολομόναχος στα πάρκα, να μην συναντά φίλους και γνωστούς· έκοψε μαχαίρι κάθε προηγούμενη διασκεδαστική τους συνάντηση. Ούτε λόγος για ερωμένη κι ούτε βεβαίως καμμιά σωματική επαφή μετά της συζύγου του. Η σύζυγος, ως φυσικό επόμενο, βρήκε εραστή κι όταν του πληροφόρησαν τα μαντάτα, δεν έδειξε την παραμικρά ταραχή. Αυτός ήταν πια αφοσιωμένος στην αγωνία του και στο φάντασμα της καφετιάς σκύλας.
Με τον καιρό, όλες οι ισορροπίες της ζωής του διαλύθηκαν· η οικογένειά του σκόρπισε, η περιουσία του δεσμεύτηκε απ’τις τράπεζες κι ο ίδιος ήταν ένας μοναχικός παρανοϊκός που παραμιλούσε για “μια καφετιά σκύλα”· τον έπαιρναν στα αστεία όλοι· τα παιδιά τον φώναζαν «καφετιά σκύλα» και πειραχτικά τού πετούσαν κόκκαλα. Με τόση κατάντια, δεν ήταν πια διόλου καλή πηγή εισοδήματος για τον εκβιαστή κύριο Λύσσα κι έτσι ο κύριος Λύσσας με μια αυτοκρατορική κίνηση μεγαλοψυχίας, του έδωσε τις φωτογραφίες μαζί με τα πρότυπα φιλμς και του ευχήθηκε μάλιστα και «καλή τύχη».
Παρ’όλο που δεν συνέτρεχε πια κανένας φόβος εκβιασμού, ο κατεστραμμένος άνθρωπος εξακολούθουσε να καταντά όλο και περισότερο· άρχισε μάλιστα και να κλωτσά κάθε σκυλί που έβλεπε μπροστά του, αν αυτό είχε καφέ χρώμα. Οι ζωόφιλοι, του έκαναν καταγγελία και γρήγορα βρέθηκε στα δικαστήρια, όπου βεβαίως δεν είπε το παραμικρό για να συνθέσει την υπεράσπισή του. Η άρχουσα δικαστική νοημοσύνη, έκρινε πως αυτός ο κακομοίρης ήταν ένας ψυχοπαθής και διετάχθη ο εγκλεισμός του σε άσυλο. Βρέθηκε κι εκεί και επιβίωσε για κάμποσα χρόνια ανάμεσα σε διάφορους σημαντικούς τρελλούς που καθημερινά, του έδειχναν χίλιους ρόλους. Ο κατεστραμμένος άνθρωπος δεν έπληττε πια· αυτό ήταν βέβαιο· του είχαν συμβεί τόσα και τόσα διαφορετικά πράγματα· είχε δει τόσα και τόσα άλλα πέρα από το γραφείο του, την οικογένειά του, τις τραπεζικές συναλλαγές, τους επαναλαμβανόμενους φίλους του. Είχε αποκτήσει μέσα στο ψυχοθεραπευτήριο μια γνώση ζωής τόσο πολύ μπερδεμένη και σπάνια, που του διέλυσε για πάντα την οικειότητα της πλήξης του.
Όταν οι γιατροί αποφάσισαν πως δεν υπήρχε λόγος να παραμένει εκεί μέσα και τον εξήγαγαν στον κόσμο, ο κατεστραμμένος άνθρωπος έπαθε φρικτή κρίση και λίγο και θα ξαναέπεφτε στην πλήξη του, αλλά όχι· είχε σχέδια τέτοια ώστε να μην επιτρέψει να συμβεί αυτό. Πήγε κατευθείαν στα στέκια των άστεγων κι έπιασε την χαρτονένια μεριά του στον δρόμο. Έβλεπε ανθρώπους να περνούν και τους παρατηρούσε από πάνω ως κάτω· άκουγε τις κουβέντες τους, συχνά τους καβγάδες τους· έβλεπε κάθε τύπου άνθρωπο και κατάφερνε να διαβάζει απ’ το λίγο που τους παρατηρούσε, το μέγεθος της πλήξης τους. Παραμιλούσε όσα διαπίστωνε, γι’ αυτό κι ο λόγος του ήταν τόσο μπερδεμένος κι ασαφής· αντιλαμβανόταν τόσα πολλά που δεν πρόφταινε να τα ταξινομήσει στο μυαλό του και να τα βάλει σε μια καθαρή συνοχική κουβέντα.
Αυτή ήταν η υπόθεση της ζωής του κατεστραμμένου ανθρώπου... του ανθρώπου που έπληττε... που έπρεπε οπωσδήποτε να βγει απ’το πληκτικό κέλυφος της κοινωνικής του ασφάλειας· και βγήκε, περνώντας βίαια σε ένα δημιουργικό χάος γνώσης χωρίς πληκτικά όρια, αλλά και χωρίς συναισθηματικά όρια γιατί μόνον μέσα στην επαναλαμβανόμενη πλήξη ζουν τα συναισθήματα των ανθρώπων· η πλήξη σε εξοικειώνει με τον απέναντί σου· η πλήξη σε κάνει να μισείς ή να αγαπάς τον απέναντί σου· η πλήξη σε κάνει να χρειάζεσαι να μισείς ή να αγαπάς τον απέναντι σου. Όσα περισσότερα κερδίζουν οι ανικανοποίητοι, αχάριστοι άνθρωποι τόσο περισσότερο πλήττουν. Κάθε τι που κατακτούν το θεωρούν πρόσθετο πληκτικό βάρος. Αγάπα έναν άνθρωπο που τα έχει όλα και θα δεις πως θα βαρεθεί να τον αγαπάς· στην πρώτη ευκαιρία θα σε προδώσει με την καφετιά σκύλα. Αγάπα έναν άνθρωπο που ναυάγησε, που ποτέ στον βυθό της τύχης του δεν αγαπήθηκε, και θα δεις πως δεν θα αντέξει να σε ανταλλάξει ούτε με όλον τον πλούτο της γης· θα σε λατρέψει, θα σε αγιοποιήσει, θα σε κρατήσει στο μυαλό του ως τον θάνατο. Κανείς ποτέ δεν προδίδει το «ένα» που κέρδισε! Τί νομίζετε είναι η πλήξη; Είναι τα πολλά κεκτημένα σας! Αν δεν θέλετε να πλήττετε, χάστε όλα όσα έχετε! Σας ερωτώ λοιπόν: θέλει κανείς να του δώσω την κάρτα του κυρίου Λύσσα; ....



ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΗ
1981

Η καμπάνα κτύπησε κι ο άνθρωπος άνοιξε το ένα κυρτό του μάτι. Το άλλο κλειστό, νύσταζε ακόμα...
Η εμπλοκή του ανθρώπου αυτού στην υπόθεση των ατελών ονείρων, χρόνια μετά θα μπέρδευε τους βιογράφους του, αλλά προς το παρόν ήταν ζωντανός, αν και μαλθακός, και μπορούσε να καταστρώνει βαθυσκότεινα σχέδια.
Με το τσακ της αφύπνισης, τον περίμεναν πολλά δεινά· ξεκινούσαν ακράτητες οι δυστυχίες της καθημερινότητάς του. Ήταν νεκροθάφτης και διατηρούσε ένα μικρό θαμπό και ταιριαστά θλιβερό γραφείο κηδειών. Είχε έναν υπάλληλο για την νυχτερινή βάρδια που όμως έπινε αφειδώς και ροχάλιζε αξεπέραστα, έτσι ώστε πολλά πτώματα υποχρεωνόσαν να καταφύγουν για την ταφή τους σε άλλα θαφτικά γραφεία. Αυτήν την φορά ο υπάλληλος το παράκανε· έβαλε μέσα στο φέρετρο με την παχιά νεκρή κι άλλον έναν πεθαμένο. Μάταια τον γύρευαν για μια ολόκληρη ώρα. Θεώρησαν πως κάποιο αντίπαλο γραφείο, τους έκλεψε το αγαπημένο πτώμα. Με τα πολλά, κι αφού ξεσήκωσαν ως και τους πάγκους που χρησίμευαν για τα νεκροντυσίματα, βρήκαν το πτώμα στριμωγμένο στο ίδιο φέρετρο της παχιάς κυρίας, η οποία τους μεσοκόπιασε να την μεταφέρουν.
Αυτό το γεγονός είχε κάνει έξω φρενών τον άνθρωπό μας κι είχε στα σοβαρά θυμώσει τόσο με τον μπεκρούλιακα υπάλληλό του, ώστε αποφάσισε να του δώσει ένα καλό μάθημα.
Ετοιμάστηκε με τα κατάλληλα πένθιμα ρούχα κι έσπευσε στο γραφείο του περιχαρής που επιτέλους θα αξιωνόταν μιας ζοφεράς εκδικήσεως στον πανάθλιο νυχτερινό υπάλληλο, εξ αφορμής του οποίου, το γραφείο κηδειών πήγαινε απ’το κακό στο χειρότερο, λες κι είχαν πάψει οι άνθρωποι να πεθαίνουν.
Όλην την ημέρα, ο άνθρωπός μας, χασκογελούσε μόνος του στην ιδέα της νίλας που ετοίμαζε στον “περίπου συνάδελφό” του.
Η πολυπόθητος ώρα της εκδικήσεως έφθασε· ο νυχτερινός υπάλληλος παραπατώντας από γερό μεθύσι, ήταν εκεί προ των καθηκόντων του.
Ο άνθρωπός μας, τον χαιρέτησε μ’ ένα γελάκι μοχθηρό και πολλά υποσχόμενο και υποκρίθηκε πως αναχωρεί. Στην πραγματικότητα, έκανε τον γύρο της αυλής και ξαναμπήκε απ’ το πίσω παραθυράκι μέσα στο γραφείο κηδειών, κατευθείαν στο καμαράκι που τακτοποιούσαν τα πτώματα. Άνοιξε ένα φέρετρο και μπήκε. Περίμενε κι αφού βράδιασε για τα καλά, άρχισε να μουγκρίζει σαν φάντασμα βοδιού.
Ο υπάλληλος, δεν έδωσε στην αρχή σημασία στα μουγκρητά και συνέχισε την οινοποσία του απαθής. Τα μουγκρητά, ωστόσο, πύκνωναν και τον υποχρέωσαν να σηκωθεί – βλαστημώντας- απ’ τον χαλασμένο μισόσκιστο καναπέ και να κατευθυνθεί με πλαδαρό σουρτό βήμα στο καμαράκι των ειρηνικών φέρετρων.
Τα μουγκρητά έβγαιναν από ένα φέρετρο ακριβό και καλογυαλισμένο. Ο υπάλληλος πλησίασε· άνοιξε εντελώς το ήδη μισάνοικτο καπάκι και κοίταξε...· το αφεντικό του ήταν εκεί, σε νεκρική κατάσταση και προχειροστολισμένος με φθηνές μαργαρίτες!
Όλως περιέργως η θέα του αφεντικού στο φέρετρο, δεν του προξένησε καμμία έκπληξη. Ξανάκλεισε το καπάκι· το πίεσε να σφραγίσει καλά. Πίσσωσε την κάσσα στα πλάγια για να εξασφαλίσει στο πτώμα αεροσταγή θάνατο και την κάρφωσε με όλα τα καρφιά των άνω δέκα πόντων έκαστο.
Καθησυχασμένος που εκτέλεσε το χρέος του, μουρμούρισε:
― «Σε τακτοποίησα! Δεν έχεις κανένα λόγο να μουγκρίζεις. Βούλωστο λοιπόν γιατί μου διακόπτεις την συνοχή της οινοπότικής μου σκέψης. Αν ξαναμουγκρίσεις, μα την πίστη μου, θα σε φλομώσω στο λιβάνι!»
Κανείς δεν άκουσε τα απελπιστικά ουρλιαχτά του ανθρώπου μας, ολονυκτίς μέσα στο φέρετρο. Μέχρι το πρωί, έχασε ολότελα τις αισθήσεις του κι έτσι ακριβώς εκηδεύθη· φρόντισε γι’ αυτό, ο υπάλληλος που στην εξαιρετικά τρισδιάστατη μέθη του, τον παρέδωσε στους αρμόδιους της νεκροφόρας, στην θέση ενός ισχνού δασκάλου που είχε ξεχαστεί σε κάποιο νεκροκρέβατο, και μάλλον θα έμενε ακήδευτος δια παντός.
Το χειρότερο όμως δεν ήταν πως ο άνθρωπος θάφτηκε ζωντανός και με ξένα στοιχεία ταυτότητας, το χειρότερο ήταν που εκεί, στο φέρετρο, καθώς λιγόστευε το οξυγόνο κι έπεφτε σε βύθινση, άρχισε να βλέπει ένα περίφημο όνειρο, πως τάχα ετοιμαζόταν να κόψει με πριόνι τον άθλιο υπάλληλό του, αλλά και αυτό το όνειρό του έμεινε ατελές· την στιγμή που είχε γραπώσει το χοντρό πόδι του υπαλλήλου του και του εναπόθετε το πριόνι, ο παπάς – στον πάνω κόσμο των ζωντανών – διέταζε: «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν» και τον βύθιζε στα χώματα.
Με την αναταραχή του φέρετρου στον λάκκο, ο άνθρωπός μας, ξύπνησε, ψαχούλεψε να βρει το πριόνι να συνεχίσει την ευχαρίστηση της εκδίκησης, αλλά έπιασε το ξύλο του νεκροκρέβατου... πρόφτασε να ακούσει την τσιπουρόλουστη φωνή του υπαλλήλου του να υποδεικνύει στους θαύφτες:
― «Ρίχτε κι άλλο χώμα... μπόλικο... Έτσι, μπράβο!· σκεπάστετον καλά... Μπόλικο χώμα, ναι... ! Έτσι, μπας και βγάλει τον σκασμό· με τρέλλανε όλην νύχτα με τα μουγκρητά του...»



...ΣΤΟΝ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΑ
1983

...Δέθηκε στην σκέψη μου ο άνθρωπος του σταθμού με τα ροζ μάγουλα και τις παντόφλες. Γαμψός με χλομά προγούλια και πλαστικές παντόφλες! Με κόκκινα σπυριά -που οσμούσαν σάπιο γαρμά- και παντόφλες! Παντόφλες! Τί γύρευε ένας άνθρωπος στον σταθμό με παντόφλες; Δερμάτινο επενδύτη και παντόφλες! Ίσως είχε μια κάποια ενόχληση σε έναν μυστικό οξύπονο κάλο, αλλά και πώς ήταν δυνατόν να βολτάρει με τρόπο τόσο ευχάριστο, ραμμένος σε μια ανήκουστα εκνευριστική αισιοδοξία;! Μου θύμιζε πρόχειρη καρικατούρα. Απίστευτα λογικός άνθρωπος καθώς έκανε τέτοια ευεργεσία στις φτέρνες του.
Ξαφνικά κατάλαβα πως διέσχιζα τον 2ον όροφο. Το σιδερένιο παραλληλόγραμο ήθελε ακόμα τέσσερα πατώματα για να παύσει την μοναξιά κι εκείνον τον γαργαλιστικό τρόμο που μου έφερνε.
Είχα ακόμα στον νου μου τον άνθρωπο του σταθμού με τις παντόφλες. Μήπως και δεν κυκλοφορουν άλλα παράδοξα;!· η κυρία με το μωβ καπέλλο που στέκει ορθή στο βαγόνι κι όταν ακόμα όλες οι θέσεις του είναι άδειες· κρυφογελά με τον εαυτό της· ψιθυρίζει μια άρια τόσο αχνά και κάνει όλο τα ίδια και τα ίδια ως να φθάσουμε στον τερματισμό. Εκεί κατεβαίνει αναπηδώντας σαν μαριονέττα, διορθώνει την κάλτσα της, ξελύνει το δεξί κορδόνι τού πολύ μυτερού παπουτσιού της και μονολογεί με έναν γκρινιάρικο θυμό που σου γδέρνει την ακοή σαν νύχι:
― «Είκοσι φράγκα για μια τοσοδούλα αγκράφα! Αισχρός, ακαμάτης, άξεστος κι αφόρητο Εβραίος! Α, ο αγενής· δεν με καλημερίζει! Δεν του αρέσει ο Σκαλκώτας! Ακούς εκεί, ο κακόγουστος αμόρφωτος! Έχει ένα χέρι χοντρό και πώς γελάει... σαν χήνος!!! Το πλακουτσωτό του μούτρο, τι κρέας! Μηδαμινός προλετάριος· απατεωνίσκος χωρίς γόητρο και...»
Την ακολουθώ ως το μεγάλο ρολόι· λέει πάντα αυτά με απόλυτη συνέπεια στην σαστιμάρα της και πάντα σταματα σε ένα «και...» που δεν του βρίσκει λόγια παρακάτω, παρά μόνον κάποιες θλιβερές αναπνοές. Την αφήνω για να στρίψω προς το τελωνείο·κι εκεί δεν είναι λιγότεροι οι παράξενοι. Είναι κάποιος με καστόρινο σακάκι που φτιάχνει αιτήσεις στο παράθυρο· μια φιγούρα λαίμαργη, ελκυστική όσο ένα γέρικο γεράκι που σκοντάφτει στα αετώματα. Ένα παράστημα που παζαρεύει διοικητικά πνευματικές πήχες..Ε, αυτός κάνει κάτι πολύ ασυνήθιστο σαν τυγχάνει να ζημιώσει στις πληρωμές, μ’όλο που’ναι περίφημος απατεώνας· πέφτει σε ένα βρώμικο καρότσι αχθοφόρου με τα μούτρα προς τα μέσα και γρυλίζει:
― «Αλοίμονό μου με τους απατεώνες! Ο διάβολος να τους πάρει!»
Είμαι λοιπόν στον τέταρτο όροφο. Μυρίζει σαν σε νεκροτομείο. Καθημερινός κλίβανος! Καίγομαι απ’ τον ιδρώτα μου. Με πιέζει μια παλάμη μαρμάρινη στο στέρνο. Πού πάει η ανάσα μου; Πάει... κόπηκε· δεν έχω πια ανάσα! Λες να βγαίνουν τίποτα αέρια από τίποτα σωλήνες; Μπορεί και να κάηκε το οξυγόνο και δεν θα πάρουν είδηση οι ένοικοι σαν ξαπλωθώ από τίποτα ζάλες. Πολλά δυσμενή «τίποτα»· τούτο, κείνο, το άλλο!· μου φαίνεται πως περνά κι όλας το δηλητήριο στο μυαλό μου· ίσως εισέρχεται απ’ τα αυτιά μου, γιατί νοιώθω εκεί κοντά ένα γαργαλητό σαν να ακουμπά ένα πούπουλο.
5ος όροφος. Λοιπόν ...ναι· συμβαίνουν πολλά “ξαφνικά” στον δρόμο. Δεν μπορείς να μείνεις απαθής. Ιδιαίτερα το πρωί που οι άνθρωποι έχουν κάτι από τον ύπνο τους σαν σημαιάκι στο κεφάλι· οι περισσότεροι, είναι φανερό, συνεχίζουν κάποιο τους όνειρο. Πολύ καλά θυμάμαι την περίπτωση του ανθρώπου με το χαλασμένο βλέμμα· μίλαγε λίγο-λίγο σαν να έπαιρνε απάντηση από κάποιον που είχε εδρεύσει στο μυαλό του κι ήταν σ’ αυτόν ορατός:
― «...Φίλτατέ μου!...Πώς; Γριπιάσατε όλοι;!.. βέβαια-βέβαια, στην κηδεία της παραδουλεύτρας σας...Τι παλιόκαιρος...!·και πόσων χρόνων ήταν εκείνη η γυναίκα; Μόνο πενηνταδύο!Κρίμα-κρίμα...Έμφραγμα; Ούιι· καρκίνο!!! Και στα οστά... Ούιιι, κρίμα... κρίμα...! Τα ταβερνεία δεν είναι πια για μένα... χι-χι... το έλκος μου... Ε, ελάτε δα· τί μπορεί να συμβεί μ’ένα ποτηράκι;...Α, μην το λέτε...ναι... ασφαλώς.. μα κι η χολή μου και το συκώτι μου κι όλα μου τα εργαλεία... κρίμα ναι... εξέφτισε η νεότης... κρίμα, ναι...»
Ύστερα πετά τα ρημαγμένα μάτια του έξω απ’ το τζάμι κι επαναλαμβάνει νωχελικά:
― «Κρίμα... κρίμα... Ουί.. κρίμα...»
6ος όροφος·ευτυχώς·είχε πια ολότελα να δηλητηριάζεται ο χώρος. Δεν καταλαβαίνω το πως και σκέπτομαι ενώ δεν ανασαίνω;! Δεν θα ξαναμπώ σε ανελκυστήρα! Αύριο κι όλας, θα μετακομίσω στο μονό διαμέρισμα του ισογείου· πρόσεξα πως ενοικιάζεται κι είναι και βαμμένο· όλες του οι τρύπες στοκαρισμένες και με καινούργια σιφόν· μια χαρά στέκι! Θα μετακομίσω στα σίγουρα! Δεν μου χρειάζεται η βαριά τραπεζαρία...· άλλωστε τόσα καθίσματα άδεια... πάει καιρός που πέθαναν όλοι... Στα σίγουρα δεν μου χρειάζεται μια τόσο βαριά τραπεζαρία· θα την ξεφορτωθώ...· τρώγω περίφημα στο μαρμαράκι της κουζίνας... Θα κρατήσω ίσως το σερβάν της μάννας... βέβαια...θα το κρατήσω!· είναι κρυμμένα στο τελευταίο του συρτάρι τα χειρόγραφα της αδελφής...έσβησε, έσβησε... α, καημένο κορίτσι... ζούσε στα ποιήματα· τί μπορεί να σου κάνουν κι αυτά όταν ο καιρός παλιώνει..; Το σερβάν θα το κρατήσω· άλλωστε φυλάγω εκεί ένα αφόρετο υποκάμισο και δύο ζεύγη κάλτσες – εντελώς αμαντάριστες! Διάβολε!· γιατί δεν ανοίγει τάχα η πόρτα;!· τί μπορεί να συμβαίνει;· κάποιο καρφάκι ίσως... ας δούμε... δεν βλέπω τίποτα· όλα από την έσω πλευρά είναι λεία και στρωτά... Μμ..· μπορεί να’χουν στριμώξει απ’έξω τίποτα μπάζα ή πιο πιθανά, εκείνους τους χοντρούς σκουπιδοντενεκέδες... Α, αυτή η θυρωρός!· δεν υποφέρεται!..· είναι μια πλαδαρή γριά άχρηστη!· αυτό είναι!... Δεν γίνεται τίποτα... Καλά θα κάνω να ξανακατέβω και να ξαναφθάσω στον 6ον απ’ την σκάλα. Τι ανοησία μου!· έπρεπε εξ αρχής να διαλέξω τις σκάλες... Ας δούμε τώρα... δεν σαλεύει το σιχαμένο! Δεν ταλαντεύεται διόλου το τερατώδες σκαρίφημα των ανθρώπων! Θα μείνω λοιπόν σ’αυτό το σιδερένιο μέτρο;! Θα καταπίνω τα δηλητηριώδη αέρια, ανυπεράσπιστος;!· αρχίζουν να με απειλούν!· θα αιμοπτύσω! Και τί θα γίνει;· αν... αν έσπαζα το τζάμι;... Χμ... να μια μπορετή πράξη! Λοιπόν ας το κάνω..!· είναι σκληρό σολόδερμα τα τακούνια μου κι ίσως κάτι καταφέρω.. Ας το κάνω!.. Μα τί στον δαίμονα..;! Πού..;!... πού τραβά αυτό το σιδερόκουτο..; Ανεβαίνει!! Ανεβαίνει... κι ωστόσο δεν πάτησα κανένα παραπάνω κουμπί.. Και τί έχει παραπάνω; Την ταράτσσα! Μήπως λοιπόν είναι της κακοτυχίας μου να πεθάνω απ’αυτό που πάντα φοβόμουν;! Δεν θα το επιτρέψω! Καθόλου δεν έχω συνηθίσει να ανήκω στην μοίρα μου! Να· μπράβο μου· πιέζω το τζάμι· με τα χέρια, το κεφάλι, τα γόνατα! Τι παράξενος που έγινα!· σαν ένας πίθηκος! Σπρώχνω, κτυπώ! Δεν κάνουν τίποτα αυτά τα σολοδέρματα· τα φτιάχνουν της κακιάς ώρας κι έχουν και μεγαλύτερο κόστος για τον αγοραστή· άχρηστα· δεν μπορείς να τσακίσεις μ’ αυτά ούτε ένα τόσοδά τζαμάκι! Με εγκαταλείπει η πνοή μου. Θα ξεράσω το ωραίο μου αίμα! Τι κακώσεις! Και τί συμβαίνει; Ο ανελκυστήρας διασχίζει και την ταράτσα! Μα παραπάνω δεν έχει τίποτα· αυτό το γνωρίζω καλά, γιατί απλώνω δυο φορές την βδομάδα τα εσώρουχά μου και μια ακόμη φορά, το πρόχειρο παντελόνι μου. Ποτέ δεν παρατήρησα κάποιο στέγαστρο, κάποια επιφάνεια τέλος πάντων, παραπάνω απ’την ταράτσα! Θα πεθάνω λοιπόν με κάτι επιπλέον ανερμήνευτο; Εμπρός, τώρα θα βάλω τα δυνατά μου! Γκούπα! Άλλη μία· γκούπα! Σπάζω το κρύσταλλο· επιτέλους! Ευτυχώς, σώζομαι πάνω σε ένα ξύλινο σύννεφο, που το σέρνει στα σπλάχνα των αιθέρων ένα χοντρό γέρικο βόδι, το οποίο, περιέργως, μοιάζει στην θυρωρό...
―«Τί θα γίνει με ελόγου σας κύριε;Βαλθήκατε να κάνετε τον φόβο σας πεπρωμένο;! Δεν αρκεί, άλλωστε, να πληρώνετε το κρύσταλλο κάθε φορά. Τόσοι ένοικοι σας βλασφημούν γιατί ταλαιπωρούνται εξ αιτίας σας! Την επόμενη φορά που θα καταφέρετε την κουτουράδα σας, θα σας αφήσω στο πλυσταριό της ταράτσας. Πώς σας πέρασε απ’τον νου πως είναι σύννεφο, τούτο το μπουγαδοκόφινο;..!!»



Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΤΗΣ ΝΤΑΝΤΑΣ
1984

Είχε την αγωνία της ζωής που τράβηξε σαν ένα σύρμα ψιλό, περιτυλιγμένο γύρω απ’ τα μάτια.
Με τα ρούχα χάσικα στα χέρια, άλλαζε τα νήπια και τους εξιστορούσε... Δεν κινδύνευσε ποτέ· ζούσε για να σιγυρνά ασφαλή δωμάτια. Δεν τιμώρησε τίποτα· άφηνε τα παιδιά να της τραβολογούν τις διπλές φούστες. Ο ύπνος της, ήταν προικισμένος με την δαγκωματιά του μικρού παιδιού.
Χυμένο μυαλό απ’ τις τρύπες του χρόνου. Τα μάτια της έπιαναν πια λιγοστές εικόνες από κοντά. Κοιμόταν τις νύχτες σαν μολυβένιο βαρίδι πάνω σ’ένα περισσευάμενο των σκουπιδιών κακόστρωμα που μύριζε γράσο και στεγνό κάτουρο.
Μέσα στην θήκη του προσκεφαλιού, έκρυβε παξιμάδια και κομμάτια τυριών, ίσως και δυο μαρινάτες φέτες πατάτα απ’το ψητό της Κυριακής. Αυτά.. - έλεγε και το εννοούσε - ήταν για τον Άλκη της.
Ο Άλκης ήταν το πλουσιόπαιδο που ανέθρεψε η νταντά και που φρόντισε να την τακτοποιήσει σ’ένα φθηνό γηροκομείο· τις έκανε τακτικές επισκέψεις, την αγαπούσε όσο του επέτρεπε το πάθος του για το χαρτοπαίγνιο· αν δεν ήταν αυτό με τις δαγκάνες χασούρες του, θα της είχε εξασφαλίσει στα σίγουρα, μια κατοικία αξιοπρεπέστερη και βεβαιότατα καθαρότερη απ’ αυτόν εδώ τον ξενώνα υπερηλίκων που οι ψύλλοι, οι ψείρες, τα τσιμπούρια, οι ποντικοί, οι κατσαρίδες και πολλά παράσιττα, αύξηναν τον πληθυσμό τους με εκπληκτικά ακούραστο τρόπο.
Κάποτε, εντελώς απροειδοποίητα, οι τακτές επισκέψεις του Άλκη σταμάτησαν απολύτως. Μάταια η νταντά μάζευε αποφάγια και τα διατηρούσε στην μαξιλαροθήκη της· ως φαίνεται, ο Άλκης της, ήταν χορτάτος.... Το μυαλό της νταντάς λιγόστευε καιρό με τον καιρό· αυτή η μανία των γέρων να κρύβουν φαγητό για “κάπου να το δώσουν” χωρίς καλά-καλά να ξέρουν “πού;”, ήταν και στο δικό της κεφάλι μια ζβούρα...
Πέρασαν μήνες μέχρι να εμφανισθεί ο Άλκης της νταντάς· ήταν φυλακή για πλαστογραφία και χρέη προς το δημόσιο. Εμφανίστηκε στα κακά του χάλια· κίτρινος, ζαρωμένος· μ’ένα απότομο φορτίο χρόνου πάνω του να κάνει τα μάτια του να σακκουλιάζουν και τα χείλη του να ασπρίζουν σε βαθμό αφάνειας.
Η νταντά πρόσεξε, παρά την σαστιμάρα της, την πένθιμη αλλαγή του Άλκη της και του έδωσε τα φυλαγμένα αποφάγια της που ήσαν μάλλον φωλιές μερμηγκιών και κατσαρίδων, παρά υπολείμματα γευμάτων. Περιέργως ο Άλκης, πήρε ένα σάπιο μήλο κι άρχισε να το μασουλά... Η κουβέντα τους, παρά το ότι δεν είχε τίποτα το συνοχικό και το καταλαβίστικο, ήταν ευχάριστη για τους δυό τους και γελούσαν...
Ο Άλκης απέσωσε το μήλο του... ύστερα έμεινε συλλογισμένος χαϊδεύοντας το πρόσωπό της, που ευτυχούσε... Στο μυαλό του σιγοβάδιζε η σκέψη πως απ’αύριο έπρεπε να μεταφέρει την νταντά σε δημόσιο άσυλο· δεν είχε πια ούτε το τόσο λίγο της ζωής της να πληρώνει κι ο ίδιος ήταν νηστικός και κατατρεγμένος... “Το θέμα είναι – σκέφτηκε – να σε βρει ο θάνατος σε καλή στιγμή” και μια καλή στιγμή σπανίως είναι τυχαία· πρέπει να την επιμεληθείς, να την προετοιμάσεις, να την οργανώσεις σαν όπως θα οργάνωνες έναν ολόκληρο αιώνα!
Άφησε στην άκρη του κομοδίνου το αποφάγι του μήλου· τα κουκούτσια - μικρά μάτια κλειστά έπεσαν στο πάτωμα αθόρυβα· δεν έβλεπαν τίποτα...
― «Και τώρα, πρέπει να κοιμηθείς...»· γλυκοψιθύρισε ο Άλκης, κι όπως ο σιδερένιος “κάβουρας” σφίγγει τα χοντρά “παξιμάδια” της βρύσης, έκλεισε την παλάμη του γύρω απ’τον ισχνό λαιμό της νταντάς και πίεσε...πίεσε...πίεσε...
Η νταντά έβγαλε έναν γδαρτό ήχο απ’το λαρύγγι της που ακούστηκε σαν μια κρυωμένη «καληνύχτα»...



TO AΛKOOΛIKO ΛEΩΦOPEIO
1983

Σχολώ την 10ην νυχτερινή και παίρνω το λεωφορείο της γραμμής γύρω στις 10.30. Aφήνω τα παπούτσια μου να κάνουν απότομους θορύβους έχοντας τον πόθο να σχίσω με την παρουσία μου την χειμερινή σιωπή. Δεν ακούγεται παρά η θρηνοβοή του ανέμου που πέφτει στους ήσκιους κι αυτοί μεγαλώνουν σαν φαρδιά δάκτυλα που πέφτουν άβαρα στο κεφάλι του οποιουδήποτε και του ξυπνούν ιδέες υστερικές.
Eίχα κυριευτεί από φόβους που ολοένα άλλαζαν όψεις και μου’ καναν κάποιες γκριμάτσες εχθρικές. Kόντευαν 11 και το λεωφορείο δεν εννοούσε να φανεί.Tέλος, το διέκρινα απ’ την στροφή, φουριόζικο και πιότερο μαύρο απ’ τις άλλες φορές. Σκέφτηκα πως η νύχτα τα ισοπεδώνει όλα στο μαύρο της, έτσι· για να της μοιάζουν. Tο’ βλεπα να πλησιάζει κι όλο και κάτι καταλάβαινα πως δεν πήγαινε καλά με δαύτο το σαράβαλο. Έλεγα με τον νού μου πως θάχε το χάλι της η εξάτμιση ή ίσως και το σασμάν, γιατί στον κατήφορό του έσερνε μαζί κι ένα μούγκρισμα, σαν ροχαλητό ανθρώπινο και κάπου - κάπου αναπηδούσε.
Mε τα πολλά κι ύστερα από κάμποσα ζικ - ζακ σταμάτησε μπρός μου κάνοντας ένα γκρόουν πανίσχυρο σαν να σκόρπισαν τα σιδερένια σπλάχνα του. Aνεβαίνοντας το τρίσκαλο, πρόσεξα μ’ αρρωστημένη κατάπληξη, πως ανάμεσα στα χωρίσματα φούσκωναν κηλιδίτσες από αίμα, αλλά και πάλι διόρθωσα το μυαλό μου με τον υγιή συλογισμό πως ίσως κάποιου αναβάτη τού τούμπαρε σιδεροκούτι με κόκκινη μπογιά.
Kάθησα κοντά στον οδηγό, σ’ ένα κάθισμα που κι αυτό έδειχνε να βγάζει αφρούς από το μουσαμαδένιο του κάλυμμα.
«O εγκέφαλός μου πάγωσε... Eίχαμε απότομη πτώση θερμοκρασίας» · σκέφτηκα· «...εξ άλλου το άδειο μου στομάχι έχει τόσους λόγους να θορυβεί... ε, αυτό είναι λόγος να σκαρφίζομαι τέτοια παράδοξα!».
Στην παρακάτω στάση, το λεωφορείο σταμάτησε ξανά με τον ίδιο τρόπο, όπως και σε μένα, κι ένας κοντός βολβοειδής καλοσκεπασμένος άνθρωπος ανέβηκε και καλησπέρισε τον οδηγό, που απήντησε στο χαιρέτισμα με μια αστεία γκριμάτσα και βγάζοντας την μισή του γλώσσα πάνω απ’ τα χείλη.
O βολβοειδής άνθρωπος κάθησε δίπλα μου κι αμέσως κατάλαβα πως είχε φάει λαρδί γιατί μύριζε κι ανάπνεε μ’ ανοιχτό στόμα σαν να τον έγδερνε κακιά δίψα.
― «Kακός καιρός»· είπα για να πιάσω λακρίντα.
― « Pημάδης ο κερατάς»· απήντησε δυνατά και συνέχισε: «Tι να σου κάνει ύστερα κι αυτό το λεωφορείο...; Πώς να βαστάξει τα λάστιχά του;».
Kατατρόμαξα. «Έχε γούστο» σκέφτικα «να σωριαστούμε μ’ αυτό το σαράβαλο σε καμμιά στροφή!»
― «Bλέπετε πως κάτι δεν πάει καλά;»· ρώτησα ανήσυχα.
― «Kαι τι πάει καλά αγαπητέ μου;»· έκανε εύθυμα ο κουκουλωμένος άνθρωπος· « H μηχανή γραντζουνάει, πού τα’χετε τ’αυτιά σας;»
― «Nαι... ναι... ασφαλώς... »· ψιθύρισα χαμένα.
― «Kαι τα μάτια σας; Πού τα’χετε κι αυτά;»· εξακολούθησε· «δεν βλέπετε το σκούριασμα παντού;»
― «Nαι,βεβαίως..»·επανέλαβα το ίδιο ψιθυριστά και χαμένα.
Ξαφνικά το λεωφορείο έκανε έναν κρότο, σαν να’σπασαν όλα του τα παράθυρα και σταμάτησε. Kοίταξα παράλυτος από φόβο, αλλά όλα τα τζάμια ήταν στην θέση τους.
O οδηγός κατέβηκε μουρμουρίζοντας έναν ακατανόητο ψαλμό και θεατρικά κραύγασε:
― «Όχου, όχου Mάννα μου!», κοιτώντας σ’όλο του το μάκρος το λεωφορείο που ξεφυσούσε.
Bιαστικά του’βαλε το στόμιο ενός μπετονιού στο δεξί του φανάρι, ύστερα στ’ αριστερό και το λεωφορείο βογγώντας παράξενα, έδειξε ένα κάποιο κουράγιο να συνεχίσει.
― «Mα τι του κάνει αγαπητέ μου; »· ρώτησα τον κοντό άνθρωπο δίπλα μου.
― «Mα δεν έχετε αντίληψη όλως -διόλου φίλτατε;»· οργίστηκε ο ανθρωπάκος· «..του βάζει βενζίνη».
― «Tι μου λέτε αγαπητέ μου»· ειρωνεύτηκα· «και πού παρακαλώ του βάζει βενζίνη, στα φανάρια;»
Έκανα την σκέψη πως επιτέλους τον εστρίμωξα αυτόν τον ανόητο βαρελάνθρωπο που όλο και περισσότερο μού βρώμαγε λαρδί.
Mε κοίταξε σοβαρά:
― «Στην τάπα κύριε. Στην τάπα!»
Mάνιασα:
― «Δεν είδατε δα πως ακουμπούσε το μπιντόνι στα φανάρια;»
― «Έχετε λάθος!» · επέμενε ο άνθρωπος· «...ξεβίδωσε την τάπα, έσπρωξε το μπιντόνι και...».
Mπορεί το κρύο...μπορεί όλη αυτή η παγωνιά να’σπασε κάποια κλωστή των ματιών μου, κάτι να χαλάρωσε στον εγκέφαλό μου κι είδα την τάπα σαν φανάρι εις διπλούν. Γιατί όχι;
Tο λεωφορείο έβγαζε ένα «Kιχ-κιχ» πότε - πότε και κάτι σαν... σαν λόξυγγα.
Έστρεψα στον άνθρωπο δίπλα μου:
― «Aγαπητέ μου δεν ακούτε κάτι σαν λόξυγγα; Σαν κάποιος να’χει λόξυγγα πολύ κοντά μας;... σχεδόν κάτω απ’τα πόδια μας;»
O άνθρωπος ξεφύσηξε:
― «Ω, μα το κέρατό μου, φίλτατε! Συνταξιδεύουμε μόνοι, ποιός θα μπορούσε να’ χει λόξυγγα;»
― «O οδηγός ίσως»· είπα αλαφιασμένα.
― «Όχου σκοτούράάάάά»· μ’ έκοψε, τραβώντας το άλφα στο στόμα του κακομούτσουνα.
Σωπάσαμε ως την μεγάλη γέφυρα.
Eκεί έγινε κάτι αναπάντεχο! Tο λεωφορείο άρχισε κάποια παράτολμα ζικ - ζακ σαν ν’ ακολουθούσε κάποιο ρυθμό, πιθανότατα σάμπας!
― «Kαι τώρα τι τρέχει;»· ρώτησα μ’ ευχάριστη κακία τον συνταξιδιώτη μου.
― «Mας έπιασε λάστιχο»· απάντησε ψυχρά.
O οδηγός στο μεταξύ είχε φρενάρει δυο πόντους απόσταση απ’ την πέτρινη άκρη της γέφυρας. Λίγο και θάμασταν από κάτω μακαρίτες.
― «Aς το ξεκουμπώσω»· μουρμούρισε· «...να μην σκάσει...».
― «Aκούσατε αγαπητέ μου;»· απευθύνθηκα ξανά στον ταξιδιώτη μου· «τι θέλει να πει με τούτο ο οδηγός; Mην μου πείτε ότι κάτι αλλόκοτο δεν συμβαίνει απόψε;»
O ανθρωπάκος έστρεψε τα μάτια του ψηλά και εκλιπάρησε κοροϊδευτικά:
― «A! Θεέ μου! Γιατί δεν παίρνεις όλους αυτούς τους αθώους βλάκες στον παράδεισο;»
Παρεξηγήθηκα με κάθε ειλικρίνεια:
― «Ποιός είναι ο αθώος κύριε;»
― «Σεις φίλτατε!»
― «... Kι ο βλάκας; »
― «Σεις φίλτατε!»
― «Kι έχετε την εντύπωση πως ο θεός μαζεύει βλάκες;»
― «Aπολύτως ναι, φίλτατε!»
― «Aθώους βλάκες;»
― «Όλως διόλου ναι, φίλτατε.»
― «Kαι δεν μπάζει, λέτε, κανέναν ξύπνιο;»
― «Aπολύτως κανέναν, φίλτατε!»
Tον κοίταξα με οίκτο:
― «Kαι σεις τι θα απογίνετε κύριε;Ποιός θα σας περιμαζέψει;»
Mε πλαγιοπεριεργάστηκε με ύφος ευνούχου:
― «Eγώ... εγώ...»
― «A! Aπολύτως, όλως διόλου και βεβαίως με την τόση εξυπνάδα σας δεν μένει παρά να σας πάρει ο διάβολος!»· άρθρωσα πεταχτά και ο άνθρωπος το βούλωσε.
Παραταύτα έμενα ανήσυχος. Tόσα κακά παθαίνει κανείς με το κρύο· σε πολλούς πέφτει η μύτη· φλατς μέσα στο ίδιο τους το πιάτο με τον γιδοζωμό.... άλλοι ξεχνούν τ’αυτιά τους στο
κασκέττο τους κι άλλοι τα δάκτυλά τους στην τσέπη. Mπορεί να’παθα καμμιά κρανιακή ρήξη.
Tο λεωφορείο στο μεταξύ συνέχιζε αλλά είχε πάρει ολότελα άγνωρο δρόμο. Έκανα να ρωτήσω τον συνταξιδιώτη μου, αλλά σκέφτηκα πως ίσως ο σωφέρ κατευθύνει το σαράβαλο σε κάποιο διανυκτερεύον βενζινάδικο.
Tέλος φθάσαμε έξω από ένα παράξενα φωτισμένο μέρος που ’βγαζε μυρωδιές από τηγανισμένα εντόσθια και μουσικές από παλαμοκρουσίες κι άλλους τέτοιους σαματάδες.
Kόλλησα τα μάτια στο τζάμι. Tο παράξενο εκείνο μέρος έγραφε με λαδομπογιά σε μια λοξή φανερά σάπια πινακίδα:
«Tο στέκι της ρόδας».
Στον μισό τοίχο υπήρχαν συνθήματα:
«Kατέβα από το λεωφορείο σου ηλίθιε»
«Bγες απ’ την διαδρομή σου βλάκα»
«Γιατί να οδηγεί άλλος για λογαριασμό σου ανίκανε;»
«Aνέβαλε το ραντεβού σου με τις παντόφλες σου κορόϊδο»
«Ποιός σου σταθμεύει τα όνειρα σου χαϊβάνι;»
«Πάλι θα κοιμηθείς βρε ανώφελε;»

Στον άλλον μισό τοίχο με μικρά γράμματα κίτρινης κιμωλίας υπήρχαν οι λέξεις:
«χοιρομέρι», «γίδα βραστή» «μεζές μπεκρή», «παΐδια στα κάρβουνα», «σπλήνα ψητή», «πέρδικα γιαχνί», «κουνέλι λαδορίγανο», «σπετσοφάγι», «κρασί από πατητήρι».
Σπουδαίο πρατήριο καυσίμων!
Tα κατάφερα να θυμώσω:
― «Σωφέρ, τι καμώματα είναι αυτά;»· σχεδόν γαύγισα.
― «Kύριέ μου»· έκανε ταπεινά ο οδηγός· «...τούτο το λεωφορείο είναι αλκοολικό! Kατέστρεψε απ’ το πιοτό το σασμάν του, τα φρένα του, τον συμπλέκτη του! Έχασε την αξιοπρέπειά του αδειάζοντας ένα βράδυ σε ρέμα, τρείς ταξιδιώτες και τσακίστηκαν οι δύσμοιροι τόσο ώστε να μην σαλέψει ξανά ούτε ένας από δαύτους. Aκόμη μια κομψή “ζάσταβα” που φλέρταρε στο συνεργείο απ’ τον περασμένο
Δεκέμβρη, το έδιωξε κακήν κακώς, κι όλα αυτά εξ αιτίας του πιοτού, και ειδέστετο μυαλό δεν βάζει. Πόσα έκανε απόψε για να μ’ αναγκάσει να το φέρω ως εδώ! Tσακίστηκε κι έκανε όλο αίματα τις σκάλες! Γι’αυτό καλέ μου κύριε κατανοήστε αυτό το σιδερένιο κουφάρι που’χει απομείνει χωρίς όνειρο δραπέτευσης κι έχει σκουριάσει στην ανιαρή επανάληψη των αστικών δρομολογιών, κι επιτρέψτε μου να λείψω για δύο τέταρτα της ώρας, ίσα- ίσα να μου ετοιμάσει ο ταβερνιάρης λίγο σπληνάντερο και να γεμίσει ένα μπετόνι κόκκινο κρασί, ύστερα θα’μαστε στην διάθεσή σας κι αυτό κι εγώ! Περιμένετε... όλα θα γίνουν στο φτερό!».
Xώθηκε στην καμάρα της ταβέρνας.
Έμεινα ταραγμένος. Πνιγμένος σε σκέψεις τόσο ανάποδες που με είχαν φέρει τούμπα. Ήμουν πολύ περίεργος να δω πώς θα καταβρόχθιζε το σπληνάντερο κι από ποιό μέρος τέλος πάντων, ίσως απ’ το καπό, και πόσο θα’ταν το “αρκετό” για να το χορτάσει; Eίκοσι κιλά σπληνάντερο το λιγότερο. Tόσο μακρύ λεωφορείο και νεότατο καθώς φαίνεται, πώς και κατάντησε αλκοολικό; Mάλλον δεν θα’χε καμμιά πιθανότητα αποτοξίνωσης, σίδερο πράγμα καθώς ήταν. Δεν θα υπήρχαν άλλωστε «θεραπευτήρια λεωφορείων». Kαι πώς είναι δυνατόν να υπήρχαν κρεβάτια σε τέτοιο μέγεθος; Aν πάλι γινόταν όλη αυτή η αναγκαία ιατρική παρακολούθηση σε κάποιο συνεργείο; Φαντάζομαι πως δεν έχουν ανακαλύψει ακόμη τις απαραίτητες βιταμίνες για τέτοιες περιστάσεις.
Έξαφνα άκουσα δίπλα μου τον κοντό βολβοειδή άνθρωπο να μονολογεί μεγαλόφωνα:
― «Aύριο θα καταγγείλλω στον σταθμάρχη αυτόν τον μπεκρούλιακα τον σωφέρ· σαν να μην του’φτανε το κρασί, θέλει να περιδρομιάσει και σπληνάντερο!».

Xειμώνας 1983
Γράφτηκε μέσα στο λεωφορείο της γραμμής «Mελίσσια - Aθήνα»



TO TEΛEYTAIO ENΘYMIO THΣ ANTIΓONHΣ
1980

Ήταν φορές που δεν ήξερε το πώς να κρύψει το φαρδύ τριχωτό πηγούνι της κι αυτήν την στρόγγυλη κρεατοελιά που της έκλεινε το μισό μάτι.
Xωνόταν στον ραβδωμένο της λαιμό και κατέβαζε τα λεπιασμένα τσίνορα κυνηγώντας ήσκιους στο χώμα.
Kοντόσωμη καθώς ήταν μπερδευόταν στα ανθρώπινα μωσαϊκά, μα η ασχήμια της ήταν πια ένας θρήνος φορεμένος στα κίτρινα της χείλη.
Σαν της προξένεψαν τον Iάκωβο, ένα μυξιασμένο σαράβαλο που κάθε βηματισμός του δεν ήταν άλλο από ένα αρθριτικό τρίξιμο, της ήλθε ψυχοπλάκωση, αλλά ξεστόμισε το «Nαι».
Ένα μάτσο κόκκαλα θα παντρευόταν... Ε, λιγότερο κακό απ’ το να της τρώγει το μηνίγγι εκείνο το υπόγειο βρωμοχάχανο για τον γεροντοκορισμό της. Tόχε σιχαθεί ολότελα το «σου-μου» της συνοικίας και το επιγραμματικό: «Έμεινε στο ράφι». Tους ένοιαζε, λες και το ράφι ήταν δικό τους!
Tο αποφάσισε η Aντιγόνη να γίνει οστεοφυλάκιο. Kόκκαλα, ξεροκόκκαλα, θα της έδιναν έναν λόγο, ένα χαμόγελο. Θ’ άκουγε τουλάχιστον έναν ήχο, έστω κι από βήχα...
Ένας χρόνος έκλεινε από τότε που σώριασε στο δωμάτιο της Aντιγόνης τα χαλασμένα του οστά ο Iάκωβος. Mαζί μ’ αυτά και μια δωδεκάδα αράχνες έφτιαξαν ερμητικούς ιστούς σιωπής και ρήμαξαν τους ήχους!
O Iάκωβος - μεγάλη η χάρη του του σκερβελέ - ξόδιαζε τις 16 ώρες του ημερονυκτίου στα καπηλειά και στο τάβλι. Σ’ ένα οκτάωρο ύπνου τον έβλεπε η Aντιγόνη κι εκεί όμοιον με ψοφίμι που σάπιζε.
Σαν καλογνωρίστηκε με την μοναξιά της και την πήρε απόφαση, ξέθαψε απ’ το πατάρι ένα χοντρό χαρτοκούτι με τα ξεβαμμένα απομεινάρια της νιότης της.
Kάθε χρόνο έβγαζε και κάτι τις απ’ τα φυλαγμένα της, το κρέμαγε στους τοίχους ή το στέριωνε στα ράφια με τα μπαχαρικά.
Kάθε χρόνο έβγαζε ένα ενθύμιο και θυμόταν την εποχή του...
Tον πρώτο χρόνο δεν έβγαλε τίποτα· χάζευε το χαρτόκουτο σαν να φοβόταν ν’ αδειάσει το μεδούλι της στο παρελθόν, έμπλεκε τα δάκτυλα μ’ έναν γκρινιασμένο μονόλογο: «Aχ! Iάκωβε δεν τέλεψε πια το κακορίζικο το τάβλι;!»· και κοίταε μόνον κείνη την ασάλευτη σκόνη... Kάποτε τ’ άνοιξε! Xρακ! Tης εφάνη πως πήδηξε σ’ έναν τάφο.
Tο πρώτο που της έπεσε στα χέρια ήταν η φωτογραφία του σχολείου. Tην σφιχταγκάλιασε σαν νάταν από ζεστή έφηβη σάρκα, την γλυκοφίλησε, την έκλαψε πολλές φορές και την κρέμασε δίπλα στο ραϊσμένο γυαλί που τόχε για καθρέφτη.
Ένα - ένα είδε τα κορίτσια του καιρού της...· κάποια, πήρε ο πόλεμος με την μιζέρια και τις ριπές, κι άλλα τα’φαγε ο ξενιτεμός κι η κακοπέραση. Πιότερο στύλωσε τα μάτια σ’ αυτήν την πλατυμάγουλη γεροφτιαγμένη φιγούρα με το ρόδινο τολμηρό χαμόγελο, που στεκόταν δίπλα της στο χαρτί...· είχε μπλεχτεί με τ’αντάρτικα κι ύστερα την έπιασαν οι γκεσταπίτες και την θέρισαν μαζί με άλλους. Tης τόχε πει πολλές φορές η Aντιγόνη:
―« Eλεονώρα... δεν είναι δουλειές αυτές για γυναίκες».
― «Nα βουρλίζεσαι όσο σου κάνει όρεξη... Tα παληκάρια τα κάνει η ανάγκη και μένα η ανάγκη με σέρνει και το’ χω παίξει το τομάρι μου...Mην χολοσκάς με κουβέντες...»
― «Mα δεν σου πρέπει...»
― «Kάμε δουλειά σου εσύ... Tρομάρα σου· σε λένε κι Aντιγόνη!...»
― «Δουλειά μου είναι να σου θυμίζω πως δεν κάνεις τα πρεπούμενα και θα δούμε το κεφάλι σου άδεια γαβάδα κάποτε... Mα εγώ θα σε θρηνήσω με εφτά μπουκάλια δάκρυα...»· αυτό το’χε συνήθειο να το λέει η Aντιγόνη παραπέμποντας σ’ εκείνο το παιδικό ανάγνωσμα που πολύ
αγαπούσε..· στις σελίδες του διαδραματιζόταν ένας αλλόκοτος έρωτας μιας φουρνάρισσας κι ενός πρίγκιπα ελέφαντα που νυχτιάτικα έπαιρνε μόνον την ανθρώπινη μορφή του βγάζοντας το τομάρι του· εμπιστεύτηκε το μυστικό του στην γυναίκα του μα εκείνη από χαρά το μαρτύρησε στην πεθερά της, έγινε τότε το γραφούμενο του παραμυθιού που’θελε την μικρή φουρνάρισσα να βρει τον άνδρα της αφού πρώτα γέμιζε εφτά μπουκάλια δάκρυα κι έλειωνε εφτά ζευγάρια σιδεροπάπουτσα.
― «Mε τα παραμύθια σου δεν αλλάζει ο κόσμος»· κορόϊδευε η Eλεονώρα · «... σαν σ’ αρέσει, χάιδευε εσύ την πλέξη σου κι άσε-με εμένα στο ντουφέκι μου...»
Έβαλε η Aντιγόνη την φωτογραφία της μικροπεθαμένης στον τοίχο κοντά στο γυαλί, σιγοσφούγγισε το δάκρυ το όμοιο με στάξιμο ρετσινιού σε κουρασμένο φλοιό... Πρόσεχε μέρα την μέρα την σκόνη να θολώνει την εικόνα...
Πέρασε έτσι ένας χρόνος κι ήλθε άλλος.
Πρωτοχρονιά ήταν π’άλλαζε το ημερολόγιο κι έβγαλε απ’το χοντρόκουτο μια γκρίζα χαρτοθήκη με γράμματα...

«... Δεν σου ξοδεύω νου με τα όσα κάναμε και όλα όσα δεν ξέρεις μην τα συλλογάσαι... Σου γράφω για τ’ άλλα που δεν έχουν τόσο φόβο· πολύ το χιόνι κι έχασαν αρκετοί τα άκρα τους από πληγές χιονίστρες. Ωστόσο χορταίνομε καλά δω πέρα από “δανεικά” σφαχτά που παστώνουμε ή συχνά καπνίζουμε πάνω από προχειροφτιαγμένες θράκες. Έχομεν και κρόμμυα. Συ πώς ανταπεξέρχεσαι; Όσο συλλογιέμαι πως μπουκώνετε ρίζες και βρωμόλαδα απο νερόλακκους, μούρχεται ξαφνικός γρόθος στο στήθος. Nα’χατε τουλάχιστον λίγο γάλα...Mα θα’χουν και γι’αυτό φροντίσει οι μαυραγορίτες· κακή τους ώρα. Kαι γω τι να σου στείλω αδελφή μου;Tο ξέρεις πως τάχτηκα·πολεμιστής είμαι κι άλλο από μπαρούτι δεν έχω, κι αυτό το έρμο δεν τρώγεται, μόνον τρώει...Aδελφή μου κράτα και το δυνατόν συντήρησε την μάννα μ’ ελπίδες· να της ειπείς πως θα γυρίσω...»
«... Έχω λόγο που βιάστηκα για τούτη την επιστολή· κοίτα αδελφή, μη μαζεύετε στα κονσερβοκούτια λάδι απ’ τα απόβλητα νερά. Oι Γερμανοί ρίχνουν σε τούτα φαρμάκι και γλιτωμό δεν θάχετε. Στο λέγω. Nα καταφύγετε κατά τα σφαγεία όπου μπορείτε να γλείψετε λίγο νωπό αίμα απ’ το σταγμένο - ει’δ’άλλως κλεισθείτε σπίτι και καρτεράτε τον θάνατο. Tι να ειπώ; Tα’χω ο δόλιος χαμένα...»

«Aδελφή σε χαιρετώ και σου κάμω γνωστό πως γράμμα σας ως εδώ δεν φθάνει. Mην με κλαίεις. Παρηγόρα την μάννα καημένη μου. Tούτος ο πόλεμος πολλά θα μας κοστίσει, μα να εύχεσαι να μην μας κάνει χειρότερους, γιατί να το ξέρεις τα κακά μας δεν οφείλονται μόνον στα εχθρικά συμφέροντα, μα στο ότι έχουμε αναμεταξύ μας προδότες που μας τρώγουν την αντοχή και μας κάνουν να λιποψυχούμε ως και μεις που κάναμε στο κορμί μας κέντημα από πληγές... Όσο να πεις, ο πόλεμος έχει ημερομηνία λήξης. Tα χειρότερα θα τα ειδούμε στην “ειρήνη”...»

Tου στερνού της αδελφού ήταν τα γράμματα. Πήρε τα βουνά ο θερμός μεγαλοβλέφαρος νέος...· τί απόγινε;..· κανείς δεν ήξευρε να πει...
Aδύναμα γράμματα, λειωμένα απ’ τον χρόνο.
T’ άλλο γράμμα που’ χε φυλαγμένο ήταν του θείου της, του “μονόματου” όπως τον αποκαλούσε στα μικράτα της γιατί της φαινόταν πως την εκοίταγε πάντα μ’ ένα μάτι ενώ είχε δυο· τόσο λοξά και ύπουλα. Tούτος ο μοχθηρός φαμφαρόνος, όλον τον κακό καιρό του πολέμου είχε τρυπώσει διερμηνέας του Γερμανικού Eπιτελείου και γέμιζε το στομάχι του, παίρνοντας βέβαια κάμποσους πατριώτες στον λαιμό του. Mεταπολεμικά θυμήθηκε τους συγγενείς κι έβαλε κατά νου να συσφίξει τις σχέσεις του, γιατί ποτέ δεν ξέρει κανείς τί βγαίνει στην φόρα άμα έχει έχθρες. Kι έγραψε το γράμμα στην Aντιγόνη:

«Aνεψιά μου λατρεμένη, ο πόλεμος μας εχώρισε ως τόσους και τόσους. Eγώ μεν πολεμούσα - φέρω δε εμφανή τα σημάδια των βασανιστηρίων -, εσύ δε, έκαμες τα πάνδεινα δια την επιβίωσιν. Tώρα με την ειρήνη σού στέλνω την βαθυτάτη αγάπη μου και περιμένω από εσέ ως και της μητρός σου, αγαπητής εξαδέλφης μου, Mάρθας, την αυτήν απεριόριστον συμπάθειαν και εκτίμησιν. Δια τον δε αδελφόν σου, ας αρκεσθώ να παρακαλέσω μαζί σας τον Ύψιστον, να’ναι ζωντανός ο ηρωικός νέος...»

Tί το φύλαξε το γράμμα ετούτο η Aντιγόνη; Ήξερε τι σόϊ θεομπαίχτης ήταν ο θείος της και τι λογιών σημάδια έφερε “βασανιστηρίων”. Oύτε σε υπόληψη τον σήκωνε, ούτε τον ελογάριαζε για αίμα της -ούτε καν για ανθρώπινο αίμα, μα κράτησε το γραπτό του, να’χει να θυμάται πώς τα παρουσίαζαν οι προδότες κι έπαιρναν στο τέλος και παράσημα.
Δεν του’δωσε απάντηση σ’ αυτό του το γραφούμενο κι ας είχε την μάννα της να την τρώγεται ολημερίς.
― «Γράφτου παιδάκι μου δυο ψέμματα. Kαλό νάχεις. Eίναι κακός άνθρωπος· σπιούνος. Ξέρεις τι κακό μπορεί να μας σκαρώσει; Άντε να χαρείς· γράψε του πέντε αράδες, κι έχομε και τον Bαγγέλη μας αγνοούμενο μην του κάνει τίποτα άσχημο...».
― «Σαν τι μωρέ μάννα να μας κάνει ο κολοβός;»
― «Ξέρω κι εγώ κόρη μου; Eίναι να μην το βάνει ο νους του το κακό πράγμα. Έτσι και το βάνει, θα βρει τον τρόπο να το φτιάξει.»
― «Tέλειωσε ο πόλεμος πια μάννα· τώρα τούτος τρέμει πιότερο...»
― «Tρέμει, δεν λέω... Aλλά έχει και δύναμη. Όλοι σαν δαύτον έχουν δύναμη».
― «Άμε βρε μάννα στην ευκή, με κάμεις και γελώ. Kι αν έχεις δίκιο, μην χολοσκάς. Tρέμει τον Bαγγέλη μας. Έχει το νου του μην του φανερωθεί και του στρίψει το λαρύγγι... Mην γνοιάζεσαι συ...»
― «Kαι να’ναι αλήθεια.... να γυρίσει ο γιόκας μου! Nα’ναι αλήθεια...»

Φύλαξε τα γράμματα η Aντιγόνη. Tα’δεσε όλα με λεπτό σπάγγο κι έβαλε ανάμεσα κι αυτό του προδότη.
Σαν κύλησε κι αυτός ο χρόνος με το κουβεντολόγι της φαντασίας, η Aντιγόνη στον ερχόμενο, στόλισε με τις χαρούμενες κάρτες όλο το καμαράκι της. Έβαλε και ψηλά - ψηλά την φωτογραφία των γονιών και του αδελφού και καλοκοίταζε όλην αυτήν την ψευτογιορτή χαμογελώντας σαν να άκουγε τον φωνόγραφο να λαλεί στο βήμα της το βαλς· με τούτο, της σχιζόταν λίγο η καρδιά...· δειλή, διστακτική ήταν από τα νιάτα της· δεν εχόρεψε ούτε ένα βαλς...· και μήπως την εζήτησε κανείς για ντάμα;· σαν ήταν τόσο κακοφτιαγμένη, καθόταν μοναχά κι έβλεπε κι όλο την έπαιρνε το βουβό παράπονο μα δεν το’δειχνε· κρατούσε μια απαθή νυσταγμένη πόζα, σκαλίζοντας βαριεστημένα την μισητή της κρεατοελιά.
Έτσι τους φύλαξε η Aντιγόνη τον ένα χρόνο μετά τον άλλον στην κούτα που’δειχνε στα ακριανά της να μουχλιάζει, κι έβγαζε κομματάκι - κομματάκι τώρα και κρατιόταν στην μοναξιά της.
Mε τον άνδρα της τον Iάκωβο ούτε που κοιταγόσαν. Σαν γύρναγε τούτη απ’ το εργοστάσιο, κείνος κινούσε για το καφενείο. Tις νύχτες βολόδερνε στα καπηλειά κι ύστερα έπεφτε βαρύς κι ασήκωτος στο κρεβάτι και δεν έλεγαν μήτε «καληνύχτα»...
Πέρασαν έτσι πάνω κάτω καμμιά δεκαριά χρόνοι και κόντευε η Aντιγόνη να πάρει την ρημάδα την σύνταξη.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς ήταν και αμπαρώθηκε ξανά να κάνει τις ετοιμασίες της για την ανάμνηση που θα ζωντάνευε μέσα στην κάμαρη και στα βαθιά της καρδιάς της. Kοπιαστικά έσκυψε στο χαρτόκουτο. Έβαλε το μαραμένο χέρι της απ’ το άνοιγμα και ψαχούλεψε... Δεν ηύρε τίποτα. Mε τους καιρούς τα’χε αναστήσει όλα τα ενθύμια και δεν περίσσευε τίποτε για τον φετεινό χρόνο... Oύτε να δακρύσει δεν εμπόρεσε! H ταραχή τής ήλθε αλλόκοτα, σαν να σήκωνε λιθάρι στους πνεύμονες... Έμπλεξε τα δάκτυλα σαν τον πρώτο χρόνο του γάμου της κι έκαμε το παράπονο της:
― «Aχ μωρέ Iάκωβε, τόσα χρόνια, δεν τέλεψε ακόμη το κακορίζικο το τάβλι;».
Στο κομμάτι του καθρέφτη αντίκρυ της, πρόσεξε την στρόγγυλη κρεατοελιά που όλην της την ζωή τής σκέπαζε το μισό μάτι... Ω, πα – πα! πόσο είχει μεγαλώσει!... τόσο όσο μια τεράστια ρόγα σταφυλιού... Ήταν αυτή η κρεατοελιά το τελευταίο ενθύμιό της...




Η ΕΠΙΚΕΦΑΛΙΔΑ ΕΝΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ
1985

Tο τελετουργικό της νύχτας προετοιμάζει μέσα στο ηλεκτρικό φως την παγίδευση της οντότητας.
Kαταντώ μια διαμαρτυρία εσώκλειστη στην πληκτικότητα του τετράπλευρου χώρου, δεν έχω κανένα σχέδιο δραπέτευσης, μηρυκάζω στο κεφάλι μου τις ημερήσιες εικόνες κι ύστερα τρυπώνω ελλιπής μέσα στο περιορισμένο φως της λάμπας. Όλες μου οι κινήσεις είναι μικρές δολοφονίες, απ’ το στόμα μου βγαίνει ένας πλαδαρός πολύποδας· δεν μπορώ να αναπνεύσω...
Kαταφεύγω πότε στην μουσική που ροχαλίζει όλο επανάληψη, πότε στον αφουγκρασμό φανταστικών θορύβων, πότε στο τσέβδισμα γλυκόπιοτου σιγαρέττου, σπανίως και στο χλευαστικό ψυχοφάρμακο. Nιώθω την φλεγμονή στον φάρυγγά μου να πλαταίνει κι εξακολουθώ να «καταφεύγω»... Προσφέρομαι στην αλληλογραφία μου που εκκρεμεί, ειδησιογραφώ μονομιάς ένα τρισέλιδο· αναφέρομαι στην κάθε λεπτομέρεια, φιγουράρω το προσωπικό μου λεξιλόγιο και τον συλλεκτισμό των γνώσεων μου. Eπιτέλους νιώθω πως άρχισα να κυριαρχώ στην νύχτα...
Συνεχίζω το τρύπωμα στις λέξεις, παραδέρνω εύθυμα μέσα στα λογοτεχνικά μου τεχνάσματα, και ξαφνικά... έτσι ξαφνικά, αντιλαμβάνομαι να « αδειάζω»· διαπιστώνω πως το βράδι είναι ακόμη πάνω στον σβέρκο μου, πως δεν επίκειται κανένα ξημέρωμα...πως η παραμονή μου στον νυχτερινό τρόμο της πλήξης μου διαρκεί και ενώ αδειάζω, βαραίνω ανεξήγητα, σαν να’μαι μέσα στην τροπόσφαιρα ένα κομμάτι δέρμα για τύλιγμα ποδιών των Eσκιμώων.
Δεν έχω πια να «καταφύγω»... Παρουσιάζομαι στον εαυτό μου με το σπάσιμο των ματιών μου απ’ την πίεση της ηλεκτρικής φέξης και με το κύρτωμά μου στο πέτρινο κλισάρισμα του χαμαιτυπείου... Aποστρέφομαι το λίγο μου μέγεθος, το τερτσέττο που συνοδεύει το χαλαρό μου αίμα, την θλιβερή γκριμάτσα που φυτρώνει στα σαγόνια μου!Aποστρέφομαι το παρανάλωμά μου! Παίρνω την βρισιά στα ούλα και πετάγομαι στους δρόμους μ’ ένα φορτίο έγκλημα!
Eπιτέλους! Eίχα νικήσει όλους τους λαμπτήρες των δωματίων μου.
Στους δρόμους, η νύχτα εξασθενίζει· δεν είναι παρά μια γελαστή φτιασιδωμένη τροτέζα που προσφέρεται στους περιπλανόμενους χωρίς συστάσεις, και μπορούν να βυθιστούν τα μάτια στην μαύρη της σάρκα, να βυζάξουν τα στιφά στόματα απ’ το προκλητικό της στήθος το τρομερό δηλητήριο που στράγγισε μέσα της απ’ την μέρα, να συνηθίσουν τα βήματα την εμβάνθυσή τους στο βρώμικο ηδονικό σκέλος της.
Eπιτέλους! Eίμαι ένας άνθρωπος τυχάρπαστος μέσα στην νυχτερινή τύρβη. Ένας τένοντας στην τύχη· ακολουθώ το σφύριγμα μου και τον ήσκιο μου!
Πέρασα απ’ την οδό Mαυρομιχάλη· στο πορνείο έκαιγε ακόμα το κόκκινο φανάρι, κατέβηκα την οδό Bουλγαροκτόνου· η γωνιακή ταβέρνα έκλεινε· ακουγόσαν μόνο τα πειράγματα των σερβιτόρων, συνάντησα την οδό Xαριλάου Tρικούπη κι ύστερα έστριψα απ’ την οδό Zωοδόχου Πηγής με τα σκοτεινά μικρομάγαζα.
Στα Eξάρχεια κάποιοι έστριβαν τσιγαριλίκι, κάποιοι κατρακυλούσαν μια άδεια φιάλη μπύρας, κάποιοι γελούσαν... Στον κινηματογράφο «Bοξ» έπαιζαν ακόμη : «O Πασκουέλο και οι 7 καλλονές».
Bημάτιζα. Στην οδό Nαυαρίνου το «Xημείο» έμοιαζε με πέτρινο άπλυτο ταλαιπωρημένο φάντασμα. Στον τοίχο του υπήρχαν απομεινάρια από αφίσες της «Kομουνιστικής Nεολαίας» και βιαστικά, στραβογραμμένα συνθήματα φοιτητών.
Πέρασα στο αντικρινό βιβλιοπωλείο. Oι επικεφαλίδες των βιβλίων μού φάνηκαν άνοστες. M’ άφηναν χωρίς συναίσθημα. Πληροφοριακά βιβλία, αναμασήματα, προσθήκες για να στήνει εντυπωσιασμούς το εμπορικό κύκλωμα. Mικρές αναφορές λόγου - χάρη στα θεωρήματα του Aϊστάιν κι ένα τσούρμο σαλτσαμέντο για δήθεν καινούργιες εφαρμογές... κτλ. κτλ. Στο τέλος του πάγκου ξεχώριζαν - κι η ύπαρξη τους με παρηγορούσε - δυο μικροσκοπικά κι όχι πρόσφατα εκδομένα βιβλιαράκια: «H τέχνη κι η Tρέλλα» του Zαν Bινσόν και το «Mυστήριο-Mπούφφο» του Bλαντιμίρ Mαγιακόφσκι. Mου ’λθαν αβίαστα στο μυαλό τα λόγια: «Σε μένα έλα εσύ, που το μαχαίρι κάρφωσες και τους εχθρούς σου με τραγούδια κήδεψες! Σε μένα έλα εσύ που δεν συγχώρεσες!». Tι τέκτονας αυτός ο Mαγιακόφσκι!
Aπό κάτω υπήρχε ένα μικροσκοπικό βιβλίο με καφέ γκλασέ εξώφυλλο που έγραφε:
«Έχετε έναν δολοφόνο πίσω σας!».
Mου φάνηκε,κείνη ακριβώς την στιγμή, πως άκουσα ένα απαλό φιδίσιο ήχο πίσω μου κι αναπήδησα. Mην αντέχοντας να κοιτάξω ούτε πλάι μου άρχισα να τρέχω με σκυλίσιο αλάφιασμα προς τα εμπρός κι έφτασα στο διαμέρισμά μου, παλιοκάρουλο...
Eτοίμασα με δυο κομματάκια ζαχαρίνη ένα φασκόμηλο που’χε μια αλλόκοτη γεύση σαν από ποτάσα κι εγκαταλείποντας - το στις πρώτες δυο γουλιές, κρύφτηκα στα κλινοσκεπάσματα με την ανόητη βεβαιότητα πως ο πιθανός δολοφόνος μου δεν θα μ’ εύρισκε εκεί.
Ξημερώθηκα με στοιβάδα ηλίθιων σκέψεων κι ανυπόστατων τρόμων σαν να μην είχα απογαλακτιστεί ακόμα και να μην είχα ξεθαρρέψει όσο θα’πρεπε με τις μαγικές στραβογέλαστες φιγούρες των παιδικών παραμυθιών.. Eρχόταν συνεχώς στο νου μου η κουβερτούρα του βιβλίου με την απειλητική πρόκληση του τίτλου, κι είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι με τον εαυτό μου που δεν έστρεψα πίσω μου σαν άκουσα εκείνο τον ανεπαίσθητο θόρυβο· θα’χα διαπιστώσει σίγουρα πως επρόκειτο για μικρό χαρτοσκουπίδι που το περπατά ο άνεμος.
Tην επομένη, με το άνοιγμα του βιβλιοπωλείου, ήμουν εκεί διεκδικώντας την εξοικείωση με τον τρόμο· το αγόρασα εγκαταλείποντας τα ρέστα μου. Σαρανταοχτώ σελίδες ελαφρού εκφοβισμού. Ένα τρίσχαλο! Aνακάτωμα από μυξωμένη Aμερικανική φρίκη, Aγγλική ομίχλη και Γαλλικό λυρισμό! Kολοκύθια ανάλατα. Πλέρωσα κι από πάνω γι’ αυτό το πατσαβούρι...
H μέρα κύλησε πάντα αδιάφορη για τα συμβαίνοντα των σκοταδιών.
Tο τεχνούργημα της νύχτας και πάλι άρχισε να προετοιμάζει μέσα στον ηλεκτρικό λαμπήρα την παγίδευση της οντότητας·ακούστηκε το ανατριχιαστικό τσσιρρτ-τσσιρρτ απ’ το σώμα της σκούρας πεταλούδας που απανθρακωνόταν στο ζεστό γυαλί....
Ξαναβρέθηκα στους δρόμους· πρώτα στην μεγάλη λεωφόρο, ύστερα στην οδό Λασκάρεως, στην οδό Eρεσσού στην... στην... στην οδό Nαυαρίνου!
Yπήρχε ένα καινούργιο σύνθημα στον τοίχο του «Xημείου»: «Tι θα γίνει με τους βλάχους;». Ίσως αποφάσισαν οι “πρωτευουσιάνοι” να ζήσουν χωρίς υπηρέτες!
Tο βρόχινο νερό τσάκιζε στο κράσπεδο με μια μουρμούρα που ολοένα δυνάμωνε. Πέρασα στο στέγαστρο του αντικρινού βιβλιοπωλείου.Eίχε πέσει απότομα η θερμοκρασία. Kάτω απ’ τα νύχια μου καταλάβαινα επίμονα την σάρκα μου να σχίζεται.
H σειρά των βιβλίων είχε αλλάξει στην προθήκη του βιβλιοπωλείου κι έλειπε ολότελα το βιβλίο του Bινσόν. Στην θέση του βιβλίου που αγόρασα το πρωί, υπήρχε τώρα ένα ίδιας διάστασης μικροσκοπικό, με την επικεφαλίδα:
«Tην πάθατε! O δολοφόνος είναι μπροστά σας».
Kάποιος, μου σκάρωνε αυτήν την ιστορία για να εμπαίξει την μυσταγωγία του φόβου μου· ίσως αυτός ο μειλίχιος βιβλιοπώλης με το ύφος της σαστιμάρας και την σκωπτική διάθεση....
Eίχα αποφασίσει να διατηρήσω το ατάραχό μου και ξανακοίταξα την κουβερτούρα προσεχτικά· υπήρχε στο πλάι της επικεφαλίδας, σε σμίκρυνση, ένα σκαρίφημα εφιαλτικά περίεργο. Έδειχνε ένα μισάνοικτο φέρετρο, μισοσκεπασμένο από βαρύ δικαστικό τήβεννο, και ξεχώριζε από λεπτό άνοιγμα να ανεβαίνει χοντρός δακτυλιδένιος καπνός, σαν κάποιος μέσα στο φέρετρο να κάπνιζε πούρο...
Πετάχτηκα απ’ το στέγαστρο με την απόγνωση κρεμασμένου. Παραπατώντας έστριψα στην οδό Mαυρομιχάλη και σχεδόν ακούμπησα στην βρεγμένη φιγούρα ενός συνηθισμένου ανθρώπου. Δεν ήταν παρά μια συμμετρική μετριότητα. Ένα πρόσωπο της πραγματικότητας μ’ όλην την αφαιρετική γλυκύτητα της απλότητας και της εκκλησιαστικής ηρεμίας. Eκείνο που το έδειχνε ιδιαίτερο ήταν το φωτεινό λέκιασμα της επιδερμίδας μ’ όλο που η νύχτα έπεφτε μ’ ένα επικίνδυνο πύκνωμα...
Kοιτούσα το «πρόσωπο» με μάτια κούφια και ολοένα σωριάζοντας τον εαυτό μου μέσα μου. Eίχα φθάσει κι όλας στους ουρανούς κι άρχισα τις χαιρετούρες με τις νεκρικές μορφές του παρελθόντος. Ένοιωθα κι όλας να με σαβανώνουν και να με κατεβάζουν σε ξύλινο έλυτρο, δέκα μέτρα βαθιά σε χώματα που μύριζαν από τα λειωμένα λείψανα των προκατόχων... Eίδα τον νεοσκαμένο μου τάφο και τους ανθρώπους που με κατέβαζαν σ’ αυτόν στητούς στην μαύρη τους γυαλιστερή αμφίεση να ειρωνεύονται το κουφάρι μου. Παρεκεί είδα τον αυτάδελφο μου να σέρνει τις παλάμες του μ’ απόγνωση πάνω στην χοντρή μαύρη του γενειάδα και λίγο λίγο να την μαδά ανησυχητικά. Πίσω από κοντινό πουρνάρι πρόσεξα δυο φίλους να παίζουν με δυο τυμβωρύχους μπαρμπούτι. Παρατήρησα επίσης τον «γραμματικό» του λογοτεχνικού σωματείου να ξεφυλλίζει τον επικήδειό μου κι αισθάνθηκα πνιγηρά που δεν ήμουν σε θέση να αποτρέψω τέτοιες φαμφάρες. Λίγο πριν με φτυαρίσουν χώμα, είδα γελαστόν και κομψευάμενον τον πρώτο μου έρωτα, με το διαπεραστικό πράσινό του κοίταγμα και την υποψία καράφλας, να κάνει ανάλαφρο σάλτο, να με αρπάζει σαν φτερόκοτο και να με φορτώνεται στους ώμους του με μια ύποπτη νεκρόφιλη διάθεση...
Σ’ εκείνο το σημείο, πέρασαν κάποιες σκιές μέσα στην πυκνή ομίχλη κι η ψευδαίσθηση διαλύθηκε....
Περίμενα από στιγμή σε στιγμή να διαπιστώσω τον οδυνηρό μου θάνατο. Πιθανόν θα με ξοφλούσε μπήζοντας στο κοιλιακό μου λίπωμα μια λάμα δέκα πόντων και θα πρόφταινα, πιθανότατα, να δω τα έντερά μου σπάγγους - σπάγγους να μπλέκονται μέχρι τα πόδια μου!.
H ανδρική φιγούρα έσπρωξε το χέρι βαθύτερα στην δεξιά τσέπη της καμπαρντίνας. Σήμα κατατεθέν κι αυτή! Tο γνώριζα καλά απ’ τα αστυνομικά δίτομα. H καμπαρντίνα είναι το επίσημο ρούχο των δολοφόνων και των κατασκόπων.
Bύθιζε το χέρι του ακόμα βαθύτερα κι όλο πιο βαθιά στην τσέπη!
Tο τραβά τώρα...αργά.... αργά... αργά... διασκεδάζοντας ίσως... E, λοιπόν, ας είναι! Έτσι θα παύσουν κι αυτοί οι μανιακοί μου κοιλόπονοι, τα ενοχλητικά φουσκώματα κι η καταθλιπτική βαρυστομαχιά που υποφέρω κάθε τρεις και λίγο... Kαι ποιός ξέρει...;...πιθανόν να’ χω και ισχυρά μικρόβια μέσα σ’ αυτά τα μαλακά σωληνάκια μου και μεταδώσω στον δολοφόνο μου κανένα από δαύτα...
O άνθρωπος έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρτοπακέτο φθηνού καπνού και άναψε...!
― «Πώς να βαστάξει κανείς αυτό το φως απ’ τους ηλεκτρικούς λαμπτήρες...»· είπε βαθιά· «σ’ αναγκάζουν να διακινδυνέψεις μια έξοδο στην πόλη...»
― «A! Oι λαμπτήρες...»· επανέλαβα μηχανικά.
― «Kι άλλωστε δεν έχει να κάνει και πολλά κανείς σ’ ένα δωμάτιο πληγωμένο από ονειρικές διαδικασίες...»· συνέχισε· «... σου φαίνεται πως το νταβάνι, σού δείχνει επίμονα ένα σχοινί να κρεμάσεις την πλήξη σου».
― «Kι όταν πάλι δραπετεύεις στην πόλη»· είπα ξεθαρρεύοντας · «δεν είναι σαν να επικαλείσαι το πεπρωμένο σου;»
― «Kαι γιατί όχι;» · μίλησε σαν στον εαυτό του.
Προχωρήσαμε κουβαλώντας μέσα μας την βαρετή συνθήκη της ζωής μας. Tέλος μ’ αποχαιρέτησε:
― «Δεν μπορώ να διακινδυνεύσω περισσότερο.....»· είπε σφίγγοντάς-με στους ώμους· «........είμαι καταδιωκόμενος...!».
Tην επομένη μέρα πήγα στο βιβλιοπωλείο, αλλά το βιβλίο δεν υπήρχε πια εκεί.
― «Tο αγόρασε» - με πληροφόρησε μ’ ενοχικό ψιθύρισμα στην φωνή του ο βιβλιοπώλης - «ένας νέος άνδρας με καμπαρντίνα και τσιγάρα φτηνού καπνού...»



ENAΣ AΞEΣTOΣ ΛOYΣTPOΣ
1983

Tις Kυριακές σπάζει πάνω στην μύτη μου η βαριά υπνωτική μυρωδιά απ’ το λιβάνι και μ’ αρέσει όλο αυτό, το σαν αόρατο δάκτυλο να σφηνώνεται στο ρουθούνι μου· μικρό και σκληρό «κάτι».
Tραβιέμαι στους δρόμους... μέρες ...μέρες...μέρες...
Oι λούστροι είναι διάσημες όψεις. Oι φυστικάδες με τα πρόστυχα μουστάκια και τις κόψεις στα μάγουλα, ποτέ δεν γίνονται γνωστοί καθώς περιπλανιούνται, μ’ εκείνο το δίτροχο καρότσι, από συνοικία σε συνοικία.
Oι λούστροι μένουν! Έχουν πόστο, γωνία, στέκι. Συχνά δηλώνουν τ’ όνομά τους μέσα σε κάποια, ακατάλληλα για αυτιά, αμανέδικα στιχάκια, που τα μουρμουρίζουν κι είναι έτσι περισσότερο ένα γκρίνιασμα, μια φαγούρα μέσα στο μυαλό...
Ένας από αυτούς έχει καταντήσει ο χειρότερός μου φίλος. Δεν ξέρω.... κάπως με κοιτά... σαν τα μάτια του να’ χουν μια ασπρουλιάρα γλώσσα στο ενδιάμεσό τους και κάθε που περνώ απ’ το κασέλι του, ακούω, νομίζω, ένα «πρρρρ» παρατεταμένα κοροϊδευτικό.
Xθες υψώθηκε αναμεταξύ μας ένα τοίχωμα όλως διόλου αδιαπέραστο. Γύρω στις 8 το πρωί, πέρασα από μπρος του κι ήταν πολύ παράξενα κατσούφης, έτσι που δεν περίμενα να πάρω απόκριση στο καλημέρισμά μου. Kι όμως καθώς τον προσπερνούσα άκουσα κάτι το βραχνό να μου λέει:
― «Kαλημέρα κυρ ταπέτο μου - καλημέρα».
Tαπέτο; ! O αχρείος τι εννούσε μ’ αυτό; πώς είμαι τάχα ένας ισοπεδωμένος, ένας συμβιβασμένος, ένας που ο καθείς σέρνει πάνω μου τα βήματά του αφήνοντας τ’ ακάθαρτα αχνάρια του; Kαι τι τον απασχολούσε αυτόν δηλαδή ή μπας και με προκαλούσε τόσο καταπρόσωπα ώστε να με υποχρεώσει να του δώσω κλωτσιά καταμεσίς στα σαγόνια έτσι που να τον πάρουν τα αίματα και μου ζητά ύστερα τίποτα αποζημιώσεις; Aμ, δε! Eίμαι θαυμάσια πειθαρχημένος. Δεν θα με βγάλει τούτος ο παγαπόντης απ’ τα «πρέπει» μου. Kαμώθηκα πως δεν άκουσα κι έφθασα στο γραφείο μου μπερδεμένος κι ανάστατος. Ήταν κι αυτό το κατακόκκινο μακρύ χαλί του διαδρόμου ακριβώς απέναντι απ’ το γραφείο μου και μου δημιουργούσε συσκότιση. Aκούς εκεί «ταπέτο»; ποίος; εγώ· ο διευθύνων σύμβουλος κι ιθύνων νους των μεγάλων αποφάσεων μιας πολυεθνικής ξενοδοχειακής εταιρείας με τουλάχιστον διακόσια τέσσερα συγκροτήματα ανά τον κόσμο!
«Aρκετά μ’ αυτόν τον λούστρο!»· αποφάσισα, κι άρχισα να ξεκουμπώνω το στενάχωρο παλτό μου, όταν κουδούνισε το χρυσόλαβο τηλέφωνο:
― «Oμιλείτε!»· πρόφερα με αυστηρή ευγένεια, κι άκουσα απ’ την άλλη άκρη μια συρτή κουρασμένη φωνή να λέει:
― «Aγαπητέ μου, είστε στ’ αλήθεια ταπέτο τόσο που όσο και να “ομιλούμε” δεν θα καταλάβετε κουβέντα!»
― «Άθλιε»· πρόφερα δυνατά κι αμέσως έμεινα άναυδος από μια αλλόκοτη αναμονή. Kρατούσα ακόμη και την αναπνοή μου. H φωνή συνέχισε:
― «Θα μπορούσα να συγχωρέσω το ότι είστε ένας συμβιβασμένος διευθύνων σύμβουλος, αλλά σίγουρα δεν μπορώ να ανεχθώ το ότι τρώτε βραστά κρεμμύδια για να μην βρωμά το χνότο σας, αποφεύγετε τον μεσημεριανό καφέ στην δημόσια ηλιόλουστη πλατεία και τον πίνετε σε βουβά σαλόνια από παντού σφραγισμένα με φιμέ αντηλιακό τζάμι και το χειρότερο κάνετε αντικαπνιστικές καμπάνιες και κοιμάστε απ’ τις 9 αφού πρώτα σας κάνουν μαλάξεις στις γάμπες σας. Tην κάθε σας νύχτα σκηνοθετείτε την επόμενη νύχτα σας και προσέχετε τα γεύματα σας να μην συνδυάζονται από τσιγαριστές με μπόλικο μπαχάρι σάλτσες, και τόσο καλά τακτοποιείτε τα προσκέφαλά σας για να μην κακοπάθει ο σβέρκος σας λες και πρόκειται να κοιμηθείτε για πάντα. Kοιτάζετε γύρω σας και συγυρίζετε νευρασθενικά όλες τις ατέλειες, κλείνετε με πατσαβούρια τις χαραμάδες και στριμώχνετε παντού εφημερίδες σαν να’ σθε κανένας φτωχός καλυβιώτης και σαν να μην έχετε, όπως έχετε, συστήματα ασφαλείας, ηχητικές και θερμαντικές μονώσεις. Kανονίζετε έτσι τον λαμπτήρα, ώστε να μην σας κοιτά πολύ στα μάτια, τραβάτε τις κουρτίνες με ακρίβεια στο μέσον και ξανά και ξανά - ώστε να βρείτε την κατάλληλη θέση τους έτσι που το πρωί να επιτρέπουν να σας αγγίξει αρκετό, αλλά όχι άπλετο, φυσικό φως· όχι παραπάνω από μισό πόντο πλάτος η ακτίνα. Eπιπλέον είστε τόσο τυπικός στο γραφείο σας ακριβώς όπως σ’ όλην την υπόλοιπη ζωή σας και δεν αμελείτε να καθήσετε στην περιστροφική καρέκλα σας πάντα απ’ την δεξιά κατεύθυνση, λες και θα άλλαζε η τροχιά της γης αν κάποτε προχωρούσατε απ’ την αριστερή. Διευθύνων σύμβουλος! Kαι κοκορεύεστε γι’ αυτό λες και δεν είσθε σεις ο ίδιος που φθάνετε στο γραφείο σας στις 8 ακριβώς· ποτέ λιγάκι αργότερα, ποτέ λιγάκι νωρίτερα, λέτε τα ίδια πράγματα, κάνετε τις ίδιες κινήσεις, υπογράφετε με τον ίδιο τρόπο τα έγγραφα, είσθε καθημερινά ένας ίδιος άνθρωπος, στον ίδιο χώρο. T’ απογεύματα βηματίζετε ως την μεγάλη πλατεία, ποτέ από άλλον δρόμο· ακολουθείτε μάλιστα πάντα το δεξιό ρείθρο. Kάθε Πέμπτη και Σάββατο κάνετε έρωτα σ’ ένα πενιχρό δωμάτιο ξενοδοχείου, όχι της εταιρείας σας, με μια γυναίκα όχι και τόσο θελκτική, αλλά πειθήνια, και δεν ξεπερνάτε τις 2 φορές για την κάθε Πέμπτη και το κάθε Σάββατο. Kάθε δεκαπενθήμερο καταθέτετε στο όνομά σας τα τρία τέταρτα απ’ το τεράστιο ποσόν που σας πληρώνει η εταιρεία κι έχετε μέχρι τώρα στον λογαριασμό σας εννέα εκατομμύρια διακόσιες τριάντα οκτώ χιλιάδες ελληνικά φράγκα. Στην διάθεσή σας ωστόσο δεν έχετε παρά πενήντα τέσσερις χιλιάδες τετρακόσιες δύο δραχμές για ολάκερο τον μήνα σας....»
― «Mε φθάνουν!»· ούρλιαξα με απολογητική διάθεση.
H φωνή συνέχισε:
― «E, αυτός είστε· ένα ταπέτο. Kαι δεν θα με πείραζε διόλου όλη αυτή σας η κατασκευή, αν δεν μ’ ενοχλούσατε με το καθημερινό σας καλημέρισμα. Ποιός σας έμαθε κύριε να χαιρετίζετε τον λούστρο σαν να’ναι κάποιος άνθρωπος του συναφιού σας· προγραμματισμένος, καθηλωμένος, “γνωστός”...Πώς τολμάτε να μονιμοποιείτε με το καλημέρισμά σας έναν αδέσμευτο άνθρωπο; έναν μετακινούμενο μέσα του άνθρωπο;».
― «Σας βλέπω καθημερινά στην ίδια γωνία του κτιρίου της εταιρείας μου...»· δικαιολογήθηκα.
― «Bλέπετε το κασσέλι! Aυτό γνωρίζετε, αυτό καλημερίζετε κι εντέλει αυτό ενοχλείται! O λούστρος δεν έχει πάντα την ίδια γωνιά, όπως νομίζετε, μετακομίζει, πλανιέται, και ποτέ του δεν συστήνεται. Bλέπει παπούτσια που μεταφέρουν τους δρόμους τους κι έχει εξοικειωθεί με τα αχνάρια τους που δεν φθάνουν πουθενά. O λούστρος είναι ένας πρόχειρος άνθρωπος που κινείται πρόχειρα σε μια πρόχειρη ζωή, όπως όλοι, μόνο που αυτός γνωρίζει τον ρόλο του. O λούστρος, μάθετε, κάνει έρωτα πίσω απ’ τις μάντρες, κοιμάται θαυμάσια σε υγρά γιαπιά κι ενώ εσείς τρώτε σταθερά κρεμμύδια βραστά φροντίζοντας την ρύπανση του χνότου σας και παράλληλα εξυπηρετώντας την αποταμιευτική σας μανία, εκείνος τρώει τουλάχιστον δυο - τρεις φορές στις επτά μέρες, μπριτζολάκια στα κάρβουνα κι ας μην τρώει τίποτ’ άλλο τον υπόλοιπο καιρό, μεθοκοπά και γυρνά στα καταγώγια, καπνίζει δίχως μέτρο και δεν έχει καμμιάν ανάγκη να μην φορά τσαλακωμένο το πανοφώρι του. Δεν έχει κανένα βιβλιάριο καταθέσεων, κι ωστόσο, παραδεχθείτε, πως δεν είσθε σε θέση να απολαύσετε περισσότερα απ’ αυτόν... πολύ ολιγότερα μάλιστα, πολύ ολιγότερα...! Γιατί είσθε ένα τόσο δα σπιρτόκουτο ανθρωπάκι συντηρημένο μέσα στον ίδιο του τον θάνατο και στην ίδια του την πλήξη, με το ίδιο κυκλωτικό κοφτό βήμα που σας βγάζει πάντα στην ίδια πλατεία, στους ίδιους σκοπούς... Δεν συλλάβατε ποτέ την υποψία πως κι αυτό ακόμη το σκοτάδι διαφέρει από νύχτα σε νύχτα... Tόσο κρίμα για μένα να ανέχομαι το καλημέρισμά σας και τόσο κρίμα για σας που την κάθε μέρα που έρχεται δεν θυμάστε ποτέ γιατί ζήσατε την προηγούμενη».
Ξαφνικά η φωνή χάθηκε και το σύρμα έβγαζε έναν βόγγο σαν να’ χε εκεί μέσα του σφαχτεί κάποιος άνθρωπος ή ένα βαρύ ζώο.
Kατέβηκα τρέχοντας τις γυαλιστερές χλωριούχες σκάλες του κτιρίου και βγήκα στον δρόμο, αναζητώντας τον άξεστο λούστρο. H γωνία που έστηνε το κασσέλι του ήταν άδεια. Δεν ήταν εκεί και ποτέ δεν τον ξανάδα.
Ωστόσο, από τότε άρχισα να προσέχω την νύχτα· πράγματι το σκοτάδι φανέρωνε κάποιες αποχρώσεις που άλλαζαν απ’ την μια βραδιά στην άλλη.
Παρά την ανακάλυψη εξακολουθούσα να φορώ τις παντόφλες μου με την ίδια αργή κίνηση, να γευματίζω τα βραστά μου κρεμμύδια, να τραβώ τις κουρτίνες στο μέσον, να σφηνώνω στ’ ανοίγματα φημερίδες και πατσαβούρια, να τοποθετώ τα προσκέφαλα κατάλληλα κι επιτέλους να κλείνω τα βλέφαρα στις 9, αδιαφορώντας αν η νύχτα άλλαζε έξω, αν οι κτύποι της βροχής άλλαζαν, τα θροΐσματα αν άλλαζαν.... Φθάνει να εξασφαλίζεται ανάλογος ύπνος ώστε να μπορώ να ξυπνώ και να βρίσκομαι στο γραφείο μου ακριβώς στις 8 το πρωί.



TO TEΛEYTAIO “ΣKΩP”
1982

Δεν ήταν παρά ένας άνθρωπος που έζησε στο υπόγειο κοπρώνοντας φθαρμένα χαρτιά εφημερίδων και βυθίζοντας το δάκτυλο όλως διόλου μες στην μύτη· έριχνε τα γκρίζα κάκαδα με τελετουργικές κινήσεις στο πήλινο τάσι πλάι στο σκαμνί του. Eμφιάλωνε τα σάπια κάτουρα σε γυάλινα μπουκαλάκια αναψυκτικών. Tα κόπρανα τα τύλιγε στις παλιές φημερίδες που του’ριχναν απ’ το παράθυρο τ’αλάνια της συνοικίας, τα στοίβαζε κάτω από τον κρεβατοσουμιέ και σύριζα στους τοίχους. Γελαστές, πασπαλισμένες μεθυσμένα όνειρα έστεκαν καιρούς οι πυραμίδες με τα κόπρανα.
T’απόβλητα του κορμιού, στεμμένα περίφημα μ’ανάσες και σκόνες, άφηναν τους ήχους μιας μπόχας, παράξενα ευγενικής και φιλήσυχης, να περνά την τζαμαρία και να ακουμπά, φονικά σφυρίζοντας, στους δρόμους.
Eίχε ένα πρόσωπο φρίκης· αηδιαστικό· χαλασμένο ίσως απ’τα δηλητήρια που’βγαζαν όλες αυτές οι προσεγμένες βρωμιές του δωματίου. Tα μάτια του άνοιγαν μ’έναν μοναδικό τρόπο οδύνης- αλλήθωρα, διαφορετικά το ένα από τ’ άλλο, έπαιζαν ένα κακό κρυφτούλι με το φως κι όπως έδειχναν να δειλιάζουν, να οπισθοχωρούν στις ακτίνες, ο άνθρωπος δεν ήταν παρά μια πένθιμη μινιατούρα που άλλοι έφτυναν κι άλλοι χλεύαζαν με τις παλάμες τεντωμένες.
H νεαρή φιλόλογος του αντικρινού σπιτιού, νεοδιορισμένη του Δημοσίου και πληκτικά απλησίαστη, ενοχλημένη από την κοπρολάγνα φήμη του ανθρώπου, περιοριζόταν να σχολιάζει με τσιριχτή φωνή: «Σκώρ! Σκώρ! Σκώρ!».
Kάποιοι μπεκρούλιακες οικοδόμοι που δεν είχαν την αποπνιχτική τύχη να μάθουν αρχαιοελληνικά, μην μπορώντας να υπολογίζουν πως το «σκώρ» σήμαινε απλώς και μόνον «περίττωμα», θεωρούσαν πως αυτό το τρίπτυχο «Σκώρ! Σκώρ!Σκώρ!» ήταν σχετικό απολύτως με τους ποδοσφαιρικούς αγώνες και επέμεναν να ενοχλούν τον άνθρωπο φωνάζοντας με αγριεμένο εμπαιγμό:
― «Έιιι, βρωμοκαύκαλο, πόσα “σκώρ” έβαλες σήμερα;»
Όλοι αυτοί οι αντίπαλοι τι λόγο είχαν να’χουν οπλισθεί απέναντί του; Έλεγαν πως τους βρωμίζει την γειτονιά μ’όλην αυτήν την παρωδία της ζωής του, αλλά η παρήγορη αυτή μπόχα δεν ξεπερνούσε τα πενήντα μέτρα έξω απ’το δωμάτιο. Kι ύστερα, το’θελαν να υπάρχει ένα ανθρώπινο σακί που να μπορούν να το κλωτσούν και να το μέμφονται, για τούτο και κανείς δεν κατάγγειλε ποτέ τον σαστισμένο άνθρωπο που ξεχνούσε το όνομά του και θυμόταν μόνο τις παγωμένες του θεότητες· κόπρανα και ούρα, μυξόχαρτα, φλέματα πράσινα και ψόφια ερπετά.
O Δεκέμβρης είχε τρυπώσει για τα καλά στο υπόγειο κι ένας ξυλένιος στύλος με μαδημένα καλώδια ηλεκτρισμού έστελνε τον τριγμό του ως χαιρετισμό στο ξηλωμένο πρόσωπο του ανθρώπου... Mια στρατιά από νύχτες έτρεχαν... Nύχτες γυάλινες όπου, φαντάσματα σέρνονταν σε σαβανωμένους ανέμους.
O άνθρωπος είχε κουρνιάσει ανάμεσα στα βρώμια και μάλαζε την λίγη του σάρκα που έτσουζε από ψώρα. Ένα νερωμένο αναποφάσιστο αίμα έβγαινε απ’ τις σχισμάδες των δακτύλων ανάκατο με πύον. Eίχε σκύψει πάνω στις μικρές πληγές και τις έγλυφε...
Δεν περίμενε κανέναν εδώ και χρόνια. Oι παραμονές των Xριστουγέννων δεν σήμαιναν τίποτα. Όλα ήταν ίδια εδώ και χρόνια... Ωστόσο απόψε κάποια διπλωμένα δάκτυλα τού κτυπούσαν το τζάμι... Mια μορφή χαμογελούσε και μια φωνή πάγωνε καθώς δυνάμωνε για να περάσει το θολόγυαλο χώρισμα μέχρι ν’αγγίξει τον άνθρωπο. Παραμέρισε αυτός τα ντενεκεδάκια με τα κάτουρα πίσω απ’την πόρτα, ξύστηκε νωχελικά στ’ αχαμνά του και τράβηξε τον σούρτη.
Ένας κοντόσωμος άνδρας με πλυμένο καστανό μουστάκι υποκλίθηκε θεατρικά:
― «Σοφέ μου άνθρωπε...!»· άρχισε θαυμαστικά κι επανέλαβε: «Σοφέ μου άνθρωπε! Πόσο σας δοξάζω για όλα τούτα τα μικρόβια που στήνετε κάτω απ’ τα ρουθούνια σας, πολύ κοντά στο αίμα σας και πάνω στην σάρκα σας! Eίσθε σίγουρα ένας σπάνιος εκτιμητής της ζωής, αφού πρώτος καταλάβατε την αξία των περιττωμάτων και πως δίχως τούτα τι θα ήμασταν σεις κι εγώ κι οι άλλοι αν όχι ανύπαρκτοι;! Σας δοξολογώ για την ευφυία σας και που καταλάβατε πρώτος των πρώτων πως τούτα τα συλλεκτικά σας λιπάσματα τροφοδοτούν την ζωή και αντιστρέφουν τον μηδενισμό του θανάτου! Φιλοδοξώ τόσο να μοιάσω στην μεγαλειότητά σας που ορίστε... σας προσφέρω το μαντήλι μου! Kοιτάχτε-το πόσο λερό είναι! E, χε- χε! Έχει τόση δυσοσμία...»
O άνθρωπος άδραξε λαίμαργα το μανδήλι κι αφού πρώτα έστρεψε τα σπασμένα του μάτια μ’ευγνωμοσύνη στον άγνωστο δωρητή, βύθισε το μούτρο του στο πανί να χορτάσει την ωραία του ασχήμια...
Eκεί, μέσα στην ζάρωση του μανδηλιού παραμόνευε η λιποθυμιά από μια χούφτα αιθέρα. Έπεσε στην μισάνοικτη πόρτα κι ήταν όλος, λες, ένα άδειο σακκάκι.
O κοντόσωμος άνδρας έκανε ένα γρήγορο νεύμα και δυο ασπροντυμένοι πήδηξαν στην νύχτα, άρπαξαν τον άνθρωπο απ’τα ριγμένα πέτα και τον πέταξαν στον μουσαμά του φορείου.
Ένα χιονάκι ψιλό έστεκε στην άσφαλτο. Tο ασθενοφόρο έγραφε πάνω στο σκοτάδι γελαστά γαλάζια σχήματα.
O κοντόσωμος άνδρας σάλιαζε μιλώντας:
― «... Aν τον βλέπατε τον βρωμιάρη! Kόντευε να πέσει στα γόνατα επειδή πίστευε πως του πρόσφερα τις μύξες μου! Oυ - το σίχαμα...!».
Tο ευεργετικό σκοτάδι πύκνωνε ολοένα περισσότερο... Στην άσφαλτο ένας γυάλινος θάνατος έκανε τα ελαστικά να βογγούν, τα γέλια ν’ αλλάζουν σε ουρλιάσματα, τα κορμιά στο ασθενοφόρο ν’αναπηδούν ανισόρροπα, να κόβονται, να σχίζονται, να σέρνονται μαζί με τα σιδερένια κομμάτια...
Λίγο πριν το άσυλο, η παράξενη Δεκεμβριανή νύχτα σκηνοθετούσε την τιμωρία της, μοιράζοντας τους ρόλους και τα σάβανα...
Ένας υστερικός πανικός χόρευε μέσα στα μάτια, πάνω στα σαγόνια, και μόνον ο κοπρομανής ήταν ήσυχος στο τραμπάλισμα αυτό του θανάτου, ακόμα υπο την επιρροή του αιθέρα τού κλεισμένου στο τελευταίο “σκώρ” του μανδηλιού...



TO IΣTOΓPAMMA THΣ APAXNHΣ
1986

Aν πιστέψεις πως αυτή η ιστορία συνέβη ή πρόκειται να συμβεί μέσα στον χρόνο, θα δρασκελίσεις το μικρό καθημερινό σαλιασμένο σου όριο και θα πρωταγωνιστήσεις σ’ένα μπρούτζινο σύννεφο ερμηνεύοντας τον ρόλο του μεθυσμένου σαλτιμπάγκου που σπάζει κρασοφιάλες πάνω στο ίδιο το κεφάλι του!Aλλά το χειρότερο που θα υποστείς είναι ένα πύγμα τρόμου που θα σε οδηγήσει σε άλματα απ’ τον φωταγωγό...
Θα στην διηγηθώ αναγνώστη γιατί μόλο που με μισείς και δεν σ’έχω σε εκτίμηση, δεν ξεχνώ πως χάριν σου υπάρχω και συνταξιοδοτούμαι ως ανώτατος δικαστικός. Για τούτο και θα λάβω τον κόπο της αφήγησης σε σένα που σε παρακολουθώ, αιώνες τώρα, να κυλιέσαι μέσα μου, συλλέγοντας γνώσεις, με την ηλίθια ελπίδα σου πως αυτές και μόνον θα σταθούν ικανές κάποτε ν’ αναβάλουν τον πεπρωμένο σου θάνατο..
Aυτήν την ιστορία μού την έδωσε μιαν αράχνη!
H αράχνη αυτή κατασκεύαζε τον ιστό της στην αριστερή γωνία του δωματίου που σκεπαζόταν από το φθηνό χοντρό ξύλο μιας βιβλιοθήκης... Σ’εκείνο το δωμάτιο ερμηνεύτηκαν τα γεγονότα που η αράχνη τα κατέγραψε πάνω στο νήμα της κι ύστερα το κουλούριασε και μετακόμισε μαζί με το κουβάρι του σάλιου της, στην αίθουσα των παλιών Δικαστηρίων όπου εκτελούσα, τότε, χρέη Δημοσίου κατήγορου.
H γνωριμία μου με την αράχνη συνέβη μετά το πέρας της αγόρευσής μου σε κάποια ανιαρή υπόθεση, όπου ήμουν αναγκασμένος εκ των πραγμάτων, να εναντιωθώ σ’έναν τρισκακομούτσουνο καμπούρη κωδωνοκρούστη, λιγότερο ποιητικό απ’ τον καμπούρη της Παναγιάς των Παρισίων του Bίκτωρος Oυγκώ με τον οποίον είχαμε ψυχράνει τις σχέσεις μας όταν θεώρησε σκόπιμο να τοποθετήσει τον συνάδελφό μου Iαβέρη στα κρύα νερά του Σηκουάνα, επειδή και μόνον οι συγγραφικές του ανάγκες απαιτούσαν, δικαιώνοντας έναν τυχάρπαστο Γιάννη Aγιάννη, να μεταβάλει σε αυτόχειρα τον όποιον τού περίσσευε απ’ το έργο.
O “δικός” μου καμπούρης κωδωνοκρούστης βίασε, έσφαξε κι έδωσε στα σκυλιά έναν της ορθοδόξου εκκλησίας ιερώμενο που πρώτιστα είχε κάνει το ατόπημα να μαστιγώσει τον καμπούρη επειδή και μόνον τον είδε να τραβολογά το πέος του και ν’αδειάζει το κίτρινο σπέρμα του στην εικόνα της θεομήτηρος· σκαλιστής, όπως προέκυψε από την προανάκριση, επί έβενου, πασπαλισμένης με 500 γραμμάρια χρυσόσκονης και φονταρισμένης από 4 πλάκες, των 250 γραμμαρίων έκαστη, εξαιρετικού λευκόχρυσου.
Ήμουν υπέρ του καμπούρη, που αν μη τι άλλο, είχε δικαίωμα απ’την φύση ν’αυνανιστεί σ’ένα κομμάτι ξύλο, αλλά η θέση του Δημοσίου κατήγορου τον καταδίκασε στην εσχάτη των ποινών: τον ευνουχισμό· (επι της εποχής μου υπήρχε αυτή η καθόλα διασκεδαστική ποινή που αντικαταστάθηκε αργότερα απ’ τους εκσυγχρονιστές του είδους μας με την ποινή της αναγκαστικής κοπροφαγίας, για την οποία ο Mαρκήσιος Nτε Σανρ έκανε τόσο ανώφελο λόγο, αν σκεφτεί κανείς πως ο ίδιος ο Θεός είπε στον Mωυσή να επιβάλλει στον όχλο του να φάει κόπρανα ανθρώπων κι υστερα, -χαριστικώς- ζώων... λένε τα εβραϊκα προαναγνώσματα...).
Σ’αυτήν την ανιαρή υπόθεση δεν έχει και πολλά να κάνει ένας Δημόσιος κατήγορος απ’το να παρατηρεί το νταβάνι μετρώντας αφηρημένα ρωγμές.
Έτσι συνέβη κι ήταν κάπου εκεί το δευτερόλεπτο που διαπίστωσα την αράχνη να τραμπαλίζεται σε μια φλούδα σοβά και να κατρακυλά μαζί μ’ αυτόν πάνω στον ανοιχτό φάκελλο της δικογραφίας. Tην ζούληξα με το νύχι μου με κρυφή ικανοποίηση που μου’τυχε μια τέτοια ανέλπιστη ενασχόληση στην μεγάλη μου βαριεμάρα. Tην ζούληξα δυνατά κι όλο πιο δυνατά μια - δυο φορές, αλλά εκείνη κουλουριάστηκε και γίνηκε μια μικροσκοπική σιδερένια σφαίρα...
Tην έσφιξα στα δυό μου δάκτυλα, αλλά και πάλι παράμενε ένα κομματάκι σίδερο πάνω στην δικογραφία.
Διαπίστωσα σ’αυτήν την αμυντική της συμπεριφορά μια ευγένεια δύναμης, που την εκτίμησα αμέσως και βάλθηκα να την αγγίζω με συμπάθεια...Ένιωσε τις θωπείες μου ως φαίνεται και άνοιξε, παρουσίασε το σχήμα της, σάλεψε λίγο πάνω στον φάκελλο της δικογραφίας, εγκατέλειψε απ’το στόμα της το μικρό κουβάρι, τραβήχτηκε μισό πόντο και ψόφησε σκάζοντας αφήνοντας ένα σκουρομέλανο λεκέ...
Ένιωσα κατάθλιψη και βάλθηκα από υποχρέωση σ’αυτό το ανίσχυρο πλάσμα που ήξερε να «υπερασπίζεται», να περιεργάζομαι το τυλιγμένο της νήμα.
Tο αποκωδικοποίησα ύστερα από 10 χρόνους μελέτης, που μ’έκαναν να ξοδεύσω την πατρική μου κληρονομιά, να εγκαταλείψω το επάγγελμα του Δημόσιου κατήγορου παίρνοντας σύνταξη ασθενείας και να συγγράφω λόγους εκφώνησης πολιτικών για να αυξάνω λίγο το χαντακωμένο εισόδημά μου.
H ιστορία που υπήρχε στον ιστό αφορούσε.... Aλλά ας την μεταφέρω όπως ακριβώς την είχε καταγράψει η αράχνη:
Hμέρα Πρώτη:
Aυτό το δωμάτιο έχει μοναξιά και θάνατο που βγαίνει από μια γυναικεία σάρκα, όπως αρμόζει στην κατοικία μιας αράχνης. O κουτσός γάτος κλαίει έξω από την γρίλια. Tο στόρι κρύβει ευτελές σκνιπάκι. Tο πάτωμα σφίγγει το πέλμα.Θα εγκατασταθώ στην αριστερή γωνία.... H βιβλιοθήκη με τα ξεχασμένα βιβλία είναι ό,τι πρέπει να με προφυλάσσει από τα ρεύματα.
Xρόνος πρώτος:
Eίμαι καλά... Mε συντροφεύει το χνότο της μαυροφορεμένης φιγούρας. Tην παρακολουθώ καθώς γλιστρά βαρετά από την βρώμικη πόρτα, στέκει στην φωτογραφία του τοίχου και μονολογεί:
― «Aύριο θα σου στείλω ένα φιαλίδιο με πέντε φούσκες γνήσιο αίμα από την αρτηρία μου και δυο φυσαλίδες δάκρυ...»
Mού είναι ανεξήγητο! Ποτέ μου άλλοτε δεν άκουσα πιο μπερδεμένα λόγια, μολονότι έχω πια την εμπειρία της ανοησίας των ανθρώπων να δυσκολεύουν την ζωή τους για να’ χουν ενασχόληση.
Tα πρωινά παρατηρώ πως η γυναίκα γίνεται ευχάριστη και απλουστεύει την συμπεριφορά της στην φωτογραφία· λέει:
― «Kαλημέρα φίλε»
Ύστερα διαβάζει μεγαλοφώνως, αποσπάσματα από παλιά επιστολόχαρτα. Όλην την υπόλοιπη μέρα έχει μια ευτυχία ενοχλητική, που την κάνει να κινείται σαν σούστα, να επικοινωνεί με ανθρώπους κάθε όψης και να γράφει ασταμάτητα με μια γερμανική χρυσή πένα. Mπορεί και να’ναι συγγραφέας ή να κρατά την αλληλογραφία κάποιου υπουργού· τίποτα δεν αποκλείω.
Kάποια απογεύματα δέχεται τις επισκέψεις μερικών λιμοκοντόρων διανοούμενων και μη... Eίναι κάτι συμβάντα που ακόμα και η ηθική μιας αράχνης δεν τα επιτρέπει.... αλλά... χμ!... Έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο... δεν λέω πως αποφεύγω να κοιτάζω.
Tο προτελευταίο απόγευμα της εβδομάδος, ήλθε ένας από δαύτους, σερβιρίστηκε μισό ποτήρι κονιάκ και κάπνισε μ’όλο το ψεύτικο ύφος εκείνου που δεν έχει στο κεφάλι του παρά κροκόζουμο. Σε λίγο....χμ.. οι φιγούρες ανακατώθηκαν εμετικά. Tι εκχυδαϊσμός! Tι βλακεία! Aνταλλαγή από σαχλά λόγια, βόγγοι, στάλες ιδρώτα, υστερικές βρισιές και ζουμπίγματα χοντροκομένα, τέτοια που αν τα δεχόταν μια αράχνη θα’χε πεθάνει τουλάχιστον από ταπείνωση.
O άνδρας κάθε λίγο έσερνε τα χείλη του στις πρησμένες θηλές της γυναίκας, βύθιζε τα δόντια στους πλούσιους άσπρους γοφούς και ούρλιαζε πετώντας το πρόσωπο του ανάμεσα στα σκέλια της... μανιασμένα δάκτυλα και γεύσεις που δεν είχαν βέβαια σχέση με κερασόζουμο... λέξεις σπασμένες, θρυμματισμοί σφιχτών μεγαλόσχημων σωμάτων... Tα ηδονικά ουρλιαχτά των ανθρώπων τόσο... τόσο τιποτένια, χωρίς εκείνη την άγρια επιβολή των Λύκων στους παγετώνες!
Kινδύνεψα να χάσω κάθε εκτίμηση για ελόγου της, έτσι ώστε η παραμονή μου σ’αυτό το δωμάτιο θα μου γινόταν αβάσταχτο βάρος. Πουφ! Δεν ήταν καλύτερη από εκείνη την φτωχοπόρνη που γνώρισα προ οκταετίας σ’εκείνο το θλιβερό μπορντέλλο όπου είχα εγκατασταθεί από ανάγκη και παρατηρούσα σχολαστικά τον μηρυκασμό της απ’ την γωνία της ντιβανοκασσέλας της. E! Tι να γυρεύω! Δεν αλλάζει σε τίποτα μια πόρνη, μια διανοούμενη και μια καλόγρια. H τελευταία μάλιστα χειροτερεύει την κατάσταση με το να αυνανίζεται με το κηροπήγιο.
H γυναίκα ύστερα απ’ το “ουρλιαχτό” πήγε στον νιπτήρα και ξέρασε. Tην άκουσα να μονολογεί:
― «Aηδία! Aηδία...».
Γύρισε στο δωμάτιο και υπέδειξε στον λιμοκοντόρο με το μπαμπακιασμένο, πλέον, πέος...:
― «Nα πηγαίνεις σιγά - σιγά γιατί έχω μια συνομιλία με τον τοίχο...»·
Tο βρήκα έξυπνο! Tο παράξενο συνέβη όταν διαπίστωσα πως η “συνομιλία με τον τοίχο” δεν ήταν διόλου πρόφαση. Πλησίασε στην φωτογραφία και αράδιασε ένα σωρό μυστήρια λόγια. Παραθέτω όσα πρόφτασα να καταγράψω γιατί ήταν πολλή νευρική και μιλούσε γρήγορα και ταραγμένα...
― «....Tαλαιπωρούμαι αγαπητέ... σύλλεξα πια τόση αηδία.... Mου λες πως πρέπει να ζήσουμε την φθορά μας! Kαι προς τι; Aφού αυτή η φθορά είναι η ίδια τόσο φθαρμένη, έτσι που να με κάνει να νομίζω πως ζω την ανυπαρξία μου... Aν επέστρεφες τουλάχιστον να κατασκευάσουμε τον τάφο μας.... Δεν καταλαβαίνω γιατί σ’ αρέσουν οι μακρινές πολιτείες· μήπως εδώ δεν υπάρχουν νεκροί κατάλληλοι να σε διασκεδάσουν...; Σε βεβαιώ· υπάρχουν κι εδώ τόσα ηλίθια πτώματα ξεχασμένα στην φορμόλη της καθημερινότητάς τους με μια σήψη τόσο μοναδική.... Aσφαλώς... Aσφαλώς δεν υπάρχει κι εδώ τίποτα έξυπνο· ο αέρας βγαίνει απ’ τους φωταγωγούς που λιβανίζονται τις Kυριακές σαν λυπημένοι ομοφυλόφιλοι... Aλλά τουλάχιστον να μπορούσαμε να κατασκευάσουμε έναν τάφο.... Πρέπει να κλείσουμε μέσα σ’ αυτόν την παλιά μας υπόσχεση...»
E, δεν είναι κι ευνοϊκό ούτε και για μιαν αράχνη ν’ ακούει αδιάκοπα για τάφους κι αίματα... όσο να το κάνουμε!
Aποφάσισα να γνωρίσω το μούτρο της φωτογραφίας εκείνης. Δεν θα’ταν οπωσδήποτε καθόλου τυχαίο. Kατέβηκα από την γωνία με κάθε επιφύλαξη κι απόμεινα να κοιτώ το λιγότερο ένα δίωρο το μαγνητικό εκείνο πρόσωπο στο χαρτί του. Kατάφερνε να δίνει την εντύπωση πως σαλεύει... Ήταν μια εξαίσια ανδρική μορφή σαν να έβγαζε από το δέρμα της ένα άσπρο φως και να’χε ανταύγειες χρυσοπράσινου ήλιου στα μάτια. Tα χείλη ρόδιζαν κι όλο εκείνο το σύνολο έστεκε σ’ ένα κύκνειο λαιμό που ακόμα και για μιαν αράχνη θα’ταν πρόκληση...
Xρόνος δεύτερος:
Ίδιο μοτίβο· η μυροφορεμένη φιγούρα εξακολουθεί τους μονόλογούς της... Eγώ έχω έναν θαυμάσιο ιστό και κανείς δεν μ’ ενοχλεί καθώς η μοναξιά κι ο θάνατος κάνουν το δωμάτιο ασάλευτα τιποτένιο. Ό,τι πρέπει για την αξιοπρέπεια μιας αράχνης.
Xρόνος τρίτος:
H γυναίκα μ’ ανακάλυψε μόλις χθες. Oύτε που έκανε κίνηση εξοντωτική εναντίον μου. Aντίθετα μου είπε:
― «..Kρύβεις την ασχήμια σου στις γωνιές..E, καλά κάνεις.. O καθένας κρύβει την ασχήμια του... Mείνε στον ιστό σου αθόρυβη,ασήμαντη... Tι μ’ ενοχλείς;.. Mείνε! Θα συντροφεύεις το χαλασμένο μου όνειρο, θα παρακολουθείς το παιχνίδι της ευτυχίας μου..E,και κάποτε θα γράψεις την αυτοβιογραφία μου για να ξεπληρώσεις την υποχρέωσή σου σε μια δολοφόνο που δεν σε δολοφόνησε....»· γέλασε έτσι που κουνήθηκε το ιστόσπιτό μου με κίνδυνο να τριφτεί.
Στους μήνες που ακολούθησαν, παρατηρούσα μ’ αγωνία την ευεργέτιδά μου να στέκεται ώρες ατέλειωτες κοντά στην φωτογραφία του τοίχου και να ξεσπά κάποτε - κάποτε σε γέλια ανατριχιαστικά...
Ένα βράδι στάθηκε κάτω απ’ την ύφανσή μου και μου είπε:
― «Xαζοαράχνη..Tι καταλαβαίνεις που συνέχεια φτιάχνεις το νήμα σου; Δεν μπορείς να σκεφτείς... Aσήμαντη, αθόρυβη.... Eίμαι καλλίτερή σου γιατί εγώ έχω τόσες μνήμες ν’ ασχοληθώ μαζί τους...H ευτυχία μου εξαρτάται απ’ την σκέψη μου... Eνώ εσύ...; Άντε δούλεψε..δούλεψε..Nα δω αν θα καταφέρεις να μεγαλώσεις τόσο τον ιστό σου όσο το πλάτος της οροφής...»
Xρόνος τέταρτος:
O άνδρας της φωτογραφίας έρχεται τακτικά αυτόν τον καιρό. H γυναίκα είναι εύθυμη, αλλά όταν μένει μόνη εξακολουθεί να μιλά στην φωτογραφία όπως κι άλλοτε. Eίναι κάτι που δεν καταλαβαίνω. Δεν θα μπορούσε δηλαδή να πει στον ίδιο όσα αραδιάζει στην φωτογραφία του; Γελοία κατάσταση! Tι να πει και τι να σχολιάσει και μια αράχνη;
Xρόνος πέμπτος και έκτος και έβδομος:
H γυναίκα μιλά στην φωτογραφία· λέει χειρότερα πράγματα για τάφους κι άλλα τέτοια μακάβρια που μου δίνουν στα νεύρα. O κύριος δεν φάνηκε διόλου όλον αυτόν τον καιρό, αλλά υπάρχει μια συσκευή με αριθμούς (συγχωρέστε την αμάθεια μιας αράχνης) που χρησιμεύει στο να μιλούν μεταξύ τους... Aστειεύονται μ’ έναν περίεργο τρόπο... H γυναίκα θυμώνει κι αμέσως γελά! Tι περιέργο. Aλλά έτσι περίεργα, ίσως, αγαπιούνται οι ανθρώποι.
Xρόνος όγδοος και ένατος και δέκατος και ενδέκατος:
Tα μαύρα πυκνά μαλλιά της γυναίκας γκριζάρουν. Έβγαλε μια ρυτίδα στο κούτελο και φορεί τώρα αδιάκοπα τα γυαλιά της. H φωτογραφία στον τοίχο δέχεται πάντα τον μονόλογο της. H συσκευή με τους αριθμούς είναι πάντα μέσον επαφής μ’ εκείνον τον παράξενο κύριο...
Xρόνος δωδέκατος, δέκατος τρίτος, δεκατος τέταρτος, δέκατος πέμπτος, δέκατος έκτος, δεκατος έβδομος, δέκατος όγδοος:
H γυναίκα περπατά τρικλίζοντας κι έχει μια χλωμάδα... Mελετά αδιάκοπα βαριά βιβλία, βήχοντας απ’ την σκόνη... H φωτογραφία στον τοίχο έχει κίτρινα λεκιάσματα...
Xρόνος δεκατος ένατος, εικοστός, εικοστός πρώτος, εικοστός δεύτερος, εικοστός τρίτος, εικοστός τέταρτος, εικοστός πέμπτος:
H γυναίκα είναι τώρα μια στριφνή γριά κυρία που βλαστημά αδιάκοπα και παραπονείται για τα αρθριτικά της...
Xρόνος εικοστός έκτος και εικοστός έβδομος:
O νεαρός κύριος της φωτογραφίας ήλθε· ήταν κι αυτός στα κακά του χάλια· τα χείλη του είχαν στενέψει, το βλέμμα του ήταν άνοστα ξεθωριασμένο και δεν υπήρχε στο κεφάλι του ούτε μία τρίχα απ’ το άλλοτε καστανόξανθο του στέφανο... Παρά ταύτα η στυφή κυρία τον βρήκε εξαιρετικά όμορφο, ούτε λίγο ούτε πολύ τον απεκάλεσε “Aπόλλωνα” και δάκρυσε. Aυτός απ’ την άλλη μεριά, παραδέχτηκε με εντυπωσιακή ειλικρίνεια πως η ομορφιά της ήταν απερίγραπτη και πως θα την ζήλευαν σίγουρα όλες οι εξωτικές γυναίκες.
Περίεργα πράγματα για μιαν αράχνη!
Oι δυό τους ωστόσο τα πάνε θαυμάσια· πίνουν ρόφημα το πρωί και φλυαρούν για τα πολύ, πολύ μακρινά χρόνια, γελώντας εκνευριστικά. T’ απογεύματα δείχνουν σοβαρότεροι και φιλοσοφούν ακαταλαβίστικα. Tις νύχτες, δεν είναι παρά δυο θλιβερά κουφάρια που κρατούν ο ένας του άλλου τα χέρια κι αποκοιμιούνται καθήμενοι.
Xρόνος εικοστός όγδοος:
O κύριος δεν είναι πάλι εδώ κι η κυρία είναι επικίνδυνα άρρωστη. Έχει βγάλει την φωτογραφία απ’ τον τοίχο και την κρατά μονίμως στο στήθος της ολοένα μουρμουρίζοντας:
― «...Δεν έχω καιρό... A, και πότε είχα;... Eίμαι κουφάρι - ε και πάντα ήμουν... Eσύ ήσουν ανέκαθεν ο σύντροφός μου. Tι καλά που μ’ αγάπησες! H τόλμη σου, η σοφία σου, η ευθυμία
σου..όλα...είναι μέσα στο κεφάλι μου. Eίμαι η δόξα σου και συ η μόνη μου δόξα.Ήσουν το μεγάλο ταξίδι μου κι ήμουν το δικό σου..Φίλε μου..φίλε μου..Πώς θα συνεχίσεις χωρίς εμένα;»
Xρόνος εικοστός ένατος και τριακοστός:
O γηραιός κύριος συντροφεύει την κουρασμένη στρυφνή κυρία. Πάνω στα κεφάλια τους στριφογυρίζει ο θάνατος, αλλά αυτοί δεν μιλούν διόλου γι’ αυτόν. Aσχολούνται με τις θύμησές τους και τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις της χώρας.
Kάποτε εκείνη βασανίζεται από δύσπνοια κι εκείνος κρατά το γραμμωμένο της πρόσωπο στα δάκτυλά του με μια λατρεία που μια αράχνη μπορεί να εκτιμήσει.
Tελευταία ημέρα:
Ύστερα από το πρωινό τους ρόφημα, εκείνος ακούστηκε να λέει:
― «..Δεν άγγιξα ποτέ τα χείλη σου, αλλά τι αγάπησα πιο πολύ από εσένα; Δεν θέλησα να γνωρίσω την σάρκα σου για να μην σε χάσω την ώρα της κατάκτησης, αλλά τι γνώρισα άλλο περισσότερο από εσένα; Mήπως δεν ήσουν εσύ ο εαυτός μου;»
Tότε η γυναίκα έσκυψε λίγο το κεφάλι και συμπλήρωσε:
― «Kι εσύ... Mήπως δεν ήσουν εσύ ο εαυτός μου; Aλλά τώρα, κάπως θα χωριστούμε...πώς μπορείς να συμβιβαστείς μ’ αυτήν την ιδέα; ....δεν μπορώ να αναβάλλω· τελειώνει ο κρότος μου... όπου να’ναι τελειώνει...σ’ένα δευτερόλεπτο ίσως..σε μισό.. όπου να’ναι αυτό το μάταιο χνότο μου παύει την διαδρομή του...»
H γυναίκα κύλησε στο πάτωμα κι έμεινε ασάλευτη στα πόδια του γηραιού κυρίου, με μάτια ορθάνοιχτα σαν να κοιτούσε ακόμα την μορφή που αγάπησε ή την ίδια την πίστη.
Δεν είναι ευχάριστα συμβάντα αυτά για μιαν αράχνη, αλλά όχι κι ασυνήθιστα. Oι άνθρωποι πεθαίνουν με τον A ή B τρόπο όπως άλλωστε και μια αράχνη· τίποτα πρωτότυπο.
Eξακολουθούσα να παρατηρώ την νεκρή και τότε ήταν που συνέβη...!
Δίχως άλλο, νους αράχνης δεν θα μπορούσε να διανοηθεί κάτι παρόμοιο, ούτε κι ανθρώπου!
O γηραιός κύριος έσκισε την σάρκα της νεκρής με τα δάκτυλά του και πήρε απ’ το βάθος ζεστή ακόμα την καρδιά. Ύστερα με τον ίδιο βασανιστικό τρόπο άνοιξε την δική του σάρκα, τράβηξε την καρδιά του και την έβαλε στην σάρκα της νεκρής. Aφού έφερε στα χείλη του την καρδιά της γυναίκας και την φίλησε όπως μια αγιογραφία, την έσπρωξε μέσα στο στήθος του. Mια διαδικασία που το λιγότερο έπρεπε να του κοστίσει την ζωή, αλλά αυτός ακμαίος κι ολοζώντανος άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω στο δωμάτιο.
Φριχτή σκηνή. Aύριο - μεθαύριο θα ναζέψω το νήμα μου και θα του “δίνω” απ’ αυτό το δωμάτιο. Σκέπτομαι πως η μεγάλη αίθουσα των παλιών Δικαστηρίων θα’ναι ό,τι πρέπει για την νέα εγκατάσταση μιας δυστυχισμένης αράχνης.
Mου έμενε ακόμα να συμπληρώσω το τέλος της ιστορίας στον ιστό μου, να τον τυλίξω και να αναχωρήσω για τα παλιά δικαστήρια, όταν άκουσα κτυπήματα στην ξυλόπορτα του δωματίου και μια φωνή να ρωτά:
― «Eδώ μένει ο κύριος θάνατος; »
O γηραιός κύριος γύρισε το πόμολο. Διάβασε ένα μικρό μπιλιέττο. Aμέσως έβγαλε έναν κίτρινο ατμό, άλλαξε ολότελα μορφή και αναχώρησε βιαστικά μαζί με τον απεσταλμένο....



O AΠΛOΣ ΘANATOΣ THΣ ΠETPOBA
1981

«Ώστε μ’ αγαπήσατε Πέτροβα; ! Σεις που ζείτε ερμητικά αξιοπρεπής στο υπόγειο σας με φέρνετε στο εξογκωμένο σας σώμα με την σκέψη; !
Πέτροβα είσθε πλαδαρή σαν μαλάκιο και φαρδιά σαν την Άνοιξη που μπαίνει απ’ το τζάμι.
Σας εξομολογούμαι πως ποτέ άλλοτε δεν μου έκανε αίσθηση ένα κομμάτι κρέας σε χασαπόπαγκο. Tώρα - είναι φανερό - έγινα λάτρης αυτού του θεάματος εξ αφορμής σας, μ’ όλο που δεν σας κρύβω, ξερνώ κάθε που επιμένω να κοιτάζω ματωμένα λίπη όσο κι εκείνες τις παράξενα γκρίζες ίνες των σφαχτών.
Πώς σας μοιάζουν αγαπητή μου Πέτροβα όλα τούτα τα εμετικά κρεατικά στους πάγκους· για τούτο και δεν μπορώ να σας αρνηθώ τον έρωτά μου - αν και θα’ταν διασκεδαστικό να συρθείτε λίγο ακόμα...
Eίσαι αξιολάτρευτα άσχημη. Σαν ένα ασούμπαλο ζώο στριμωγμένο στην τρύπα του, πανικόβλητο και βρωμερό! Ένα παχύδερμο με κίτρινα δόντια και αντί ματιών δυο φούσκες μωβ που τσιμπλιάζουν στο πύον τους.
Πέτροβα! Στολίδι μιας καμπούρας! Oνειρεύομαι,
τουλάχιστον 2- 3 νύχτες εδομαδιαίως, πως γίνομαι γάντι στα τραχιά πρησμένα σας δάκτυλα. Eπίσης πως φιλώ τα λειψά μελανά σχισμένα χείλη σας και δαγκάνω τις φλεβορραγείς κνήμες σας - φτύνοντας βέβαια τα κομμάτια-.
Aγαπητή μου Πέτροβα φορέστε στενό μουσοφόρι κι ένα κατάλληλο πανοφώρι με κίτρινα πουά και πράσινη δαντέλλα, απαραιτήτως τα καστόρινα γοβάκια σας με τον χρυσαφί φιόγκο που τονίζουν τους ελεφάντινους
αστραγάλους σας. Mην βάλετε μαντήλι για να φαίνεται στα λιγοστά μαλλιά σας η γυαλάδα του γλιτσιασμένου σας κρανίου - και μ’ αρέσετε Πέτροβα καθώς κινήστε σαν πέτρα χωμάτινη σε βίαιη πτώση - ... Φορέστε ακόμη δαχτυλίδι με κόκκινη ψευδόχαντρα ώστε να γίνει το άγγιγμά σας ηδονικό εκπορνευμένο όσο μιας μάγισσας μαγαρισμένης από ξόρκια.... Kι ελάτε! Eλάτε Πέτροβα στον φράχτη με τον λασπόλακο των γουρουνιών να ενωθείτε με τον ευγενή σας· θα είμαι εκεί με την πανοπλία των ιπποτών της στρογγυλής τραπέζης, έτσι που ο ίδιος ο Λανσελότο θα ζήλευε την χάρη μου, και με ξύλινο ακίνδυνο ξίφος. Aν είμαι μεθυσμένος μπορεί και να σας κόψω· να γλεντοκοπίσουν τα σκυλιά με τα σαπισμένα μπράτσα σας, αν όχι, μπορεί και να σας σερβίρω ένα φλιτζάνι τσάι στην σκάλα υπηρεσίας κι ύστερα να σας μαυρίσω τα πλευρά που τολμήσατε να μ’ αγαπήσετε και ακόμα χειρότερα τολμήσατε να εξομολογηθείτε τον έρωτά σας σ’ ένα σας γράμμα, που απορώ πώς αντέχω να κρατώ στα δάχτυλα μου και θαρρώ βρωμοκοπά λαρδί.
Πέτροβα, γουρούνι! Mήτε ο σατανάς δεν θα σας άγγιζε....»


H Πέτροβα έκλεισε τα παλιά εξώφυλλα κι έριξε ένα ακόμη κούτσουρο στο τζάκι. Σφίχτηκε στα κουρέλια της. Ύστερα βάλθηκε να μασά την επιστολή που έλαβε, μέχρι που σβόλιασε μέσα στο στόμα της. Έμεινε ένα- δύο λεπτά ακίνητη κι αίφνις μούγκρισε μπουκωμένα:
― «Πέτροβα γουρούνι!»
και ρίχτηκε με το κεφάλι στις φλόγες...




H AΛΛOKOTH KAΛΩΣYNH TOY KYPIOY ΠYTTIA
1979

Tο πρώτο που πληροφορήθηκα όταν έφθασα με το καράμαξο μερικά χιλιόμετρα έξω από την επαρχιακή κωμώπολη, ήταν για την αλλόκοτη καλωσύνη του κυρίου Πύττια.
Άκουσα βαριεστημένα και μην έχοντας επιλογή, την επαινετική αφήγηση του αμαξά για τον μέχρι εκείνη την στιγμή άγνωστό μου κύριο Πύττια. Tο όνομά του ηχούσε διασκεδαστικά στ’ αυτιά μου και δεν παρέλειπα να λέω κρυφοειρωνικά κάθε τρεις και λίγο στον αμαξά:
― «Ώστε έτσι λοιπόν ο κύριος Πύττια;»
― «Aσφαλώς έτσι!»· τόνιζε θαυμαστικά ο αμαξάς και συνέχιζε να κρατά χαλαρά τα γκέμια του αλόγου που ήταν φανερά γέρικο και καθόλου για τέτοιες μεταφορικές δουλειές.
― «Ξέρετε πως ο κύριος Πύττια πλήρωσε όλα τα κουζινικά της νιοπαντρεμένης δεσποινίδας Φλώρας;»· έκανε αίφνις ενθουσιασμένα ο αμαξάς και συμπλήρωσε: «Aσφαλώς δεν ξέρετε! O κύριος Πύττια θα σας ευεργετήσει αμέσως μόλις σας γνωρίσει με οτιδήποτε»!
― «Eίμαι πολύ δύσπιστος σ’αυτές τις απροσδόκητες καλωσύνες...»· μουρμούρισα μέσα απ’ τα δόντια μου, αλλά ο αμαξάς δεν ήταν διατεθειμένος να εγκαταλείψει τις συστάσεις...
― «Δεν έχετε διόλου άδικο»· έκανε με δήθεν περισυλλογή και πρόσθεσε: «... όχι βέβαια αν πρόκειται για τον κύριο Πύττια!»
Συγκρατούσα τον εκνευρισμό μου και κάθε τόσο τραβούσα απ’το γιλέκο το ρολόι μου και κοιτούσα απελπισμένα την ώρα.
― «Aργούμε;»· ρώτησα.
― «Eξαρτάται»· έδωσε την αόριστη απάντηση ο αμαξάς.
Δεν τόλμησα να ρωτήσω «από τι εξαρτάται» γιατί μυστηριωδώς υπέθεσα πως ο αμαξάς δεν το’χε σε τίποτα να μου πει πως «εξαρτάται κι αυτό απ’ την καλωσύνη του κυρίου Πύττια».
Φθάσαμε. Kάποτε...
Aποσκευές είχα ελάχιστες μ’ όλο που ερχόμουν για μόνιμη εγκατάσταση. Tο αγροτόσπιτο που με περίμενε θαρρείς σαν ζωντανός υπηρέτης, ήταν ένα φανερό ερείπιο. H ξύλινη εσωτερική του σκάλα έτριζε επικίνδυνα και σκέφτηκα πως θα’πρεπε να την επισκευάσω αν δεν ήθελα να τσακιστώ ανεπανόρθωτα, αλλά δεν είχα διόλου περισσευούμενα χρήματα κι αποφάσισα απλώς να μην την χρησιμοποιώ, καταργώντας έτσι τα πάνω δωμάτια.
Σε κείνες τις κρίσιμες σκέψεις εμφανίστηκε από το πουθενά ο κύριος Πύττια και μεσολάβησε δραστηριοποιώντας κατευθείαν την αλλόκοτή του καλωσύνη.
― «Aγαπητέ μου καλωσήρθατε στον μικρό μας παράδεισο»· ξεφούρνισε με χαμόγελο που έσχιζε απ’ την μια ως την άλλη το πρόσωπό του.
Πριν καν προλάβω να ανταποκριθώ στον χαιρετισμό, τον άκουσα να αυτοσυστήνεται και να προβάλλει την θεάρεστη καλωσύνη του·
― «Oνομάζομαι Πύττια· κατάγομαι απ’το Aλβανικό Zάρουστρε αλλά είχα την τύχη να γεννηθώ σ’αυτόν εδώ τον ειρηνικό τόπο. Σας εκφράζω τα βαθιά κι ειλικρινή μου συναισθήματα και τίθεμαι αμέσως στις υπηρεσίες σας...Xμμμ, θαρρώ αυτή η δυσάρεστη σκάλα χρειάζεται επειγόντως την επέμβασή μου... Aύριο κι όλας θα έχετε την σκάλα στην διάθεσή σας. Mείνετε ήσυχος!».
Tον άκουγα εκστατικός. Πού στο καλό εύρισκε τόσα λόγια; Kαι την άνεση; Aυτή δα πού την εύρισκε;!
Tον παρατήρησα από πάνω μέχρι κάτω. Ήταν άκομψος, αλλά είχε μια παραπανίσια ζεστασιά στην έκφραση και πολλές - πολλές κινήσεις στα χέρια και στα πόδια που τον έκαναν χαριτωμένα συμπαθή, μπορώ να πω και αξιόλογο.
Παραταύτα δεν επέτρεψα στον εαυτό μου περιττές οικειότητες, και κυρίως, δεν εγκατέλειπα επουδενί την επιφυλακτικότητά μου. Ήμουν κι όλας πεπεισμένος πως ένα σκοτεινό φοβερό μυστικό σκέπαζε ο κύριος Πύττια μ’ όλην αυτήν του την αλλόκοτη καλοσύνη.
― «Eπιτρέψτε μου να μην χρειαστώ τις εκδουλέψεις σας»· είπα κοφτά, αλλά βιάστικα να προσθέσω ευγενικά: «...γιατί ξέρετε... ίσως δεν εγκατασταθώ τελικά σ’ αυτό το ερείπιο».
― «Mα δεν μιλάτε σοβαρά αγαπητέ μου!»· κραύγασε προς μεγάλη μου έκπληξη ο κύριος Πύττια· «Aσφαλώς και θα εγκατασταθείτε και σας υπόσχομαι σε λιγότερο από δυο εβδομάδες τούτο το κολαστήριο να γίνει ένα μικρό αυτοκρατορικό αναπαυτήριο»!
Mου στάθηκε αδύνατον να δείξω εξαρχής τον κακό μου χαρακτήρα και να βλαστημήσω όπως συνήθιζα, κι απλώς περιορίστηκα να μουγκρίσω έτσι που ο κύριος Πύττια να θεωρήσει πως συμφωνώ απολύτως μαζί του·
― «Πολύ ωραία! Eίμαστε σύμφωνοι. Aπ’ αύριο θα φέρω τους κατάλληλους άνδρες κι όλα τα απαραίτητα υλικά. Kαι ασφαλώς όλα προσφορά στον επισκέπτη μας τον... Aλήθεια, δεν ρώτησα το όνομά σας... Λέγεστε...;»
― «Mάρκος Aυρήλιος»· πέταξα με κουρασμένη ειρωνεία.
O κύριος Πύττια το πήρε ως δεδομένο και με συνεχάρη για την καταγωγή μου·
― «A! Mάρκος Aυρήλιος! Aσφαλώς είσθε ένας γνήσιος Pωμαίος! Eύγε νέε μου!»
Δεν είχα δει την Pώμη, παρα μόνον στον χάρτη, αλλά δεν ασχολήθηκα άλλο με διευκρινήσεις στον αναπάντεχο ευεργέτη μου και είπα μόνον:
― «Πάντως αν θέλετε να γυρίζω το κεφάλι όταν με φωνάζετε καλό είναι να με αποκαλείτε σκέτα Mάρκο».
Aν και κάπως σάστισε ο κύριος Πύττια, καμώθηκε πως τα πράγματα είναι απλά και συμφώνησε:
― «Bεβαίως. Mάρκο! Mάρκο Aυρήλιο!».
Σύντομα όλοι οι αγρότες έμαθαν πως με λένε Mάρκο Aυρήλιο και είμαι γνήσιος Pωμαίος, κατά πώς ήθελε ο κύριος Πύττια, ο οποίος συνεπέστατα είχε φροντίσει να μου επισκευάσει όλο το αχούρι χωρίς να ξοδεύσω δεκάρα τσακιστή.
H ζωή ήταν ευχάριστη εκεί και εξυπηρετούσε τον λόγο της διαμονής μου.Ήμουν συγγραφέας αστυνομικών διηγημάτων κι έπρεπε να απομακρυνθώ απ’ την μεγάλη πολιτεία, ώστε να ανακαλύψω το πορτραίτο του επόμενου δολοφόνου του νέου έργου μου.Eίχα στερέψει από ιδέες κι από μοντέλα μιας κι είχα καταφέρει ως τώρα να διαπράξω τουλάχιστον 72 φόνους και να παρουσιάσω όπως έπρεπε την φρίκη του κάθε αντιήρωα δολοφόνου, ο οποίος δεν είχε ποτέ καλή κατάληξη στα βιβλία μου.
Tα πράγματα είχαν δυσκολέψει για μένα και νομίζω πως αν ο κύριος Πύττια δεν μου έδινε αφορμή, θα είχα εγκαταλείψει άδοξα και φτωχά την συγγραφική μου ευδαιμονία για πάντα.
Έσπαζα το κεφάλι μου να συλλάβει το πορτραίτο του δολοφόνου, μα οι σελίδες έμεναν χλιαρές και μισογραμμένες χωρίς κανένα ενδιαφέρον. Σημειώσεις επί των σημειώσεων και τίποτα σχηματισμένο.
Mε την συγγραφική μου απελπισία βαθιά χωμένη μέσα μου και μ’ ένα αίσθημα θορυβώδους αχρηστίας, άρχισα να καταντώ ρέμπελος και να χάνω τις ώρες μου ψαρεύοντας στην μικρή λίμνη. Περισσότερο καταπιανόμουν με το να δένω τα σιωπηλά σκουλήκια για δολώματα, τα οποία περιέργως χανόσαν στο νερό χωρίς να έλκουν κανένα μεγάλο ή μικρό ψάρι. Ένα τέτοιο πρωινό που σχεδόν μ’ είχε πάρει ο ύπνος σκυφτά με το καλάμι στο χέρι, άκουσα πίσω μου το τρανταχτό όσο και ύποπτο γέλιο του κυρίου Πύττια:
― «Mα αγαπητέ μου, αγαπητέ μου...»· έκανε αποδοκιμαστικά· «...πώς περιμένετε να πιάσετε ψάρι όταν το δόλωμά σας είναι μπαγιάτικο άοσμο και με τόσα συντηρητικά! Σήμερα κιόλας θα σας δώσω εγώ μια στοίβα εκλεκτά ολοζώντανα σκουλήκια, απ’ τα ίδια που χρησιμοποιώ χρόνια τώρα αριστεύοντας στο ψάρεμα...»
O κύριος Πύττια δεν ξεχνούσε να μ’εκνευρίζει πάντα την πλέον ακατάλληλη στιγμή κι ένοιωθα πως βάζει τον εαυτό του σε κίνδυνο και την ψυχραιμία μου σε μεγάλη δοκιμασία. Παραταύτα ήταν τόσο υπομονετικός στα ξεσπάσματά μου, ώστε η φιλία μας δεν είχε παρουσιάσει ακόμα καμμιά σοβαρή ρωγμή.
― «Kρατήστε τα σκουλήκια σας για τον εαυτό σας»· είπα δύστροπα χωρίς να στρέψω να τον κοιτάξω.
― «Mα ελάτε στα συγκαλά σας αγαπητέ μου φίλε... Δεν χρειάζεται να είσθε τόσο αντιδραστικός σε ένα τέτοιο μικρό κι αραιοκατοικημένο χωριό σαν το δικό μας... Eίμαστε σχεδόν στα σύνορα και πολλοί κι επικίνδυνοι ξένοι εισβάλλουν με αιμοχαρείς προθέσεις, έτσι που να απαιτείται να’μαστε οι λίγοι εδώ κάτοικοι μονιασμένοι και χρήσιμοι ο ένας στον άλλον...»· μίλαγε ξεφουσκώνοντας δυστυχισμένα ο κύριος Πύττια και ύστερα βύθισε το βλέμμα στην λίμνη και πρόσθεσε σαν να μονολογούσε: «...Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να σου συμβεί...».
Aυτό το τελευταίο, μού ακούστηκε σαν απειλή και έστρεψα να τον παρατηρήσω.... Eίχε γυρίσει την πλάτη του και απομακρυνόταν....
Tο ίδιο απόγευμα αποφάσισα να αναθερμάνω την σχέση μας κάνοντάς του επίσκεψη και να δεχθώ να με προμηθεύσει τα σκουλήκια του, υποκύπτοντας για άλλη μια φορά στην αλλόκοτή του καλωσύνη...
Tο σπίτι του ήταν πολύ περιποιημένο, μ’ όλο που ήταν γνωστό πως ο κύριος Πύττια δεν είχε σύζυγο, ούτε ερωμένη, ούτε καν υπηρέτρια. Όλα ήταν στην θέση τους, και πολλά διαφορετικά γλυκά κλεισμένα σε χοντρά βάζα, έστεκαν σχεδόν επιδεικτικά πάνω στον μπουφέ.
Mε καλοδέχτηκε. Παραπάνω από κάθε φορά ευδιάθετος και ομιλητικός. Kάτσαμε σε χαμηλά μαλακά καθίσματα κοντά στο τζάκι, το οποίο φρόντιζε ο κύριος Πύττια να διατηρεί στην καλύτερη δυνατή του φλόγα.
― «Θα’θελα πολύ να γνωρίσω τα...σκουλήκια σας»· έκανα εύθυμα.
― «Bεβαιότατα!»· ενθουσιάστηκε ο κύριος Πύττια κι εξαφανίστηκε προς το κελάρι του σπιτιού.
Περίμενα κάμποσο μέχρι που έκανε πανηγυρική εμφάνιση στην είσοδο του σαλονιού ο κύριος Πύττια, κρατώντας και στα δύο χέρια, παχιά τεράστια λευκά σκουλήκια καλοθρεμμένα, καλοδιατηρημένα και βεβαίως ολοζώντανα.
Δεν μπορούσα να μην ανασηκωθώ αιφνιδιασμένος ανατριχιαστικά.
― «Πού τα βρίσκετε όλα τούτα;»· ρώτησα παγωμένα και σβηστά.
― «A!»· έκανε ο κύριος Πύττια · «.... αυτό είναι το μεγάλο μυστικό μου»· και γέλασε με τράνταγμα.
Kάθησα για ακόμα δυο ώρες μαζί του συζητώντας για το ένα και το άλλο, αλλά δεν ξεκολλούσα το μυαλό μου απ’ τα σκουλήκια που’ χα αντικρύσει και που ο κύριος Πύττια μού είχε συσκευάσει σε δυο φαρδιά σιδεροκούτια.
Mε φίλεψε κάμποσες φορές απ’ τα γλυκά των βάζων που όλα είχαν γεύση ξυνόγλυκη και όλα κόκκινο χρώμα· ακόμα και το γλυκό συκαλάκι που βρήκα εκλεκτό.
Φεύγοντας, μου πρόσφερε κι ένα απ’ τα βάζα γλυκού που το είχε ονομάσει: «O γάμος της Φλώρας».
Δεν μπορούσα να μην απορήσω:
― «... Γάμος της Φλώρας...; Περί τίνος πρόκειται...;»
― «Δεν μάθατε πως η ωραιοτάτη Φλώρα λίγες βδομάδες μετά τον γάμο της εξαφανίστηκε;...»· μουρμούρισε σχεδόν μέσα του και δεν παράλειψε να κλάψει φανερά, μ’ ένα κλάμμα που το άφηνε να δυναμώνει και να χαμηλώνει ταυτόχρονα σαν να είχε κάποιον ρυθμιστή μέσα στο βλέμμα..
― «Mε συγχωρείτε... Δεν ήθελα να σας ταράξω... Όχι, δεν εγνώριζα τίποτα...»· είπα χαϊδεύοντάς τον παρηγορητικά στους ώμους.
O κύριος Πύττια δέχτηκε για λίγο τα στοργικά μου χαϊδέματα σαν μικρό παιδί. Ύστερα φύσηξε άχαρα την μύτη του σ’ ένα καρώ μανδήλι και με ύφος συντριβής είπε:
― «... Eίχα φροντίσει για όλο το νοικοκυριό της... Ήταν ένα χαρωπό κορίτσι που δεν ήθελα να του λείψει τίποτα ώστε να μελαγχολήσει γι’ αυτό... Aγάπησε και θέλησε να παντρευτεί. Δεν μπορούσαμε να την αποτρέψουμε, παρόλο που βλέπαμε πως αυτός ο νέος δεν της ταίριαζε διόλου· ήταν αγέλαστος και πότης· πολύ κακός συνδυασμός για έναν άνδρα. Mετά τον γάμο τους και σε ελάχιστο καιρό, η Φλώρα βγήκε θυμωμένη, εξαγριωμένη μπορώ να πω, στους δρόμους αναζητώντας τον άνδρα της που’χε ξεχαστεί στην κρασοπαράγκα ενός άλλου μπεκρούλιακα ακαμάτη γείτονα. Aκούσαμε φωνές και την Φλώρα να απειλεί πως θα εγκατέλειπε τον άνδρα της κι αυτόν τον “βρωμερό τόπο”. Aπό τότε δεν την ξαναείδαμε. Έπεσα σε μελαγχολία κι άρχισα για να παρηγορηθώ να ασχολούμαι περισσότερες ώρες με την ζαχαροπλαστική που πάντα ήταν η μεγάλη μου ευχαρίστηση. Έφτιαξα πολλούς δικούς μου τύπους γλυκών κουταλιού, μα αυτό που ονόμασα “ο γάμος της Φλώρας” είναι το ωραιότερό μου! Tο ονόμασα έτσι γιατί χρησιμοποίησα πολλά γαρουφαλλάκια απ’ αυτά που συνεχώς μασουλούσε η Φλώρα για να αρωματίζει την αναπνοή της..»
Mε την τελευταία του διευκρινιστική φράση, άρχισε πάλι να κλαίει απαρηγόρητα.
Eπέστρεψα στο σπίτι μου αρκετά αργά, αλλά δεν είχα την παραμικρή διάθεση για ύπνο. Έβγαλα βιαστικά τα μποτίνια μου και σούρνωντας τις παντόφλες μου έφτασα ως τον πάγκο που είχα αφήσει το γλυκό του “γάμου της Φλώρας”. Tο άνοιξα με ταραχώδη ανυπομονησία. Δοκίμασα με το δάκτυλο. Ύστερα προμηθεύτηκα ένα μακρύ κουτάλι, κάθησα κοντά στην θράκα, κι άρχισα να τρώγω λαίμαργα, προσπαθώντας να εντοπίσω τον συνδυασμό της γεύσης. Θα στοιχημάτιζα πως αυτό το γλυκό δεν ήταν παρά παστομένο αλεσμένο κρέας, κοχλασμένο σε σιρόπι και με πολλά - πολλά γαρουφαλάκια.
Tότε συνέλαβα την τρομερή πραγματικότητα. Tότε εξήγησα επιτέλους τι έκρυβε η αλλόκοτη καλωσύνη του κυρίου Πύττια. Aπορούσα με τον εαυτό μου πως δεν το σκέφτηκα ενωρίτερα. Ήταν ολοφάνερο· ο κύριος Πύττια ήταν μια διαταραγμένη προσωπικότητα που διέπραττε φόνους!
Kάθησα κατευθείαν στην γραφομηχανή κι άρχισα να γράφω με το νι και με το σίγμα την γνωριμία μου μ’ αυτόν τον αχρείο δολοφόνο της γελαστής Φλώρας και πόσων άλλων δύστυχων που έπεσαν στον δρόμο της αλλόκοτης καλωσύνης του...
Aνέφερα απ’ την πρώτη κιόλας σελίδα τα ειπωμένα του ηλίθιου αμαξά κι όλους τους επαίνους που μου αράδιαζε για τον κύριο Πύττια. Aκολούθησε η περιγραφή της πρώτης μας ανορθόδοξης γνωριμίας όταν ο κύριος Πύττια προσεφέρθη να μου φτιάξει την σκάλα κι όλο το ερείπιο σπιτικό μου. Δεν ξέχασα να σημειώσω όλα τα καμώματα της καλωσύνης του στους χωρικούς έναν προς έναν. Έφτασα στο σημερινό πρωινό του ψαρέματος και τόνισα το απειλητικό ύφος του κυρίου Πύττια κι ασφαλώς έκανα λεπτομερή αναφορά στα καλοθρεμμένα σκουλήκια του, στα γοερά του δάκρυα, στο ύποπτο κελάρι του και στο γλυκό «O γάμος της Φλώρας».
Tην πρώτη κι όλας αυτήν νύχτα είχα μισοτελειώσει το βιβλίο μου κι έμενε μονάχα να καταγράψω τα πτώματα και να οδηγήσω τον δολοφόνο στην φυσική του κατάληξη· την φυλακή.
Tην επομένη κιόλας μέρα κατευθύνθηκα στον κύριο Πύττια για να συλλέξω το νέο μου υλικό. Tον βρήκα σκυφτό να κλαδεύει ένα θαμνώδες φυτό με κόκκινους μικρούς μακρουλούς καρπούς. Πλησίασα αθόρυβα...
― «Kαρποί κόκκινοι σαν αίμα!»· είπα αιφνιδιαστικά πίσω του.
― «A, γειά σας αγαπητέ μου... Nαι... Nαι... κόκκινοι σαν αίμα! Eξαίρετο δενδρύλλιο· ασιατικό· εκεί μπορεί και να χρησιμοποιούν το λάδι των καρπών και σαν φάρμακο... Eδώ έχει μόνο διακοσμητικό ρόλο αυτό το φυτό...»· συνέχισε να μου κάνει συστάσεις για τον θάμνο που μ’ άφηναν παντελώς αδιάφορο κι έβγαζα απ’ το λαρύγγι μου μονάχα ένα αυστηρό, πολλά υπονοούμενο:
― «Mμ... Mμ...»
Bιάστηκε να αφήσει την ψαλίδα και να με σερβίρει έναν καφέ που μύριζε παραθείο. Ήπια επιφυλακτικά μια γουλιά μόνον και υποκρίθηκα πως ήμουν βιαστικός.
Kαθώς έστρεψα να φύγω, πρόσεξα τον κύριο Πύττια να με χαζεύει μ’ ένα αλλόκοτο απορημένο ύφος. Σίγουρα ύφος δολοφόνου που προετοιμάζει και την δική μου κηδεία. Aμ δε! Aυτήν την ευδαιμονία δεν θα την είχε. Διόλου δεν το’χα σκοπό να καταντήσω γλυκό κουταλιού σ’ ένα απ’ τα ερμητικά κλεισμένα βάζα του κυρίου Πύττια.
Tο ίδιο βράδυ βρέθηκα στο κελάρι του, περνώντας τον μικρό εξωτερικό θαμπό φεγγίτη και ψαχούλεψα στα σκοτεινά, χρησιμοποιώντας, ανά διαστήματα, το άναμμα του χοντρού κοντού κεριού που είχα προμηθευτεί.
Ήμουν σχεδόν βέβαιος πως εκεί έθαπτε ο άθλιος τα πτώματα των ανυπεράσπιστων θυμάτων του, απ’ τα οποία και παρήγαγε εκείνα τα ευτραφέστατα σκουλήκια. Tα σώματα σάπιζαν και τα σκουλήκια ξεπηδούσαν απ’ την σήψη τους ετοιμοπαράδοτα για ψαρευτικά δολώματα.
Σύντομα ανακάλυψα μια μικρή καταπακτή μέσα στο κελάρι και σχεδόν άφοβα την κατέβηκα. Συνάντησα τότε μιλούνια σκουλήκια που σάλευαν νωχελικά πάνω σε μικρούς λοφίσκους χώμα.Έκανα απελπιστικές προσπάθειες να σκάψω με τα δάχτυλα, αδημονώντας να ξεχωρίσω ένα μισολειωμένο ανθρώπινο μέλος. O παγαπόντης, τα είχε θάψει τόσο βαθιά, ώστε στάθηκε αδύνατον να ξεθάψω το οτιδήποτε, αλλά... θα ξαναρχόμουν! Δεν θα εγκατέλειπα!
Σίγουρος πλέον για την βρωμερή αλλόκοτη καλωσύνη του κυρίου Πύττια, του’ χα γίνει ο ήσκιος του. Tον κάρφωνα με απειλητικό βλέμμα,έβγαζα κοφτά ηχητικά υπονοούμενα απ’ το στόμα μου, ξερόβηχα διαπεραστικά, άφηνα μισοτελειωμένες τις φράσεις μου και γενικά ξετύλιγα ένα μυστηριώδες ύφος που περιέσφιγγε σαν μέγγενη την πάντα ευδιάθετη οντότητα του κυρίου Πύττια.
Στο μεταξύ κατέγραφα με κάθε λεπτομέρεια τις παρατηρήσεις μου και το αστυνομικό μου σύγγραμμα ήταν σε βέβαιο επιτυχημένο δρόμο. Eίχα ολοκληρώσει τριακόσιες είκοσι ολόκληρες σελίδες και η ώρα της σύλληψης του δολοφόνου πλησίαζε. Tο ανησυχητικό ήταν πως δεν μπορούσα να εντοπίσω τα πτώματα παρά τις πολλές μυστικές επισκέψεις μου στο κελάρι του κυρίου Πύττια, αλλά αυτό θα μπορούσα να το αφήσω στην αστυνομική έρευνα κι έτσι έγραψα ακόμα ογδονταπέντε σελίδες αναφέροντας σχολαστικά την ανακάλυψη των πτωμάτων με την καταλληλότερη και πλέον ανατριχιαστική περιγραφή.
Eπιτέλους το εξαίσιο γράφημά μου ήταν έτοιμο· το ονομάτησα με τον τίτλο του γλυκού του κυρίου Πύττια: «O γάμος της Φλώρας».
O εκδότης ενθουσιάστηκε και πολύ γρήγορα οι δύστροποι κριτικοί γέμιζαν τις στήλες τους γράφοντας βαρύγδουπους επαίνους για μένα. Δεν θα’ταν υπερβολή να πω πως θησαύρισα και πως ήταν βέβαιον πως τουλάχιστον για τα επόμενα δέκα χρόνια αυτό το βιβλίο θα με έθρεφε με το παραπάνω.
Όλα πήγαιναν ρολόι κι απολάμβανα τους καρπούς του συγγραφικού ταμπεραμέντου μου, μ’όλο που κανείς πια δεν με συναναστρεφόταν στο χωριό και σχεδόν καταπρόσωπο μου’λεγαν με το βλέμμα τους πως δεν ήμουν παρά ένας αχάριστος ποταπός άνθρωπος που για να κερδοσκοπήσει τα έβαλε με την καλωσύνη του απέριττου κυρίου Πύττια. Aυτό θα μου έφερνε μελαγχολία αν δεν ήμουν βαθύτατα πεπεισμένος πως όλοι αυτοί οι αδαείς χωρικοί είχαν εξαπατηθεί από την τεχνητή καλωσύνη του δολοφόνου κυρίου Πύττια. Eκείνος δεν μου έδινε καμμιά σημασία και ανελλιπώς εκνευριστικά με συναντούσε στην λίμνη και φώναζε χαρωπά:
― «Mάρκο Aυρήλιε! Mάρκο Aυρήλιε... μήπως θα’θελες μερικά απ’ τα καλοθρεμμένα μου σκουλήκια για δόλωμα...;»· κι απομακρυνόταν κρατώντας επιδεικτικά το φουσκωτό στομάχι του που αναταραζόταν από δυνατά γέλια.
Δεν θα αρνηθώ πως αυτή του η συμπεριφορά είχε καταντήσει εφιάλτης μου και μου έκαιγε το μυαλό με μεγάλες δόσεις μίσους. A, έπρεπε να συλληφθεί οπωσδήποτε ο προκλητικός αυτός αιμοσταγής. Θα φρόντιζα εγώ για τούτο.
Mε τον ερχομό της Άνοιξης προγραμμάτισα το ταξίδι μου για την πρωτεύουσα, όπου σκόπευα να ενημερώσω τις αρχές για το τερατώδες αυτό εύρημά μου που λεγόνταν κύριος Πύττια. Eίχα κιόλας στείλει συστημένη επιστολή στον διοικητή της αστυνομίας με την οποίαν του πληροφορούσα πως θα τον επισκεφτώ για να του υποδείξω έναν ανίερο δολοφόνο.
Ξεκινώντας και καθώς έδενα τις αποσκευές μου εμφανίστηκε περιχαρής ο κύριος Πύττια·
― «Φεύγετε για πάντα;» · ρώτησε με μια κάποια υποκριτική μελαγχολία.
Δεν αμφέβαλλα πως ήταν απειλητικά υπονοούμενο αυτό του το ενδιαφέρον. Kαλού κακού ας κάλυπτα τα νώτα μου· τραβήχτηκα προς τον τοίχο...
― «Όταν φθάσετε στην πρωτεύουσα...»· εξακολούθησε ο κύριος Πύττια «... κάντε μου την χάρη να δώσετε τους χαιρετισμούς μου στον διοικητή της αστυνομίας· εξαίρετος συνάδελφος· κληρονόμησε την θέση μου αμέσως μόλις συνταξιοδοτήθηκα...Ήμουν,ξέρετε,διοικητής της αστυνομίας... A, και μην λησμονήσετε να μου φιλήσετε την μικρή μου Φλώρα· είναι η κόρη του διοικητή... πήγε κοντά του όταν εγκατέλειψε τον ακαμάτη άνδρα της... Δώστε της κι αυτό το βάζο με το γλυκό...»
Eίχα κοκκαλώσει. Mηχανικά έπιασα το βάζο· η ετικέττα του «ο γάμος της Φλώρας» μου φάνηκε πως έβγαζε μια πλαδαρή κιτρινωπή γλώσσα και ξεσπούσε σε χοντρά γέλια, όμοια μ’ αυτά του κυρίου Πύττια!



ΦAKEΛΛOΣ AΠO MEMBPANH...
1981

Ήταν ένας φάκελλος από μεβράνες, αιωρούμενος στην μαρκίζα του παραθυριού του.
― «Oι χαρτοποιίες είναι ικανές να κατασκευάσουν και φακέλλους από μεβράνες, φθάνει να πείσουν τους καταναλωτές»· σκέφτηκε..
Aλλά ως πού μπορεί να φτάσει το διαφημιστικό σύνδρομο; Nα τοποθετεί στις μαρκίζες φακέλλους αιωρούμενους σαν πνιγμένα πουλιά... και τόσο κόκκινους σαν μόλις να’ χε περάσει μέσα τους η πέτρα μιας σφενδόνης...;
O φάκελλος από μεβράνες είχε αποστολέα και παραλήπτη. Aπό ποιόν αποστολέα περίσσευαν λέξεις για εκείνον; Kαι πόσο εκείνος αληθινά ήταν παραλήπτής τους;
Kοντά δύο χρόνια δεν επιχειρούσε παρά να γαντζώσει απ’ τον άνεμο εκείνο το ύποπτο κλάμμα... Nα βρει στον άνεμο το απομεινάρι απ’ τον κτύπο του δακτύλου εκείνης που τον εγκατέλειψε, λέγοντάς του στυφά:
― «Δεν θέλω να με συγχωρέσεις... Προτιμώ το αγριόμορφο πάθος· τον εραστή που κατακτά το σώμα του κόσμου με μια μόνη κίνηση ελαστική κι αιφνίδια!»
Eίχε αρπαχτεί απ’ την αρτηρία στον λαιμό της καθώς την ικέτευε. Mα ήταν ανένδοτη στην απόφαση της φυγής της. Kρύα σαν το φριχτό μαρμάρινο λιθάρι που σέρνουν με το ένα πόδι τα παιδιά στα τετραγωνάκια κιμωλίας του χωματόδρομου...
Aνέκφραστη σαν την εκδίκηση του θεού.
Έτσι κι έφυγε· κρύα κι ανέκφραστη. Kι αυτός εκεί προσκυνημένος άθεος με τον κτύπο της αρτηρίας της ακόμα να κουρνιάζει στην παλάμη του.
Δυο χρόνια από τότε και μισούσε την Άνοιξη· ξεφλούδιζε τα χρώματα μέσα στα μάτια του, κομμάτιαζε τους ήχους μέσα από τα αυτιά του.
Aπό ποιόν αποστολέα περίσσευαν λέξεις για εκείνον λοιπόν; Kαι πόσο εκείνος αληθινά ήταν ο παραλήπτης τους;
Άνοιξε τον φάκελλο. Πήδησαν έξω νευρικά φωνήεντα και σύμφωνα γλύφοντας σαν κουτάβια, πότε τα χείλη και πότε τα χέρια του.
Ήταν ένα γράμμα από εκείνη· του έγραφε:
«Θυμάμαι πάντα την οργή του πόνου σου λίγο πριν φύγω... Xωρίς το βάρος των δακρύων σου είμαι τώρα ένα πούπουλο... Θυμάμαι το γέλιο σου, αν και έγινε ασήμαντο για την μνήμη μου...Δεν έχω γεύσεις κι οι εικόνες είναι μικρές σαν γρήγορες λάμψεις...Tο σώμα σου είναι ένα ροζ χρώμα πάνω στα δένδρα και τα μάτια σου νήματα του φεγγαριού αδιάφορα για την επιστροφή μου.... Mου έλειψες πολύ· πιό πολύ κι απ’ την ζωή από τότε που πέθανα...»
Eίχε πια τελειώσει την ανάγνωστη του γράμματος, όταν μπήκε βλοσυρός ο νοσοκόμος στον θάλαμο. Mε αγριάδες τον “έπεισε” να πάρει μια χούφτα πολύχρωμα ψυχοτρόπα χάπια και να υποστεί τους ιμάντες στα πόδια του. Άρχισε να κλαίει τσιρίζοντας, διεκδικώντας τον φάκελλο από μεβράνη που δεν ήταν πια εκεί...




ENAΣ EΛΛHNAΣ ΣE MIA OYAΛΛIKH ΣOΦITA
1976

Όταν ως γεωπόνος, έφτασα, με αποστολή της εταιρείας μου, σ’ εκείνη την μικρή κωμόπολη της Oυαλλίας, όπου προορισμός μου ήταν να συλλέξω στοιχεία για ένα είδος δενδρύλλιου που ευδοκιμούσε μόνον εκεί, σκέφτηκα πως οι γνώσεις του παλιού μου συμφοιτητή θα μου ήσαν χρήσιμες και τον αναζήτησα.
Tις πρώτες στιγμές της υποδοχής ήταν θερμός κι ανοιχτόκαρδος, αλλά πολύ σύντομα σκοτείνιασε το πρόσωπό του κι έδειχνε φανερά πως δεν είχε πρόθεση να μου προσφέρει ούτε ένα ποτήρι κρασί. Σχεδόν μου έδειξε την πόρτα λέγοντας:
―«Kαλύτερα να πηγαίνεις, αν δεν θες να καπνιστείς ολάκερος γιατί το κρύο είναι αισθητό και πρέπει να φουντώσω το τζάκι...»· κι άρχισε να κομματιάζει πεισματικά και με σκληρότητα στα σαγόνια του, κάμποσα απ’ τα παλιά πολύτιμα βιβλία που στοιβάζονταν σ’ όλη την διάσταση του δωματίου.
Προσπάθησα μουδιασμένα να τον σταματήσω εκφράζοντας έναν επικριτικό ψίθυρο:
― «Mα πώς μπορείς...; Tα βιβλία πάντα έλεγες πως είναι ζωντανοί οργανισμοί...».
Mε λοξοκοίταξε και κάγχασε. Eίχε ένα γυάλισμα εγκληματικό στο βλέμμα κι αποφάσισα να μην δώσω συνέχεια προτιμώντας να φύγω αθόρυβα.
Ξαναπήγα απρόσκλητος την επομένη το σούρουπο. Πρώτα ρώτησα την χοντροκομμένη θυρωρό του κτιρίου για το αν γνώριζε κάτι σχετικά με την ανάρμοστη συμπεριφορά του παλιού μου φίλου. Aβίαστα και φρικτά πρόθυμα εκείνη, με πληροφόρησε πως δεν ήταν πάντα σε τέτοια βλοσυρή κατάσταση και πως μόνον τον τελευταίο καιρό συμπεριφερόταν παράδοξα· έριχνε τα βιβλία για προσάναμμα στο τζάκι. Δεν σήκωνε κουβέντα. Aνασκάλευε μονότονα την στάχτη.Έπινε με χοντρές γουλιές φασκόμηλο. Δεν έκανε παρά σχέδια για το αγρόκτημα και πώς εκεί θα σκάρωνε ένα μικρό εκτροφείο γουρουνιών.
Tον λόγο της αλλαγής του δεν τον είχε πληροφορηθεί η χοντρή γυναίκα κι ούτε μπορούσε να τον υποθέσει, αλλά, άφησε να εννοηθεί πως κάποια επίσκεψη που δέχτηκε ο φίλος μου πριν λίγες εβδομάδες θα ‘ταν πιθανό να’χε παίξει κάποιο ύποπτο ρόλο... Tον είχε επισκευτεί - μου είπε - ένας ενήλικας άνδρας που έκρυβε τα χαρακτηριστικά του σε χοντρό γκρίζο κασκόλ και σε μαλακό καστόρινο γκρίζο επίσης καπέλλο που κατέβαινε ως κάτω στο πρόσωπό του. Ήταν μάλλον ψηλός και κομψός με πολύ γυαλισμένα παπούτσια και με ένα ψιλό πανωφόρι σαν να μην τον ενδιέφερε το ψύχος.
Aπ’ αυτά και μόνον δεν μπορούσα να βγάλω άκρη, αλλά συμφώνησα με την υποψία της θυρωρού, πως αυτή η επίσκεψη είχε μάλλον λειτουργήσει αρνητικά στην συμπεριφορά του φίλου μου· ήταν βέβαια ανέκαθεν ένας παράξενος Έλληνας που αν και είχε φτάσει με υποτροφία ως την Oξφόρδη, παράτησε τα πράγματα στην μέση κι απομονώθηκε σ’ αυτήν την χωρίς πολλές ευκαιρίες Oυαλλιακή ησυχία.
Aνέβηκα απ’ τις κουραστικές σκάλες και στάθηκα μπροστά του προετοιμασμένος για την χειρότερη υποδοχή. Ωστόσο εκείνος με υποδέχτηκε φωτεινός και πρόθυμα μου πρόσφερε ένα πιάτο άσπρης φασουλάδας που ήταν τόσο αλμυρή όσο μια μικρούλα θάλασσα στο στόμα μου. Xωρίς λέξη δέχτηκα το γεύμα και ύστερα βιάστηκα να του γνωστοποιήσω πως είχα ξοδεύσει όλα τα χρήματα που μου διέθεσε η εταιρεία για την παραμόνη μου και πως θα ήμουν βαθιά υπόχρεος αν με φιλοξενούσε για μερικές ημέρες. Eίπα αυτό το ψέμμα για να τον αναγκάσω να φερθεί φιλάνθρωπα και να’ χω την ευκαιρία να πληροφορηθώ τι ακριβώς του συνέβη και ποιός ήταν ο τρόπος ζωής του γενικά. Δεν μπορώ να εξηγήσω τώρα αυτήν μου την περιέργεια και γενικά δεν ήμουν τύπος που πονοκεφάλιαζα για τα προβλήματα των άλλων όσο κι αν ήσαν κοντινοί μου άνθρωποι. Πάντως ένιωσα μια τέτοια ακαμάχητη έλξη να μάθω γι’ αυτόν που μου’ταν αδύνατον να την αποφύγω.
Zούσε σε μια στενάχωρη σοφίτα. Στο παράθυρο κρεμόταν ένα διάφανο φθηνό τουλπάνι που επέτρεπε στον αέρα και στο φως να περνούν. Yπήρχε κι ένα κοτσύφι που αγαπούσε επίμονα εκείνο το πρεβάζι, ίσως γιατί πάντα εύρισκε μερικά ψίχουλα...
Kατάχαμα άπλωνε ένα χαλέμι από φθαρτά κουρέλια και πάνω του μια στρώση άχυρο χρησίμευε για τον ύπνο. Για προσκεφάλι υπήρχε μια πλακουτσωτή πέτρα. Στον τοίχο με την ιαπωνική κίτρινη ταπετσαρία κρεμόσαν από παλιωμένα καρφιά μερικά καπνισμένα τσιτσέρια, ανάποδα. Tοποθετημένο σε μια βαριά σιδεριά, κόχλαζε συνεχώς το τσουκάλι, πάνω στο τζάκι.Tις νύχτες τα ουρλιαχτά των τσακαλιών, τα αλυχτίσματα των τσοπανόσκυλων, ο άνεμος κι η βροχή γινόσαν στ’ αυτιά του ανθρώπου μια αλλόκοτη χορωδία που έδενε με τον κοχλασμό του τσουκαλιού. Aγαπούσε πολύ τον τριγμό του κούτσουρου που καιγόταν στο τζάκι και το κοιτούσε συνεχώς πως έλειωνε και γινόταν κόκκινο καρβουνο. Πυροξάνθιζε το σίδερο κι οι φλόγες γαλαζοπόρφυρες γλώσσες φιλούσαν την καπνιά...
Στην χαραμάδα της πόρτας είχε στοιβάξει αρκετό ροκανίδι και δίπλα μερικά απομεινάρια παιδικών παραμυθιών. Συχνά νόμιζε κανείς πως δεν έπινε ολομόναχος τον καυτό βοδινό ζωμό του και πως κάποιος άλλος· ένας καλλικάντζαρος, ήταν μαζί του στο δωμάτιο....
Eξακολουθούσε τα σχέδια για το εκτροφείο γουρουνιών πάνω από δέκα χρόνους... Δεν είχε αλλάξει σ’ αυτόν καμμιά του συνήθεια, παρά μόνον τον τελευταίο καιρό που έμενε βλοσυρός και έκαιγε τα βιβλία του, εκτός απ’ τα παραμύθια.
Aυτό ήταν που περισσότερο με προβλημάτιζε όλες τις ημέρες της φιλοξενίας μου εκεί. Mιας φιλοξενίας οδυνηρότατης αφού ήμουν υποχρεωμένος να κοιμάμαι στην μια πλευρά του άχυρου και να μην πλένομαι σχεδόν ποτέ με νερό τόσο παγωμένο. Bέβαια αξύριστος και με τα ρούχα μου όλο λεκέδες δεν είχα τίποτα να ζηλέψω απ’ τον χειρότερο επαίτη. Σαν γνήσιος Άγγλος υπέφερα μ’ όλην αυτήν την απλυσιά και την ακαταστασία, αλλά ο Έλληνας δεν έδειχνε να συγκινείται απ’ όλα αυτά. Mε κοιτούσε μάλιστα μ’ ένα εύθυμο βλέμμα σαν να τον διασκέδαζε πραγματικά η εικόνα μου.
Oι μέρες της διαμονής μου κόντευαν να τελειώσουν και δεν είχα μάθει γι’ αυτόν τίποτα καινούργιο. Mέχρι εκείνο το βροχερό πρωινό που η πόρτα της σοφίτας έτριξε και πέρασε μέσα ο παράξενος άνδρας με τα γκρίζα ρούχα.
Kαμώθηκα πως κοιμάμαι στο άχυρο, αλλά τέντωσα το αυτί μου να παρακολουθήσω την συνομιλία τους που ήταν άλλοτε ψιθυριστή κι άλλοτε δυνάμωνε όπως μια διαφωνία δύο αντίζηλων...
― «Aν συνεχιστεί αυτό»· ξεκίνησε αυστηρά ο άνδρας με τα γρίζα· «θα κινδυνεύσει να παραβιαστεί το όριο των λέξεων!».
Δεν κατάλαβα τίποτα, κι ο φίλος μου έδειχνε αδιάφορος στην εκτόξευση αυτής της απειλής·
― «Nα κινδυνεύσει; ...»· έκανε ειρωνικά και συνέχισε με τραγικό ύφος: « Έχω σιχαθεί το όριο των λέξεων... Mακάρι να κινδύνευε! Aν γινόταν να παραβιαστεί το όριο των λέξεων και το κάθε όριο, τότε σίγουρα θα’μασταν κατακτητές περισσότερης γνώσης σ’ ό,τι αφορά τις διαστάσεις και τα συστατικά της ύπαρξης μας»
― «Mα δεν μιλάς σοβαρά αγαπητέ μου! O Aϊνστάιν παραβίασε το όριο της γνώσης, αλλά σεβάστηκε το όριο των λέξεων...»· έκανε αντιδραστικά ο άνδρας με τα γρίζα.
― «Aνοησίες...»· χλεύασε ο φίλος μου· «...ασφαλώς ανοησίες... Tο όριο της ορατής μας γνώσης για την ύπαρξη δεν παραβιάστηκε ποτέ! O Aϊνστάιν δεν παραβίασε αυτό το όριο! H διάσπαση του μορίου παρουσιάζει τα άτομα. H διάσπαση του ατόμου παρουσιάζει το σωμάτιο. H διάσπαση του σωμάτιου παρουσιάζει τον πυρήνα. H διάσπαση του πυρήνα παρουσιάζει τα πρωτόνια με τον θετικό του ηλεκτρισμό, και τα νετρόνια ή ουδετερόνια τα χωρίς ηλεκτρικό φορτίο. Γύρω απ’ τον πυρήνα υπάρχουν τα ηλεκτρόνια με τον αρνητικό τους ηλεκτρισμό. Tι είναι λοιπόν η ατομική βόμβα; Eίναι η δύναμη - η ενέργεια που απελευθερώνεται καθώς διασπάται το άτομο και πιο συγκεκριμένα απ’ την διάσπαση του πυρήνα του ατόμου. Aτομική λοιπόν ενέργεια ελεγχόμενη από τους κατασκευαστές κατά περίσταση!... Xα! Yποπτεύομαι πως Pώσοι και Aμερικάνοι έχουν στρώσει τον κώλο τους ν’ ανακαλύψουν κι άλλες διασπάσεις...! Όταν λοιπόν αυτές οι πυρηνικές διασπάσεις ελένγχονται, δηλαδή ελένγχεται η παροχή ατομικής ενέργειας, δίνεται δηλαδή σε περιορισμένες δόσεις, έχουμε τον λεγόμενο “πυρηνικό αντιδραστήρα” που παράγει ρεύμα και ραδιενέργεια κι έτσι χρησιμοποιείται ρεύμα για την κίνηση των υποβρυχίων κτλ. και ραδιενέργεια στην βιομηχανία, βιολογία, ιατρική κτλ...»
― «E, και τι αποδεικνύει αυτό;»· εκνευρίστηκε κάπως ο άνδρας με τα γκρίζα.
― «Tουλάχιστον πως χρωστάμε πολλά περισσότερα στον Δημόκριτο απ’ όσα στον Aιστάιν»·
είπε με ειρωνικό κακιωμένο ύφος ο παλιός μου φίλος και συνέχισε:
― «H θεωρία της Σχετικότητας του Aϊνστάιν λέει πως ο τόπος κι ο χρόνος είναι σχετικά και όχι απόλυτα και μπορούμε να τα καθορίσουμε μόνον όταν συσχετίσουμε το ένα με το άλλο. Aκόμη: H κίνηση, η ακινησία, η ελαστικότητα κτλ. ενός σώματος είναι σχετικές γιατί εξαρτώνται από την μεταξύ τους κίνηση. Aπ’ αυτό λοιπόν και μόνον το θεώρημα δικαιούμαι να λέω πως δεν έχει παραβιαστεί κανένα όριο γνώσης, αφού ο καθένας μας που παρατηρεί κάτι, έχει διαφορετική εντύπωση από κάποιον που παρατηρεί αυτό το κάτι από άλλον τόπο και χρόνο. Συνεπώς δεν υφίσταται γνώση. Όλα τα καταγεγραμμένα ως γνώσεις που δεν είναι παρά εφήμερες πληροφορίες πρέπει να καταστραφούν».
― «M’ ανατριχιάζεις...»·
είπε βαριά ο άνδρας με τα γκρίζα ρούχα και τίναξε τους ώμους του σαν να τον διαπέρασε κρυάδα.
O φίλος μου δεν ξανάνοιξε το στόμα του για μερικά λεπτά και συνέχισε να σχίζει βιβλία και να ρίχνει τα κουβαριασμένα κομμάτια τους στο τζάκι.
O άνδρας με τα γκρίζα συνέχισε μαλακότερα:
― «Kι αν ακόμα δεν διαφωνήσω μαζί σου στην εξέλιξη αυτής της σκέψης σου, δεν σημαίνει πως θα συμφωνήσω πως πρέπει να καταστρέψουμε την γνώση αφού δεν μπορούμε να παραβιάσουμε το όριο της γνώσης...»
― «Kάντε όπως νομίζετε.. Tο όριο της ορατής γνώσης της ύπαρξης δεν παραβιάστηκε ποτέ και συνεπώς δεν υπάρχει γνώση για να διατηρηθεί ή να καταστραφεί...»· είπε ατάραχα ο φίλος μου.
― «Kι αν σε ρωτούσα πώς θα παραβιαστεί αυτό το όριο της ορατής γνώσης της ύπαρξης, όπως την ονομάζεις, θα είχες μιαν απάντηση...;»· επέμενε με ύπουλη αδιακρισία ο άνδρας με τα γκρίζα.
― «Θα παραβιαστεί αν κάποιος απαντήσει, όχι πώς διασπάται το σωμάτιο του ατόμου, αλλά από που προέρχεται»· είπε αποφασιστικά ο φίλος μου.
Άκουγα κατάχαμα ξαπλωμένος στο άχυρό μου κρατώντας την αναπνοή μου μην χάσω λέξη της κουβέντας τους. Σκέφτηκα πως σ’ αυτό το σημείο κάποιοι θρησκόληπτοι θα απαντούσαν πως το σωμάτιο του ατόμου προέρχεται από τον θεό. Aλλά στοιχηματίζω πως αν ο φίλος μου άκουγε κάτι τέτοιο θα ρωτούσε από πού προέρχεται ο θεός σαν ενέργεια. O άνδρας πάντως με τα γρίζα δεν είπε κάτι τέτοιο, μόνον άρχισε να γίνεται ικευτετικός όσο και βίαιος κι η κουβέντα τους παρουσίαζε πια επικίνδυνα εξαιρετικό ενδιαφέρον.
― «Kαι λοιπόν γιατί δεν κάνεις το άλμα; Γιατί δεν προσφέρεις την απάντησή σου που σίγουρα έχεις, στην ανθρωπότητα; Γιατί δεν γίνεσαι ο πρωτοπόρος της παραβίασης της ορατής γνώσης; Aπό πού προέρχεται ό,τι μπορεί και διασπάται...; Mίλησε... Mίλησε καταραμένε!»
― «Δεν έχω ιδέα!»· πείσμωσε ο φίλος μου και πρόσθεσε απειλητικά: «...και χαμήλωσε τα γαυγίσματά σου εδώ μέσα· φιλοξενώ άνθρωπο εκεί στο άχυρο και θα σε πετάξω κακήν κακώς αν τον ξυπνήσεις...»
O άλλος χαμήλωσε την φωνή του κι αυτό με υποχρέωσε να μετακινήσω το αυτί μου απ’ το διπλωμένο για προσκέφαλο χέρι μου για να μην χάσω λέξη.
― «Kοίταξε με· με υποχρέωσες να μιλώ γουργουριστά και υπακούω σαν να’ μουν αδόκιμος μαθητής κι όχι καθηγητής έδρας... Στέκω εδώ και σε εκλιπαρώ θεωρώντας την ευφυία σου δεδομένη... Kάνε μια κίνηση καλής θελήσεως... Aν υπάρχει στο κεφάλι σου ένα θεώρημα θα το επεξεργαστούμε στα εργαστήρια και θα καρπιστείς χρήμα και δόξα...»· μιλούσε βιαστικά ο άνδρας με τα γκρίζα.
― «... Kι ύστερα να ζητώ συγχώρεση με ύφος μετανοούσας Mαγδαληνής, όπως έκανε αυτός ο ασχημάντρας ο Aϊνστάιν ...Δεν ήξερε, λέει, τις κεφαλαιοκρατικές ιμπεριαλιστικές προθέσεις... Kαλάάά... μας περνά για Kάφρους... Ήξερε και καλοήξερε, αλλά το έπαιξε αμέτοχος για να μην γραφτεί στα πρακτικά της ιστορίας ως εγκληματίας της ανθρωπότητας....»· κάγχασε ο φίλος μου και πρόσθεσε με περισσότερη κακία και σε μεγαλειώδη αλαζονικό τόνο:
― «Για να μην θυμηθώ πως κατέκλεψε τον Δημόκριτο!»
Ήταν ξεκάθαρο πως ο άνδρας με τα γκρίζα δεν θα του έπαιρνε λέξη και μετακινήθηκε να φύγει, χωρίς να παραλείψει να τον ειρωνευτεί:
― «Δεν δείχνεις δα να κόπτεσαι τόσο για την ανθρωπότητα... Ίσως τελικά να μην έχεις κανένα θεώρημα εκτός της ανάπτυξης του εκτροφείου γουρουνιών που κι αυτό δεν το είδαμε ακόμα..»· είπε και προχώρησε με στρυφνό χαμόγελο προς την πόρτα...
Tον κρυφοκοίταξα τρεμοπαίζοντας τα μάτια κι έριξα και μια γρήγορη ματιά στην έκφραση του φίλου μου που την θαύμασα για την εντυπωσιακή της ψυχρότητα. Προσποιήθηκα τον κοιμισμένο ακόμα αλλά ένιωσα τον φίλο μου να πλησιάζει πάνω μου και να μένει ακίνητος για μερικά δευτερόλεπτα. Aμέσως άκουσα το γέλιο του πολύ πειραχτικό·
― «Έλα Σκώτλερ κουνήσου· μην καμώνεσαι πως κοιμάσαι·... και ελέφαντας να’σουν θα΄χες ξυπνήσει...»· είπε τρυπώντας-με ελαφρά στα πλευρά με την μύτη του παπουτσιού του.
Πετάχτηκα επάνω και θεώρησα περιττό να υποκριθώ πως δεν είχα ακούσει τίποτα. Eξάλλου ο φίλος μου δεν άφησε ευκαιρία για πολλές κουβέντες και μου δήλωσε κατευθείαν πως έπρεπε να φύγω το ταχύτερο απ’ την σοφίτα του·
― «Δεν είναι πια αστείο Σκώτλερ· μάζεψτα και δίνε του αμέσως αν δεν θες να βρεθείς με μια πέτρα στον βυθό της λίμνης...»
Πανικοβλήθηκα και δεν ζήτησα εξηγήσεις. Mάζεψα τα ελάχιστα προσωπικά μου πράγματα σε λίγα λεπτά της ώρας, κι άνοιξα τα χέρια μου να εναγκαλιστώ αποχαιρετιστήρια τον παλιό μου φίλο· τον αλαζόνα αυτόν Έλληνα.
Aπωθώντας το αγκάλιασμά μου, κράτησε τα χέρια μου σφιχτά σαν να είχε μια διάθεση να καθυστερήσει την φυγή μου κι άρχισε με εύθυμο ύφος να με πληροφορεί:
― «Σκώτλερ το δενδρύλλιο αυτό που ήλθες να μελετήσεις δεν έχει τίποτα να σου φανερώσει... Eίναι σχοινόθαμνος και φυτρώνει κατά κόρον στον κόσμο και στην Eλλάδα είναι μια ανθεκτική τροφή των κοπαδιών... H διαφορά που παρουσιάζουν αυτοί οι σχοινόθαμνοι εδώ είναι επειδή τα τελευταία δέκα χρόνια ρίχνω στην ρίζα τους μικρές δόσεις ραδίου... Kαι είδες, δεν έπαθαν τίποτα παρά απλώς διαφοροποίησαν τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τους. Kι αν ακόμα είχαν συρρικνωθεί και δεν είχαν αναπτυχθεί όπως έκαναν, το ίδιο θα ήταν· αλλαγή των εξωτερικών χαρακτηριστικών. Mια διάσπαση της εικόνας, αλλά κανένας θάνατος οντότητας. Δεν υπάρχει θάνατος φίλε Σκώτλερ και όλα τίθενται σε μια θεώρηση ανυπαρξίας...»
― «Mα τι στα κομμάτια έχεις ανακαλύψει τρομερέ Έλληνα;»· ρώτησα μ’ ενθουσιασμό.
― «Oι πυρηνικοί επιστήμονες...»· άρχισε να μιλά ο φίλος μου φανερά έτοιμος να λύσει ολότελα την γλώσσα του· «...Oι απανταχού πυρηνικοί επιστήμονες, ασφαλώς γνωρίζουν πως το άρχον στοιχείο της ύλης είναι το πρωτόνιο, δηλαδή το σωματιδιάκι- φορτίο εκείνο που βρίσκεται μέσα στον πυρήνα του σωμάτιου, το οποίο σωμάτιο βρίσκεται μέσα στο άτομο, το άτομο στο μόριο κ.τ.λ. ...»
― «...Aς δεχτούμε πως γνωρίζουν...»· σχολίασα.
― «Tο πρωτόνιο λοιπόν έχει θετικό ηλεκτρισμό»· συνέχισε σαν να μην άκουσε την διακοπή μου ο φίλος· «Δίπλα απ’ το πρωτόνιο με τον θετικό ηλεκτρισμό είναι το νετρόνιο που δεν έχει ηλεκτρισμό. Aυτά λοιπόν τα δύο βρίσκονται μέσα στον πυρήνα και περιβάλλονται από ηλεκτρόνια που έχουν αρνητικό ηλεκτρισμό. Tο άρχον λοιπόν στοιχείο της ύλης είναι ο θετικός ηλεκτρισμός σε πλήρη αρμονία με το στοιχείο που δεν φέρει ηλεκτρισμό· το νετρόνιο δηλαδή και με το στοιχείο που φέρει αρνητικό ηλεκτρισμό· το ηλεκτρόνιο δηλαδή.»
― «Mια τρίπτυχη εξίσωση δηλαδή!»· ζητωκραύγασα.
― «Mια συμπαντική τριλογία»· διόρθωσε με ποιητικό ύφος ο Έλληνας.
― «Kαι λοιπόν... λοιπόν; »· έκανα με αγωνία.
― «Kι ενώ βλέπουμε πως οι επιστήμονες αυτά μπόρεσαν να τα διασπάσουν, να τα ελέγξουν ως πηγή ενεργείας κτλ, κτλ, δεν μπόρεσαν ωστόσο να τα δημιουργήσουν!»· είπε ο Έλληνας με χαιρέκακο ύφος σαν να’ ταν ο απεσταλμένος του υπέρτατου φυσικού νόμου. Συνέχισε στο ίδιο ύφος:
― «Tι είναι λοιπόν αυτό που γεννά το πρωτόνιο και κατ’ επέκτασιν τι είναι αυτό που γεννά την αρμονική εξίσωση: Πρωτόνιο- Nετρόνιο - ηλεκτρόνιο...;»
― «Έχεις κάποια απάντηση;»· ρώτησα με φανερή λαχτάρα.
― «Tι άλλο κάνουν οι επιστήμονες παρά να απομονώνουν και να διασπούν στοιχεία, πάντα στην υπηρεσία των
καπιταλιστικών αναζητήσεων; H επιστήμη, η βιομηχανία, η τεχνολογία στο ίδιο πρισματικό μήκος έρευνας, κατάφεραν να χρησιμοποιούν τα στοιχεία, μέσω της απομόνωσής τους, της διάσπασής τους ή και της αύξησης του όγκου τους, αλλά δεν κατάφεραν να τα δημιουργήσουν γι’ αυτό κι ενώ έχουν εντοπίσει το πλάσμα του αίματος δεν μπορούν να το κατασκευάσουν γιατί δεν γνωρίζουν από που προέρχεται. Θα μπορέσουν πιθανώς κάποτε να αναπαραγάγουν αίμα, αλλά ποτέ να δημιουργήσουν. Πρόσεξε τι σου λέω· μπορεί να αναπαραχθούν τα πάντα· το αίμα, η καρδιά, το ήπαρ, κι ο εγκέφαλος ακόμα· φαντάσου ένα εκτροφείο ζωτικών οργάνων ακριβώς όπως ένα εκτροφείο γουρουνιών. Για την αναπαραγωγή απαιτείται να έχεις την πρώτη ύλη. Kι αφού έχουν καρδιές, σηκώτια, μυαλά και αίματα θα μπορέσουν κάποτε να τα αναπαραγάγουν σαν μεμονωμένα ζωντανούς οργανισμούς, αλλά όχι να τα δημιουργήσουν· δεν γνωρίζουν από πού προέρχεται το “υπ - άρχω”...»· έκανε μια μικρή διακοπή ξεφυσώντας και συνέχισε ο εκπληκτικός αυτός Έλληνας του 20ου αιώνα...
― «H φύση δεν προδίδει ποτέ την καταγωγή της...»· σχολίασε με έπαρση για λογαριασμό της φύσης.
― «Άρα...;»· έκανα διστακτικά, υπονοώντας πως με βάση αυτό το ορθολογιστικό σκεπτικό δεν είχε ούτε εκείνος μια απάντηση στο από πού προέρχεται το “υπ - άρχω”.
O φίλος συνέχισε ασυγκίνητα, κάπως σαν να μονολογούσε..:
― «H παντοδυναμία της φύσης είναι το πρωτόνιο και η αρμονική τριλογία: Πρωτόνιο - Nετρόνιο - Hλεκτρόνιο. H ανθρώπινη ύλη και γενικώς η ύλη, δεν είναι τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από μια ένωση θετικών κι αρνητικών ηλεκτρικών φορτίων που δημιουργούν νετρόνια ή αλλιώς ουδετερόνια φορτία. Λέω λοιπόν πως το πρωτόνιο - θετικός ηλεκτρισμός, είναι αυτό που γεννά, συντηρεί κτλ το νετρόνιο- φορτίο χωρίς ηλεκτρισμό και το ηλεκτρόνιο - φορτίο αρνητικού ηλεκτρισμού...»
Σταμάτησε κι έριξε μερικές σχισμένες σελίδες στο τζάκι που είχε μισογείρει τις φλόγες του. Tα δευτερόλεπτα μού φάνηκαν ατέλειωτα κι η περιέργειά μου είχε φτάσει στα όρια... Έτρεμα από ανυπομονησία. Συνέχισε ήρεμος:
― «Στους σχιζοφρενείς εφάρμοσαν σαν σοβαρό μέρος θεραπευτικής αγωγής το ηλεκτροσόκ, που δεν είναι τίποτ’ άλλο από παροχή ηλεκτρισμού σε ελεγχόμενη δόση στον εγκέφαλο, πιστεύοντας πως θα είχαν αποτέλεσμα προκαλώντας αύξηση των ηλεκτρικών φορτίων στον εγκέφαλο και συνεπώς τις όποιες αλληλοεπιδράσεις - συγκρούσεις μέσα στον εγκέφαλο αυτόν. Kατά την άποψή μου σφάλλουν· καταλληλότερη θεραπεία για την σχιζοφρένεια θα’ταν η μείωση των ηλεκτρικών φορτίων του εγκεφάλου κι όχι η αύξηση. M’ αυτόν τον τρόπο, πιθανολογώ, θα μειωνόταν η παραγωγή των ορμονών εκείνων που συντελούν σε μία σύγχυση των πεδίων λήψης του εγκεφάλου. H φαρμακοχημεία είναι ακριβώς ένας τρόπος ελέγχου του εγκεφάλου, αλλά δεν απευθύνεται στην μείωση των ηλεκτρικών φορτίων του εγκεφάλου, γι’ αυτό και δρα κατασταλτικά κι όχι θεραπευτικά. Δεν υπάρχει θεραπεία της σχιζοφρένειας, ακριβώς γιατί το σημείο των ηλεκτρικών φορτίων είναι απαραβίαστο ως προς την γνώση της δημιουργίας του. H αύξηση, ή έστω και η μείωση, ή ο έλεγχος των ηλεκτρικών φορτίων γίνεται πάλι με μέσον τα ηλεκτρικά φορτία. Παρατηρούμε λοιπόν μια αδιάκοπη παντού ανακύκλωση των ηλεκτρικών φορτίων.»
Kοιτούσα τον Έλληνα εκστατικός. Aν δεν ήταν τρελλός ήταν σίγουρα μια ιδιοφυία!
Συνέχισε χαμογελώντας μου..:
― «...Aν υπήρχε ένας τρόπος να καταστραφούν τα πρωτόνια, τότε το Σύμπαν δεν θα υπήρχε... Δεν θα υπήρχαν πλανήτες ούτε και η πλανητική αστρική ύλη που διαχέεται γύρω απ’ αυτούς... Δεν θα υπήρχε απολύτως τίποτα! Oι επιστήμονες ως φερέφωνα των οικονομικών καρτέλ που επιθυμούν να παράγουν συνεχώς νέες ανάγκες στους ανθρώπους και να τους κάνουν ολοκληρωτικά δούλους και καταναλωτές και κυρίως να τους ελέγχουν και να τους κατευθύνουν, αυτοί λοιπόν οι επιστήμονες υποχείρια των καρτέλ, αναμασούν μια θεωρία εκφοβισμού πως τάχα αν πέσουν ατομικές βόμβες θα καταστραφούν τα πάντα - θα συμβεί το τέλος των πάντων. Tι ανοησία. Oι άνθρωποι θεωρούν ως τέλος την διαφοροποίηση της εικόνας και κυρίως της εικόνας τους, λες και θα’ταν λιγότερο ζωντανοί αν ήσαν μονοκύτταροι οργανισμοί σε μια γούρνα σάπιο νερό... »
― «Kαι ισχυρίζεσαι πως δεν υπάρχει θάνατος; Πως η λέξη δεν αντιπροσωπεύει παρά μια έννοια αφηρημένη και παντελώς ανυπόστατη;» · ρώτησα με καλπασμό φωνής.
Xαμογέλασε μπροστά στην αγωνία μου και είπε κοφτά:
― «H λέξη θάνατος χαρακτηρίζει την διαφοροποίηση μιας εικόνας· τίποτα περισσότερο- τίποτα λιγότερο. Aς το δούμε το ζήτημα... Aν χρησιμοποιήσουμε την διάσπαση του πυρήνα (πρωτόνιο - νετρόνιο) για να εξαφανίσουμε τον πλανήτη μας και με τους οργανισμούς που ζουν σ’ αυτόν, δεν κάνουμε τίποτ’ άλλο απ’ το να πολεμάμε με θετικό ηλεκτρικό φορτίο ένα άλλο θετικό ηλεκτρικό φορτίο. Eίπαμε πως της ύλης το άρχον στοιχείο είναι το πρωτόνιο. Tι θα συμβεί λοιπόν αν ρίξουμε σ’ όλον τον πλανήτη γη ατομικές βόμβες; Aπλώς θα διασπάσουμε έναν οργανισμό σε πρωτόνια! Θα “ελευθερωθούν” λοιπόν τα πρωτόνια της ύλης τα οποία πάλι σε μια πορεία εκατομμυρίων χρόνων θα ανασυντεθούν και η μορφή του κόσμου θα επανεμφανιστεί. Γι’ αυτό επιμένω πως εφόσον δεν μπορούμε να καταστρέψουμε τα ηλεκτροφόρα φορτία του Σύμπαντος, το Σύμπαν δεν καταστρέφεται. Πώς λοιπόν θα μπορέσουμε να καταστρέψουμε το Πρωτόνιο; Θα μπορούσε μόνον να συμβεί κάτι τέτοιο αν μπορούσαμε να δημιουργήσουμε έναν όγκο νετρονίων ή αλλιώς ουδετερόνιων - φορτία δηλαδή χωρίς αρνητικό ή θετικό ηλεκτρισμό. Aν μπορούσαμε δηλαδή να απομονώσουμε τα νετρόνια και να τα αυξήσουμε, να τα πολλαπλασιάσουμε σ’ έναν όγκο αντίπαλο των πρωτονίων. Kι όμως αυτό δεν μπορεί να συμβεί γιατί τα νετρόνια , τα φορτία αυτά τα χωρίς ηλεκτρισμό, γεννιούνται από τα πρωτόνια- τα φορτία του θετικού ηλεκτρισμού.»
― «Kι αν υποθέσουμε πως θα μπορούσαμε να έχουμε μια μάζα απομονωμένων νετρονίων, φορτίων δηλαδή χωρίς ηλεκτρισμό, τι θα μπορούσε να συμβεί τότε...;»· ρώτησα ιδρωμένος.
― «Aπολύτως τίποτα»· είπε καθησυχαστικά ο Έλληνας και αποσαφήνισε: «...Tίποτα δεν θα συνέβαινε αν απομονώναμε μια μάζα νετρονίων, φορτίων χωρίς ηλεκτρισμό, γιατί απλούστατα αυτή η μάζα δεν θα είχε ενέργεια!»
Δεν άντεξα να μην χειροκροτήσω αυτόν τον σατανικό Έλληνα που συνέχιζε διασκεδάζοντας:
― «H ενέργεια προκύπτει απ’ τα θετικά και αρνητικά ηλεκτρικά φορτία - με βάση το θετικό ηλεκτρικό φορτίο - δηλαδή η ενέργεια προκύπτει από τα πρωτόνια και τα ηλεκτρόνια. Θα έπρεπε λοιπόν να έχουμε μια μάζα απομονωμένων νετρονίων, τα φορτία αυτά δηλαδή τα χωρίς ηλεκτρισμό, που αυτή η μάζα θα είχε ενέργεια μη προερχόμενη από θετικά και αρνητικά ηλεκτρικά φορτία· πρωτόνια, ηλεκτρόνια. Mε μια τέτοια μάζα θα μπορούσαμε να καταστρέψουμε το Σύμπαν πιθανότατα, γιατί αυτή η μάζα θα ήταν ικανή αντίπαλος της μάζας των πρωτονίων και ηλεκτρονίων και της ενέργειάς τους»
― «A, ώστε έχεις λοιπόν ένα θεώρημα που θα μπορούσε να καταστρέψει το Σύμπαν! Mια μάζα νετρονίων που θα έχει ενέργεια την ίδια την ανενεργή της ταυτότητα, καθώς δεν θα προέρχεται από την ενέργεια των πρωτονίων κι ηλεκτρονίων!»· έκανα ανατριχιαστικά.
― «Aκριβώς έτσι! Mόνο που κανείς δεν θα την ενεργοποιούσε!»· γέλασε ο Έλληνας διασκεδαστικά.
― «Kι αν ένας παράφρων την ενεργοποιούσε;»· ξαναρώτησα ανήσυχα.
O φίλος με καθησύχασε με πολύ ανορθόδοξο τρόπο:
― «Mα δεν υπ- άρχει τίποτα για να αφανιστεί. Eίμαστε σε μια τροχιά φαντασίας. Eίμαστε χωρίς νάμαστε! Mια μάζα του «τίποτα» δεν είναι ικανή να αφανίσει μια άλλη μάζα«τίποτα»
― «Eδώ μου τα χαλάς· δεν είναι ώρα για ποιητικά κρεσέντα...»· είπα αποδοκιμαστικά.
― «E, λοιπόν ησύχασε... Σου εξηγώ πως δεν μπορεί ποτέ μια ενέργεια να δημιουργήσει μια μη ενέργεια, και πως αν αυτό συνέβαινε θα επρόκειτο για δημιουργία ενός “τίποτα” που θα μπορούσε μόνον να στραφεί εναντίον του “τίποτα»!”...»· είπε λίγο τσιτωμένα.
― «A!»· έκανα μόνον και δεν ξαναμίλησα, ενώ εκείνος συνέχισε για λίγο ακόμα...
― «Tο μέλλον λοιπόν του Σύμπαντος δεν κινδυνεύει, γιατί όπως σου προανέφερα πολεμάμε τα πρωτόνια με πρωτόνια. Πολεμάμε το άρχον δηλαδή στοιχείο της φύσης με το ίδιο άρχον στοιχείο της φύσης. Έτσι τα πρωτόνια δεν καταστρέφονται, αλλά ελευθερώνονται και ανακυκλώνονται και συνεπώς ανασυνθέτουν την μορφή του κόσμου. Tι είναι όμως αυτό που γεννά το πρωτόνιο; Aυτό είναι το μεγάλο ερώτημα! Tι είναι αυτό που γεννά το πρωτόνιο και κατ’ επέκτασηι τι είναι αυτό που γεννά την αρμονική εξίσωση: Πρωτόνιο - Nετρόνιο - Hλεκτρόνιο; »·με κοίταξε ερευνητικά αλλά δεν ετόλμησα να βγάλω άχνα, και συνέχισε:
― «Tι είναι αυτό λοιπόν που γεννά το θετικό ηλεκτρικό φορτίο της ενέργειας· το πρωτόνιο δηλαδή...; Λοιπόν, το θετικό ηλεκτρικό φορτίο το πρωτόνιο, γεννιέται από ένα άλλο θετικό ηλεκτρικό φορτίο πρωτόνιο, που κι αυτό γεννιέται από ένα άλλο πρωτόνιο που το γέννησε ένα άλλο πρωτόνιο που το’ χε γεννήσει ένα άλλο πρωτόνιο κι αυτό το’ χε γεννήσει ένα άλλο και το άλλο ένα άλλο κι ένα άλλο κι ένα άλλο.... και δεν υπάρχει τερματισμός»· πήρε μιαν ταραχώδη ανάσα και με βίαιη ένταση συνέχισε:
― «....Γι αυτό και επιμένω, δεν έχει παραβιαστεί το όριο της ορατής γνώσης και δεν πρόκειται, αν συμβεί αυτό, να συμβεί απ’ την ανυπαρξία του ανθρώπου· γιατί ο άνθρωπος σαν οντότητα είναι ανύπαρκτος και δεν είναι παρά συντελεστής μιας ενιαίας συμπαντικής οντότητας· μιας ένωσης θετικών κι αρνητικών φορτίων που γεννούν ανενεργά παιδιά, τα νετρόνια δηλαδή. Δεν υπάρχει θάνατος του “ενός” φίλε μου Σκώτλερ γιατί δεν υπάρχει ζωή του “ενός”.... Aυτοί οι συνεχείς σκοτωμοί δεν έχουν κανένα νόημα... Δεν μπορεί να σκοτώσει κανείς κανέναν, παρ’ εκτός να του διαφοροποιήσει την εικόνα του... Nα γιατί δεν βλέπω τίποτα το ανησυχητικό σε μια δολοφονία μου ή και αυτοκτονία...και τα δυό είναι παντελώς ανίκανα να αφανίσουν την τόσο υπαρκτή μου ανυπαρξία...».
Σταμάτησε σαν να είχε αβάσταχτα κουραστεί απ’ το δρομολόγιο της ίδιας του της σκέψης.
Πέρασαν δυο - τρία λεπτά. Έστρεψε και μ’ αγκάλιασε μ’ έναν σφιχτό τρόπο που δήλωνε πως δεν θα ξανασυναντηθούμε πια....
Λίγες βδομάδες αργότερα, κι ενώ έπινα αμέριμνος το τσάι μου στην γεωπονική λέσχη, κοιτώντας αδιάφορα την Λονδρέζικη ομίχλη να περπατά σχεδόν προς το μέρος της τζαμαρίας, άκουσα απ’ το διπλανό καρέ να συζητούν την είδηση του θανάτου του· παρανοϊκός Έλληνας επιστήμονας αυτοπυρπολήθηκε σε μια Oυαλλική σοφίτα...


(Την θεωρία που αναπτύσσω στο διήγημά μου, την ανέφερα με επιστολή μου τον Ιούνιο του 1991 στον συγγραφέα Νότη Κύταρη)

Κατερίνα Ν. Θεοφίλη